ΓΙΑΤΙ ΑΝΕΒΑΖΟΥΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΟ INSTAGRAM
Γιατί αναρτούμε φωτογραφίες στο Instagram; Ίσως ο λόγος δεν είναι αυτός που νομίζεις. Το πείραμα του Skinner και όσα υποστηρίζουν οι ειδικοί.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου η χρήση των social media αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς μας, με το Instagram να κατέχει μια σημαντική θέση στις προτιμήσεις των ανθρώπων.
Εκατομμύρια χρήστες παγκοσμίως μοιράζονται φωτογραφίες καθημερινά, καταγράφοντας στιγμές από τη ζωή τους, δημιουργώντας εντυπωσιακά ή λιγότερο εντυπωσιακά προφίλ.
Όμως, η αλήθεια πίσω από αυτή την πρακτική δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Στην πραγματικότητα, οι λόγοι που μας ωθούν να ανεβάζουμε φωτογραφίες στο Instagram είναι βαθύτεροι.
Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί δημοσιεύουμε συνεχώς φωτογραφίες και stories, ενώ -αν το δούμε ρεαλιστικά-, όλο αυτό δεν έχει κανένα απολύτως νόημα;
Πολλοί το παρουσιάζουν ως εθισμό, αλλά τι είναι αυτό που τελικά μας παρακινεί να τραβήξουμε φωτογραφία τον καφέ, το brunch ή τον εαυτό μας, και να τα ανεβάσουμε στα social media, αντί απλώς να απολαύσουμε τη στιγμή;
ΜΗΠΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΠΟΝΤΙΚΟΥΣ ΤΟΥ SKINNER;
Στο πείραμά του, ο Αμερικανός ψυχολόγος, συμπεριφοριστής, συγγραφέας, εφευρέτης, και κοινωνικός φιλόσοφος B. F. Skinner (20 Μαρτίου 1904-18 Αυγούστου 1990), τοποθέτησε έναν αρουραίο σε ένα κουτί.
Εξερευνώντας το κουτί, ο αρουραίος ανακάλυψε έναν μοχλό που με το πάτημά του, έπεφτε τροφή, με αποτέλεσμα το τρωκτικό να μάθει και να πατάει όλο και πιο συχνά τον μοχλό, ώστε να ανταμειφθεί.
Και αυτή είναι και η μαγική λέξη: ανταμοιβή.
Με τον τρόπο αυτό, ο Skinner κατέληξε στη θεωρία της συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης, σύμφωνα με την οποία μαθαίνουμε να κάνουμε μία πράξη, όταν τη συνδυάζουμε με μια ανταμοιβή.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, λοιπόν, φαίνεται να λειτουργεί και η συμπεριφορά μας στα κοινωνικά μέσα, με τα likes και τα comments να αποτελούν την πολυπόθητη επιβράβευσή μας.
Άλλωστε, πρόσφατη έρευνα των Lindström και Amodio έδειξε ότι οι χρήστες δημοσιεύουν περισσότερο, όσο αυξάνονται τα likes, αλλά και το αντίστροφο. Με τον τρόπο αυτό, εμφανίζεται συσχέτιση με τη θεωρία της ενισχυτικής μάθησης, αλλά και με τους ποντικούς του Skinner, δείχνοντας πως τελικά δεν είμαστε τόσο εθισμένοι στο ανέβασμα, όσο στα likes.
Οι ερευνητές, για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματά τους, δημιούργησαν μία πλατφόρμα τύπου Instagram, όπου οι συμμετέχοντες μπορούσαν να ανεβάζουν αστείες φωτογραφίες και να λαμβάνουν feedback. Επιβεβαιώνοντας τα προηγούμενα, αλλά και τη θεωρία, οι χρήστες έτειναν να ανεβάζουν περισσότερο υλικό, αν λάμβαναν και αυξημένο αριθμό likes.
Ακόμη, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε περισσότερες από ένα εκατομμύριο δημοσιεύσεις από περισσότερους από 4.000 χρήστες στο Instagram και τρία διαδικτυακά φόρουμ (για την ανδρική μόδα, τη γυναικεία μόδα και την κηπουρική).
«Είδαμε ότι οι άνθρωποι διαδίδουν τις αναρτήσεις τους με τέτοιο τρόπο ώστε ο αριθμός των likes που λαμβάνουν κατά μέσο όρο να μεγιστοποιείται. Δημοσιεύουν πιο συχνά αφού λάβουν μεγάλο αριθμό likes και λιγότερο συχνά όταν λαμβάνουν λιγότερα likes», λέει η Lindström.
Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν υπολογιστικά μοντέλα για να δείξουν ότι αυτό το μοτίβο συμμορφώνεται στενά με γνωστούς μηχανισμούς μάθησης ανταμοιβής, υποδηλώνοντας ότι η δέσμευση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθοδηγείται από παρόμοιες αρχές που οδηγούν τα ζώα, όπως οι αρουραίοι, να μεγιστοποιήσουν τις ανταμοιβές τροφής τους σε ένα Skinner Box.
ΓΙΑΤΙ ΑΝΕΒΑΖΟΥΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΟ INSTAGRAM;
Το επιστημονικό άρθρο του Soo-Hyun Jun, με τίτλο “Why Do People Post Photos on Instagram” (2022), εξετάζει τους λόγους πίσω από τη συνήθεια των ανθρώπων να ανεβάζουν φωτογραφίες στο Instagram.
Μερικοί από τους κύριους λόγους περιλαμβάνουν:
1. Κοινωνική Προβολή και Αναγνώριση: Οι χρήστες ανεβάζουν φωτογραφίες για να δείξουν τον εαυτό τους, τη ζωή τους και τις δραστηριότητές τους σε φίλους, οικογένεια και την ευρύτερη κοινότητα. Αυτό συχνά συνδέεται με την ανάγκη για επιβεβαίωση και θετική ανταπόκριση από τους άλλους.
2. Αυτοπροβολή και Προσωπική Ταυτότητα: Το Instagram λειτουργεί ως μέσο για την αυτοπροβολή, επιτρέποντας στους χρήστες να δείξουν το στυλ, τα ενδιαφέροντα και την προσωπική τους εξέλιξη, μέσα από τις φωτογραφίες τους.
3. Αλληλεπίδραση και Κοινωνική Δικτύωση: Το Instagram αποτελεί μια πλατφόρμα για αλληλεπίδραση και επικοινωνία, ενθαρρύνοντας τους χρήστες να συνδεθούν με άλλους ανθρώπους, που έχουν κοινά ενδιαφέροντα και με αυτό τον τρόπο επιθυμούν να ενισχύσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις.
4. Δημιουργικότητα και Έκφραση: Η πλατφόρμα επιτρέπει στους χρήστες να εκφραστούν δημιουργικά μέσω της φωτογραφίας και να μοιραστούν την τέχνη ή τις ιδέες τους με τους άλλους ανθρώπους.
ΓΙΑΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΤΑ STORY ΜΑΣ;
Ας το παραδεχτούμε, όλοι παρακολουθούμε τις ιστορίες μας στο Instagram πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Άλλωστε, οι ιστορίες που αναρτούμε στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μια προέκταση του εαυτού μας και μια ευκαιρία να δημιουργούμε και να διατηρούμε την ταυτότητά μας στον ψηφιακό κόσμο.
Η θεωρία του “looking-glass self” υποστηρίζει ότι το να βλέπουμε τις δικές μας ιστορίες μας δίνει μια αίσθηση ελέγχου και αυτοσυνειδησίας.
Η τάση να βλέπουμε ξανά και ξανά τις δικές μας ιστορίες αντανακλά τις κοινωνικές δυναμικές που επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας στα social media.
Σε ένα περιβάλλον στο οποίο η προβολή και η κοινωνική αναγνώριση έχουν σημασία, οι ιστορίες λειτουργούν ως ένα μέσο επίδειξης της ζωής και των επιτευγμάτων μας, παρέχοντάς μας την αναγκαία ικανοποίηση και επιβράβευση που αναζητούμε.
Σύμφωνα με την Dr. Allison Forti, επίκουρη καθηγήτρια συμβουλευτικής στο Wake Forest University, η τάση να παρακολουθούμε το δικό μας περιεχόμενο στα social media μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από μια έννοια της ψυχολογίας που ονομάζεται “looking-glass self”, η οποία υποστηρίζει ότι η αίσθηση του εαυτού μας εξαρτάται εν μέρει στο πώς νιώθουμε σχετικά με την εικόνα που μπορεί να έχουν σχηματίσει οι άλλοι για εμάς.
“Για την επανειλημμένη προβολή των ιστοριών μας στο Instagram, είναι πιθανό οι άνθρωποι να βλέπουν πώς φαίνονται και τι είπαν ή έκαναν για να ενημερώσουν την ταυτότητά τους”, αναφέρει η ειδικός.
“Για παράδειγμα, αν παρακολουθήσουν μια ιστορία όπου κρίνουν ότι φαίνονται καλά, είναι αστείοι ή σκεπτόμενοι και οι άλλοι πιθανώς θα τους βαθμολογούσαν θετικά, μπορεί να βλέπουν επανειλημμένα αυτήν την ιστορία για να ενισχύσουν μια θετική πτυχή της ταυτότητάς τους στην οποία έχουν αξία και οι άλλοι άνθρωποι τους αποδέχονται”, συνεχίζει.
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ “LOOKING-GLASS SELF”
Η θεωρία του “looking-glass self” δημιουργήθηκε από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Charles Horton Cooley το 1902, και εισήχθη στο έργο του Human Nature and the Social Order.
Η θεωρία περιγράφει την αντανάκλασή μας για το πώς νομίζουμε ότι φαινόμαστε στα μάτια των άλλων.
Ο Cooley λαμβάνει υπόψη τρία βήματα όταν χρησιμοποιεί το “looking-glass self”. Το πρώτο βήμα είναι πώς φαντάζεται κανείς ότι φαίνεται στους άλλους ανθρώπους. Το δεύτερο βήμα είναι πώς φαντάζεται κανείς την κρίση των άλλων με βάση το πώς πιστεύει ότι τους βλέπει. Το τρίτο βήμα είναι πώς σκέφτεται κανείς πώς τον βλέπουν οι άλλοι με βάση τις προηγούμενες κρίσεις του.
Σύμφωνα με το βιβλίο της Lisa McIntyre “The Practical Skeptic: Core Concepts in Sociology”, η έννοια του “looking-glass self” εκφράζει την τάση να κατανοεί κανείς τον εαυτό του μέσω της αντίληψης που μπορεί να έχουν οι άλλοι για αυτόν.
Τρία κύρια στοιχεία:
- Φανταζόμαστε πώς πρέπει να φαινόμαστε στους άλλους σε μια κοινωνική κατάσταση.
- Φανταζόμαστε και αντιδρούμε σε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι η κρίση των άλλων για εμάς.
- Αναπτύσσουμε την αίσθηση του εαυτού μας μέσα από την κρίση των άλλων.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω οι άνθρωποι αλλάζουν τη συμπεριφορά τους με βάση αυτό που νιώθουν ότι σκέφτονται οι άλλοι για αυτούς, ακόμα κι αν δεν είναι απαραίτητα πραγματικά όσα έχουν στο μυαλό τους σχετικά με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για αυτούς.
Με αυτόν τον τρόπο, η κοινωνική αλληλεπίδραση λειτουργεί ως «καθρέφτης» ή «υαλοπίνακας», αφού η αίσθηση του εαυτού και της αυτοεκτίμησης του ατόμου χτίζονται μέσα από τους άλλους.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ SOCIAL MEDIA ΚΑΙ Ο “ΚΥΒΕΡΝΟΕΑΥΤΟΣ” ΜΑΣ
Η άνοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς του “looking-glass self”, καθώς οι διαφορετικές μορφές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν πολλούς διαφορετικούς «καθρέφτες» στους οποίους τα άτομα παρουσιάζονται, αντιλαμβάνονται την κρίση των άλλων με βάση τα likes, τους ακόλουθους κ.λπ.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Mary Aiken, PhD., τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δημιουργήσει μια έννοια που ονομάζεται «κυβερνοεαυτός», μια εκδοχή του εαυτού που θέλει κανείς να παρουσιάζει στο διαδίκτυο
Οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εκτίθενται συνεχώς σε κριτική και στην κρίση των άλλων. Η Aiken εξηγεί ότι οι άνθρωποι «μέσω των selfie κάνουν μια ερώτηση στο κοινό τους: Αρέσω, έτσι;».
Επιπλέον, δεδομένης της φύσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο «κυβερνοεαυτός» μπορεί πολύ εύκολα να αλλάξει και να τελειοποιηθεί ώστε να κερδηθεί η πολυπόθητη αποδοχή των άλλων, έτσι όπως την έχουμε εμείς στο μυαλό μας τουλάχιστον.
Αυτές οι πτυχές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η σχέση τους με τον πραγματικό μας εαυτό παρουσιάζουν μια ολόκληρη σειρά επιπτώσεων στους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η Aiken σημειώνει ότι πολλά άτομα, και ιδιαίτερα οι έφηβοι, κινδυνεύουν -μέσω της ανάπτυξης του «κυβερνοεαυτού»- να βλάψουν την ανάπτυξη του εαυτού τους στον πραγματικό κόσμο.
Σημειώνει επίσης ότι οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν πολλούς και διαφορετικούς «εαυτούς στον κυβερνοχώρο» σε διαφορετικές πλατφόρμες με διαφορετικούς σκοπούς. Άλλον εαυτό στο X (Twitter), άλλον σε Instagram και άλλον σε LinkedIn.
ΜΗΠΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΑ SOCIAL MEDIA;
Τον περασμένο Μάρτιο, εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες ανά τον κόσμο αντιμετώπισαν προβλήματα στη σύνδεσή τους στο Facebook και το Instagram, με τις πλατφόρμες να αρνούνται στους χρήστες τη δυνατότητα σύνδεσης.
Τα προβλήματα αυτά καταγράφηκαν και στην Ελλάδα, ενώ άρχισαν να αποκαθίστανται σταδιακά μέσα σε μία ώρα, με τους χρήστες να σπεύδουν να ζητήσουν εξηγήσεις από τη μητρική εταιρεία Meta.
Η σελίδα της Meta ανέφερε μια σειρά από τεχνικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων “σημαντικών διαταραχών” στο κέντρο διαχείρισης του ομίλου, καθώς και στο Facebook login, την υπηρεσία που επιτρέπει στους χρήστες να συνδέονται σε υπηρεσίες τρίτων μερών χρησιμοποιώντας τα στοιχεία τους στο Facebook. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε κάποιους να αναφέρουν διακοπές σε διάφορους άλλους ιστότοπους.
Στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο παρατηρήθηκε έντονος πανικός, ο οποίο εκφράστηκε κυρίως μέσω του Twitter (X), το οποίο ήταν η μόνη… ελπίδα των χρηστών για να δικτυωθούν διαδικτυακά.
Πολλοί ήταν οι χρήστες που σχολίασαν πως ένιωσα απειλή με την “πτώση” της Meta, θεωρώντας πως κάποιος τους έχει χακάρει και πως χάνουν τους λογαριασμούς τους σε Facebook και Instagram.
Πανικός, στρες, αγωνία μήπως κάτι κακό έχει συμβεί. Κι όλα αυτά, στη σκέψη πως χάσαμε τους λογαριασμούς μας στα social media.
“Πού οφείλεται αυτή η αντίδραση;”, αναρωτήθηκα και για αυτό ζήτησα τη βοήθεια της ψυχολόγου, Ζωής Κρυώνη.
Η ειδικός, μιλώντας στο NEWS 24/7, εξήγησε γιατί μπορεί να βιώσουμε συναισθήματα άγχους και απειλής, γύρω από ζητήματα που αφορούν τα social media, τα οποία στην πραγματικότητα δεν μας απειλούν.
“Η «πτώση» της Meta και κατά συνέπεια των κοινωνικών δικτύων της, όπως το Facebook, το Instagram και το Messenger, πέρα από γεγονός με οικονομικές και πρακτικές προεκτάσεις φάνηκε να έχει και ψυχολογικές. Εκατομμύρια χρήστες, μόλις για λίγες ώρες αποκλείστηκαν από τους λογαριασμούς τους, και αυτό ήταν αρκετό, σύμφωνα με αναφορές, πολλοί να βιώσουν πανικό, άγχος και ανησυχία.
Είναι μία εξαιρετική ευκαιρία, το θέμα της σχέσης του ατόμου με τα social media να έρθει στο προσκήνιο, να προβληματίσει, να ιδωθεί με κριτική ματιά με σκοπό -σαφώς- όχι τον «αφορισμό» ή την επίκριση -κάτι τέτοιο θα ήταν πέρα από αναχρονιστικό, τουλάχιστον μη ρεαλιστικό- αλλά κυρίως τη συνειδητή και ορθολογιστική τους χρήση”, ανέφερε αρχικά η ψυχολόγος.
“Προς το παρόν, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία πολύ πρόσφατα (2018) αναγνώρισαν τον εθισμό στα βιντεοπαιχνίδια ως διαταραχή (Διαταραχή Διαδικτυακού Ηλεκτρονικού Παιχνιδιού- Internet Gaming Disorder), ενώ ο εθισμός στο Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν μία άτυπη θέση στους συμπεριφορικούς εθισμούς, μια και οι έρευνες φαίνεται πλέον να προσεγγίζουν τον εθισμό σε αυτά ως αυθύπαρκτο γεγονός και όχι μόνο ως σύμπτωμα (π.χ. της κατάθλιψης)”, εξήγησε η κα Κρυώνη.
“Για να αντιληφθούμε ακριβώς πόσο «εξαρτημένοι» είμαστε από τα social media αρκεί να φανταστούμε την καθημερινότητά μας χωρίς αυτά για ένα ικανό χρονικό διάστημα (π.χ. έναν μήνα) και να απαντήσουμε σε ορισμένες ερωτήσεις:
- Τι θα άλλαζε στην καθημερινότητά μας;
- Θα αισθανόμασταν ότι κάτι λείπει;
- Θα άλλαζε ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας;
- Πόσο περισσότερο ελεύθερο χρόνο θα είχαμε;
Αν οι απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις, μας προβληματίζουν, ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τη σχέση μας με τα social media, στα οποία φαίνεται να καταναλώνεται όλο και περισσότερος χρόνος τόσο από τον ελεύθερο όσο και από τον παραγωγικό χρόνο του ατόμου. Έτσι το άτομο με τη σειρά του καταναλώνει έναν τεράστιο όγκο ερεθισμάτων και πληροφορίας, που δεν έχει τον χρόνο να επεξεργαστεί. Αυτό καθιστά την είδηση εφήμερη, την πληροφορία άκριτα καταναλώσιμη και το άτομο έναν δέκτη- «προϊόν».
Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, ότι οι παροχές των κοινωνικών δικτύων είναι δωρεάν ακριβώς γιατί το «προϊόν» είναι οι ίδιοι οι χρήστες και ο χρόνος που οι τελευταίοι ξοδεύουν σε αυτά. Για να κερδίσουν όμως τον χρόνο μας, πρέπει πρώτα να κερδίσουν την προσοχή μας, η οποία φαίνεται να είναι αρκετά ευάλωτη…”.
ΖΟΥΜΕ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ, ΧΑΖΕΥΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
“Έτσι, σταδιακά ίσως να διαπιστώσουμε ότι το πρώτο πράγμα που κάνουμε όταν ξυπνήσουμε ή/ και το τελευταίο πριν κοιμηθούμε είναι να κοιτάξουμε τα social media, τα likes, τα μηνύματα ή τις ειδοποιήσεις μας.
Ίσως να διαπιστώσουμε ότι ζούμε μεγάλο μέρος της ζωής μας κοιτώντας, θαυμάζοντας, επιθυμώντας, χαζεύοντας τις ζωές των άλλων μέσα από ένα παράθυρο λίγες ίντσες ανοιχτό”.
Επιπλέον, η Ζωή Κρυώνη επεσήμανε την ανάγκη για αυτοπαρατήρηση, με στόχο να αντιληφθούμε αν η κατανάλωση περιεχομένου στα κοινωνικά δίκτυα γίνεται με σκοπό την αποφυγή αγχογόνων σκέψεων ή καταστάσεων, αυτό που απλοϊκά λέμε “για να ξεφύγουμε”.
ΤΟ «ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΜΟΥΔΙΑΣΜΑ»
“Για να καταλήξουμε σε εκείνη τη διαπίστωση όμως χρειάζεται να προηγηθεί η αυτοπαρατήρηση του ατόμου, μία διαδικασία που στην ουσία της είναι δυσκολότερη από όσο ακούγεται. Η αυτοπαρατήρηση συμπεριλαμβάνει την σύνδεση της συμπεριφοράς με τη σκέψη που περνά από το μυαλό μας εκείνη τη στιγμή όσο και με το συναίσθημα.
Έτσι το άτομο μπορεί να αντιληφθεί μέσω της αυτοπαρατήρησης, για παράδειγμα, ότι κάνει χρήση των κοινωνικών δικτύων με σκοπό την αποφυγή αγχογόνων σκέψεων ή καταστάσεων, μια και η κατανάλωση περιεχομένου στα κοινωνικά δίκτυα μπορεί να οδηγήσει στο λεγόμενο «συναισθηματικό μούδιασμα».
Τέλος, για να κάνουμε ευκολότερη την αυτοπαρατήρηση και πιο συνειδητή τη χρήση των κοινωνικών δικτύων ίσως να αναλογιστούμε:
- Πόσες φορές, από όλες εκείνες που μέσα στην ημέρα μου μπαίνω στα social, γίνονται συνειδητά και όχι μηχανικά;
- Πόσες φορές μέσα στη μέρα ελέγχω το κινητό μου για ειδοποιήσεις;
- Αυτή η φορά που μπήκα στην αρχική σελίδα του Facebook, του Instagram, του TikTok, τι μου πρόσφερε;
- Μετά από αυτό το scroll, πώς νιώθω;
- Πότε νιώθω άραγε την ανάγκη να μπω στα social; Μήπως όταν βαριέμαι, όταν θυμώνω, όταν στενοχωριέμαι;
Οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις θα μας φέρουν πιο κοντά στη γνώση του εαυτού και κατά συνέπεια στον ίδιο τον εαυτό μας. Τα social media είναι μία συνήθεια που πλέον έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή καλύπτουν κάποιες βασικές μας ανάγκες. Αν αφουγκραστούμε τις ανάγκες αυτές, θα είμαστε σε θέση, να επιλέγουμε πιο συνειδητά τρόπους να τις ικανοποιούμε”, καταλήγει η ειδικός.
* Η Ζωή Κρυώνη είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ειδικευόμενη στην Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία στην Εταιρεία Γνωσιακών Συμπεριφοριστικών Σπουδών.