ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: ΠΟΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ
Γιατί το Πάσχα δεν κατάφερε να γίνει ποτέ μια μεγάλη κοσμική γιορτή, όπως τα Χριστούγεννα κατ’ αναλογία εορτασμών σε όλο τον πλανήτη.
Επικρατεί η άποψη πως “Χριστούγεννα στην πόλη και Πάσχα στο χωριό” και πολλοί είναι αυτοί που ένεκα και των ημερών έχουν σπεύσει ήδη σε χωριά, μικρές επαρχιακές πόλεις και νησιά για να γιορτάσουν τη μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, που είναι γεμάτη παραδόσεις και συμβολισμούς, αναζητώντας στιγμές κατάνυξης, εσωτερικής αναζήτησης και επιστροφής στις ρίζες.
Χωρίς το συγκεκριμένο άρθρο -και ο υπογράφων- να επιχειρεί να επιδοθεί σε ένα crash test μεταξύ των δύο γιορτών, η γιορτή των Χριστουγέννων από την άλλη, συνδέεται εντονότερα με την αστική κουλτούρα, τον καταναλωτισμό και τις μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις που συνήθως λαμβάνουν χώρα στις πόλεις.
Για πολλούς Χριστιανούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκουν στις ανατολικές ορθόδοξες παραδόσεις (οι οποίοι συνήθως γιορτάζουν το Πάσχα αργότερα από τους δυτικούς Χριστιανούς, καθώς χρησιμοποιούν διαφορετικό ημερολόγιο), το Πάσχα θεωρείται η πιο σημαντική χριστιανική γιορτή από όλες.
Ωστόσο, τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και την Ευρώπη, το Πάσχα έχει μειωμένη πολιτιστική σημασία ως περίοδος αμιγώς κοσμικού εορτασμού – η ευρύτερη πολιτιστική του αξία απέχει πολύ από αυτή των Χριστουγέννων και μπορεί εύκολα κανείς να το αντιληφθεί αυτό, αν αναλογιστεί πόσες πασχαλινές κάρτες στέλνουμε αυτές τις μέρες, σε πόσα… πασχαλινά πάρτι πηγαίνουμε και πόσες πασχαλινές ταινίες παρακολουθούμε κάθε βράδυ. Ο “Ιησούς από τη Ναζαρέτ” του Φράνκο Τζεφιρέλι δεν πιάνεται.
Γιατί λοιπόν δεν γιορτάζουμε το Πάσχα όπως τα Χριστούγεννα;
Αν και στην Ελλάδα τόσο η Ανάσταση όσο και η Κυριακή του Πάσχα τιμώνται δεόντως, η απάντηση μάς αποκαλύπτει τόσα πολλά για τη θρησκευτική και κοινωνική ιστορία της Αμερικής όσο και για τις δύο γιορτές αυτές καθαυτές. Αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο οι εορταστικές “παραδόσεις” της Αμερικής, όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα, είναι μια πολύ πιο πρόσφατη και πολιτικά φορτισμένη εφεύρεση απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.
Φταίνε οι Πουριτανοί;
Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα είχαν περίπου την ίδια πολιτιστική σημασία για μεγάλο διάστημα της χριστιανικής ιστορίας. Ωστόσο, οι Πουριτανοί, που αποτελούσαν την πλειοψηφία των πρώτων αποίκων της Αμερικής, ήταν αντίθετοι με τις εορτές γενικά. Απηχώντας την στάση των Άγγλων Πουριτανών, οι οποίοι είχαν αποκτήσει βραχύβια πολιτική εξουσία τον 17ο αιώνα υπό την ηγεσία του Oliver Cromwell, καταδίκαζαν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ως περιόδους ασωτίας, μέθης και γλεντιού.
Ο Cotton Mather, ένας από τους πιο διάσημους ιεροκήρυκες της Νέας Αγγλίας, παραπονιόταν για το πώς “η γιορτή της γέννησης του Χριστού περνάει με γλέντια, χαρτιά και κάθε λογής αμαρτωλές ελευθερίες… με τρελό κέφι, πολύ φαγητό, ποτό, άσεμνα παιχνίδια και άγριο γλέντι!“. Όπως γράφει ο ιστορικός Stephen Nissenbaum στο “Η Μάχη για τα Χριστούγεννα”, “τα Χριστούγεννα ήταν μια περίοδος ‘αναρχίας’, κατά την οποία οι συνήθεις συμπεριφορικοί περιορισμοί μπορούσαν να παραβιαστούν χωρίς συνέπειες“.
Όπως και άλλες ημέρες γιορτής (όπως η περίοδος πριν τη Σαρακοστή, γνωστή σήμερα ως Λιπαρή Τρίτη ή Mardi Gras), τα Χριστούγεννα θεωρούνταν μια επικίνδυνη περίοδος κατά την οποία οι κοινωνικοί κώδικες μπορούσαν να παραβιαστούν και οι κοινωνικές ιεραρχίες να ανατραπούν. Επιπλέον, η ίδια η έννοια της αργίας θεωρούνταν προβληματική. Οι Πουριτανοί υποστήριζαν ότι το να ξεχωρίζεται μια ημέρα ως “αργία” σήμαινε ότι οι εορτάζοντες θεωρούσαν τις υπόλοιπες ημέρες λιγότερο άγιες και ιερές.
Και το Πάσχα όμως θεωρούνταν επικίνδυνη περίοδος. Ο Alexander Hislop, ένας Σκωτσέζος πρεσβυτεριανός ιερέας, έγραψε ολόκληρο βιβλίο για αυτό το 1853: Το “The Two Babylons: The Papal Worship Proved to Be the Worship of Nimrod and His Wife“. Χρησιμοποιώντας αμφίβολες και αόριστες πηγές, ο Hislop υποστήριξε ότι το όνομα του Πάσχα προέρχεται από την ειδωλολατρική λατρεία της γερμανικής θεάς Eostre, και μέσω αυτής από τη βαβυλωνιακή θεά Ιστάρ. (Αυτή η θεωρία ισχύει μέχρι και σήμερα, ωστόσο τα στοιχεία για την ύπαρξη της Eostre σε οποιοδήποτε μυθολογικό σύστημα -μια μόνο παράγραφος στο έργο ενός Άγγλου μοναχού που έγραψε αιώνες αργότερα- πόσο μάλλον οι θρησκευτικοί δεσμοί με το Πάσχα είναι ελάχιστα).
Ο Hislop καταδίκασε το Πάσχα ως μια παγανιστική εφεύρεση, γράφοντας: “Το γεγονός ότι οι Χριστιανοί σκέφτηκαν να εισάγουν την ειδωλολατρική νηστεία της Σαρακοστής ήταν σημάδι κακού. Δείχνει πόσο χαμηλά είχαν πέσει και οδήγησε αναπόφευκτα σε βαθύτερη παρακμή“. Ακόμη και φαινομενικά ακίνδυνες τελετουργίες ήταν σημάδια δαιμονικού κακού: “Τα κόκκινα βαμμένα αυγά εμφανίζονταν στις Χαλδαϊκές τελετές όπως ακριβώς και τώρα“, έγραφε.
Τι κοινό λοιπόν έχουν οι Άγγλοι Πουριτανοί, οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους και αυτός ο Σκωτσέζος Πρεσβυτεριανός; Όπως αποσαφηνίζει ο τίτλος του βιβλίου του Hislop, όλοι τους επηρεάστηκαν από τον αντικαθολικισμό: μια καχυποψία για τα τελετουργικά, τα έθιμα και τη λειτουργία που καταδίκαζαν ως “ανησυχητικά παγανιστικά”. Ο εορτασμός των θρησκευτικών γιορτών συνδεόταν, για πολλούς από αυτούς τους ιεροκήρυκες, με δύο ύποπτες ομάδες ανθρώπων: τους φτωχούς (δηλαδή, οποιονδήποτε θεωρείτο ότι οι εορτασμοί τους ήταν επικίνδυνα ασύδοτοι ή ανεξέλεγκτοι) και τους “παπιστές“. (Φυσικά, στην Αγγλία και την Αμερική, αυτές οι δύο ομάδες συχνά αλληλοεπικαλύπτονταν.)
Τα Χριστούγεννα επανεφευρέθηκαν, το Πάσχα όχι
Τι άλλαξε λοιπόν; Κατά τον 19ο αιώνα, τα Χριστούγεννα, η κοσμική, λαμπερή και ζεστή οικογενειακή γιορτή, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, επανεφευρέθηκαν. Στο βιβλίο του, ο Nissenbaum αναλύει με λεπτομέρεια τη δημιουργία των Χριστουγέννων ως μια αστική, πολιτισμένη και παραδοσιακή γιορτή στον αγγλόφωνο κόσμο και υποστηρίζει ότι τα Χριστούγεννα ταυτίστηκαν με την προστασία (και γιορτή) της παιδικής ηλικίας. Η παιδική ηλικία, βέβαια, ήταν μια σχετικά νέα έννοια, και συνδεόταν με την άνοδο μιας αυξανόμενης, ευημερούσας μεσαίας τάξης σε μια ολοένα και πιο εκβιομηχανισμένη κοινωνία, στην οποία η παιδική εργασία (τουλάχιστον για την αστική τάξη) δεν ήταν πλέον απαραίτητη.
Παράλληλα, διάσημοι συγγραφείς βοήθησαν στη δημιουργία ενός νέου, πιο ήπιου “μοντέλου Χριστουγέννων“: οι ιστορίες του Washington Irving το 1822 από το Bracebridge Hall, που αναφέρονταν σε “αρχαίες” παραδόσεις Χριστουγέννων, οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν εφεύρεση του ίδιου του Irving, το ποίημα του Clement Clarke Moore’s, “The Night Before Christmas” του 1822, και, φυσικά, η “Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” του 1843 του Charles Dickens. Σχεδόν όλα όσα νομίζουμε ότι ξέρουμε για τα Χριστούγεννα, από την σύγχρονη εικόνα του Άι Βασίλη μέχρι το στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, προέρχονται από τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα από τις προτεσταντικές πηγές, οι οποίες “εξιλέωσαν” τα Χριστούγεννα καθιστώντας τα μια “κατάλληλη, αστική οικογενειακή γιορτή“.
Ωστόσο, για το Πάσχα δεν συνέβη καμία αντίστοιχη “εξιλέωση“. Ενώ και αυτό δέχθηκε μία ανανέωση μικρότερης μεν κλίμακας ώστε να γίνει πιο φιλικό προς την οικογένεια -για παράδειγμα τα αυγά του Πάσχα, που παραδοσιακά ήταν πράξη φιλανθρωπίας για τους φτωχούς, έγιναν λιχουδιά για τα παιδιά- δεν υπήρξε αντίστοιχη λογοτεχνική προώθηση όπως συνέβη με τα Χριστούγεννα.
Αντίθετα, διατηρώντας ανέπαφη τη θεολογική του σημασία, το Πάσχα παρέμεινε μια καθαρά θρησκευτική γιορτή και αν εξαιρέσουμε τα λαγουδάκια και τα σοκολατένια αυγά, απέφυγε σε μεγάλο βαθμό την ευρύτερη πολιτιστική διάδοση. Μελέτη του ιστορικού Mark Connelly που επικαλείται το Vox, διαπίστωσε ότι στην αρχή του 19ου αιώνα, τα αγγλικά βιβλία αναφέρονταν περίπου εξίσου στις δύο γιορτές. Μέχρι τη δεκαετία του 1860, οι αναφορές στο Πάσχα ήταν οι μισές από εκείνες των Χριστουγέννων, τάση που συνεχίστηκε και μέχρι το 2000, τα Χριστούγεννα αναφέρονταν σχεδόν τέσσερις φορές πιο συχνά από το Πάσχα. Σήμερα, τα Χριστούγεννα είναι εθνική αργία στις ΗΠΑ, όπως και η αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα, σε περίπτωση που τα Χριστούγεννα πέσουν σε Σαββατοκύριακο. Αντίθετα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Δευτέρα του Πάσχα.
Ο λόγος που τα Χριστούγεννα, και όχι το Πάσχα, έγιναν η “πολιτιστική χριστιανική” γιορτή μπορεί να είναι πιο απλός απ’ ό,τι φαίνεται. Ο Tobin Grant από την υπηρεσία ειδήσεων Religion News Service υποστηρίζει ότι η ανάγκη για ένα εορταστικό διάλειμμα από τη μονοτονία και τον κρύο καιρό έκανε την περίοδο των Χριστουγέννων, αντί για την περίοδο της Άνοιξης που συχνά πέφτει το Πάσχα, την ιδανική χρονική στιγμή για μια περίοδο εορτασμού.
Ή μπορεί να υπάρχει και θεολογική εξήγηση. Τα Χριστούγεννα, με τη γιορτή της γέννησης ενός παιδιού, είναι φυσικά πιο κατάλληλα για μια κοσμική γιορτή. Τόσο οι δογματικοί Χριστιανοί όσο και οι ημι-πιστοί, συμφωνούν ότι ο Ιησούς Χριστός, είτε ήταν θεϊκός είτε όχι, ήταν πιθανότατα ένα πρόσωπο της ιστορίας, η γέννηση του οποίου άξιζε να γιορταστεί. Επιπλέον, το θέμα των Χριστουγέννων το καθιστά ιδανικό για μια γιορτή που επικεντρώνεται γύρω από τα παιδιά. Ο κεντρικός ρόλος της οικογένειας στις εικόνες των Χριστουγέννων -η σκηνή της Γεννήσεως, τα πορτρέτα της Παναγίας και του Ιησού- επιτρέπει στη γιορτή να “μεταφραστεί” εύκολα σε μια περίοδο που έχει ως επίκεντρο τα παιδιά και την παιδική ηλικία εν γένει.
Σε αντίθεση με το Πάσχα, που η ιστορία αφορά τον θάνατο και την Ανάσταση.
Αλλά τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά που καθιστούν το Πάσχα τόσο δύσκολο να κοσμικοποιηθεί είναι αυτά που το κάνουν τόσο βαθύ και σημαντικό. Όπως γράφει ο Matthew Gambino στο CatholicPhilly.com, “αυτός ο παράδοξος συνδυασμός είναι ο λόγος που αγαπώ το Πάσχα πολύ περισσότερο από τα Χριστούγεννα. Αυτή η κινητή εορτή της άνοιξης δεν γιορτάζει την αρχή της ζωής του Θεανθρώπου, αλλά την κατάκτηση του δικού του και του δικού μας πόνου. Το Πάσχα σηματοδοτεί την υπέρβαση του θανάτου, τον δρόμο που οδηγεί πέρα από αυτή τη ζωή στην αιωνιότητα με τον Πατέρα“.