Περιφορά του Επιταφίου - Ανάσταση - Πάσχα / Η θέση της γυναίκας ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

ΒΡΩΜΙΚΗ & ΑΜΑΡΤΩΛΗ – Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΟΥΤΕ ΦΕΤΟΣ…

Η κουλτούρα που διδάσκει ότι η γυναίκα είναι κατώτερη μπροστά στον Θεό, είναι η ίδια που διδάσκει ότι είναι κατώτερη παντού: στη δουλειά, στο σπίτι, στην πολιτική, στον δρόμο.

Δεν είμαι θεϊστής ή θρησκευόμενος, δεν πιστεύω στα θαύματα ούτε στη θεία Ανάσταση. Ωστόσο, παρατηρώ. Και αυτό που βλέπω κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, όταν οι εκκλησίες γεμίζουν και οι πιστοί συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν τη νίκη της ζωής απέναντι στον θάνατο, είναι μια έντονη αντίφαση που δύσκολα αγνοείται: η γυναίκα, για την οποία –λένε– ο Χριστός ήρθε στον κόσμο εξίσου με τον άντρα, παραμένει στο περιθώριο.

Κάθε Πάσχα, οι εκκλησίες “λούζονται” από φως, οι πιστοί ανάβουν κεριά, οι ιερείς μιλούν για αγάπη, ελπίδα, “νίκη της ζωής”. Μιλούν για Ανάσταση. Αλλά για ποιον ακριβώς; Γιατί η γυναίκα δεν ανασταίνεται ποτέ.

Στην κορύφωση της πιο ιερής στιγμής της Ορθοδοξίας, η γυναίκα είναι παρούσα –αλλά βουβή. Στέκεται πίσω, ταπεινά, σιωπηλά, γιατί “έτσι συνηθίζεται”. Δεν μιλάει, δεν ευλογεί, δεν διαβάζει από το Ευαγγέλιο, δεν έχει λόγο ούτε εξουσία. Η μόνη της “επαφή” με το θαύμα είναι μέσα από τη σιωπή της. Γιατί η Εκκλησία, η ίδια που διακηρύσσει “ίση σωτηρία”, φροντίζει να την κρατά αόρατη.

Πάσχα - Ανάσταση
istockphoto

Η θρησκεία της Ανάστασης είναι ταυτόχρονα και η θρησκεία του αποκλεισμού. Και δεν φταίει κάποια “παλιά παράδοση”, ούτε “θεϊκή εντολή” –φταίει ένα σύστημα που θεμελιώθηκε από άντρες, για άντρες, πάνω στο σώμα και τη σιωπή των γυναικών. Φταίει η πατριαρχία που ντύθηκε με ράσα και έμαθε να μιλάει για «θαύματα», μόνο όταν εκείνα εξυπηρετούν την εξουσία της.

Ας το παραδεχτούμε: Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η γυναίκα δεν ήταν ποτέ «η εικόνα του Θεού». Μπορεί να είναι η «βοηθός» ή «οικονόμος», αλλά ποτέ η ηγέτιδα. Αν αναρωτιέστε πώς είναι δυνατόν να συμβαδίζει αυτό με τα λόγια του Χριστού που κήρυττε αγάπη, ισότητα και τη διάλυση των κοινωνικών διακρίσεων, τότε το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να κοιτάξετε τη θέση της γυναίκας στο Ιερό Βήμα. Το «Ιερό» που συνεχώς αποκλείει το γυναικείο φύλο, επειδή δεν είναι αρκετά «καθαρό» κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου.

Στην πράξη, η Εκκλησία δεν χρειάζεται τη γυναίκα ως οντότητα. Την θέλει μόνο ως σύμβολο: Παναγία –αλλά όχι ιέρεια. Παρθένα –αλλά όχι αυτεξούσια. Θέλει τη γυναίκα να γεννάει αγίους, όχι να γίνει η ίδια κάτι ιερό. Όταν έχει περίοδο, είναι “ακάθαρτη”. Όταν γεννάει, “δεν κάνει να μπει στην εκκλησία για σαράντα μέρες”. Όταν σκέφτεται, όταν αμφισβητεί, όταν μιλά για θεολογία, αντιμετωπίζεται σαν απειλή. Μια καταδίκη, με μανδύα αγιοσύνης.

Αυτό δεν είναι πίστη. Είναι εξουσία. Και ο αποκλεισμός δεν είναι κάποιο λάθος στην ερμηνεία. Είναι ολόκληρη η δομή.

Το Πάσχα, λένε, είναι η γιορτή της αναγέννησης. Αλλά όσο η γυναίκα στέκεται βουβή έξω από τα ιερά, δεν γιορτάζουμε τίποτα. Μιλάμε για Ανάσταση, αλλά στην πραγματικότητα γιορτάζουμε μια διαρκή κηδεία της γυναικείας παρουσίας –ένα σύστημα που κρατά τη γυναίκα πίσω, σιωπηλή, πειθαρχημένη.

Αυτό που συμβαίνει στις εκκλησίες δεν είναι απλώς “θεολογική παράδοση”. Είναι ένας μηχανισμός ελέγχου. Κι αυτό δεν αφορά μόνο όσες/ους πιστεύουν -αφορά όλες/ους. Γιατί η κουλτούρα που διδάσκει ότι η γυναίκα είναι κατώτερη μπροστά στον Θεό, είναι η ίδια που διδάσκει ότι είναι κατώτερη παντού: στη δουλειά, στο σπίτι, στην πολιτική, στον δρόμο.

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Η Εκκλησία -ιδίως η Ορθόδοξη, αλλά και άλλες εκφάνσεις του Χριστιανισμού- ντύνεται με τον μανδύα της παράδοσης που θέλει τον άνδρα να βρίσκεται πάντα πάνω από τη γυναίκα. Είναι όμως αυτό μια θεολογική αλήθεια ή απλώς μια πατριαρχική κληρονομιά;

Πάσχα - Ανάσταση
INTIME

Μια από τις πλέον ριζοσπαστικές φωνές του φεμινιστικού θεολογικού στοχασμού υπήρξε η Mary Daly (1928–2010), Αμερικανίδα φιλόσοφος, θεολόγος και συγγραφέας, που αμφισβήτησε ριζικά τη δομή της πατριαρχικής Εκκλησίας και τη θεολογική της βάση. Η Daly δεν περιορίστηκε απλώς στην κριτική της ανισότητας μεταξύ των φύλων εντός του χριστιανικού πλαισίου –προχώρησε σε ένα θεμελιώδες ξήλωμα της ίδιας της έννοιας του Θεού όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα στην πατριαρχική θεολογία.

Στο εμβληματικό έργο της Beyond God the Father (1973), υποστήριξε πως ο Θεός, έτσι όπως παραδοσιακά παρουσιάζεται -αρσενικός, πατέρας, κυρίαρχος- είναι ένα κατασκεύασμα που αντικατοπτρίζει και ενισχύει την πατριαρχική εξουσία. Η φράση της «If God is male, then the male is God» έγινε σύνθημα για πολλές φεμινίστριες θεολόγους. Η Daly υποστήριξε πως η γλώσσα και οι εικόνες που χρησιμοποιούνται για τον Θεό, καθορίζουν βαθιά το πώς αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις εξουσίας και φύλου στην κοινωνία. Αν ο Θεός είναι πάντοτε “Αυτός”, τότε η θεϊκή εξουσία απονέμεται σταθερά στο αρσενικό.

Η Daly κάλεσε τις γυναίκες να απελευθερωθούν από τη «νεκρή γλώσσα» της πατριαρχικής θεολογίας και να επαναπροσδιορίσουν την πνευματικότητα έξω από τα όρια των παραδοσιακών Εκκλησιών. Δεν πρότεινε απλώς τη χειροτονία γυναικών ή τη συμμετοχή τους σε ανδρικά ιερατεία· ζητούσε την πλήρη αποσύνδεση από πατριαρχικά θρησκευτικά σχήματα και την ανάδυση μιας νέας, πνευματικής εμπειρίας που θα περιλαμβάνει τη γυναίκα.

Η στάση της Daly άνοιξε δρόμους για την αμφισβήτηση των αυτονόητων και συνέβαλε στη δημιουργία ενός λόγου που δεν ζητά απλώς “χώρο για τις γυναίκες” στην Εκκλησία, αλλά επαναπροσδιορίζει την ίδια τη φύση της πνευματικότητας, της εξουσίας και της θεότητας.

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΥΛΟ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΜΩΣ ΕΧΕΙ ΙΕΡΑΡΧΙΑ

Μια από τις πιο διαδεδομένες δικαιολογίες για τον αποκλεισμό των γυναικών από τον ιερατικό ρόλο είναι η επίκληση της «ιερής παράδοσης»: ότι, δηλαδή, ο Χριστός επέλεξε άνδρες ως αποστόλους και, επομένως, μόνο άνδρες μπορούν να γίνουν ιερείς. Όμως αυτή η αφήγηση έχει τρύπες -και η Elisabeth Schüssler Fiorenza, καθολική φεμινίστρια θεολόγος, φρόντισε να μας τις δείξει.

Η Fiorenza, σκάβοντας στα πρώτα στρώματα της χριστιανικής ιστορίας, αποκάλυψε κάτι εντελώς διαφορετικό: στις πρώτες κοινότητες του Χριστιανισμού, οι γυναίκες δεν ήταν απλές ακόλουθες, δεν ήταν απλώς «μαθήτριες» ή βοηθητικές μορφές στο περιθώριο. Ήταν προφήτισσες, ήταν διάκονοι, ήταν ηγέτιδες. Ήταν -και εδώ η λέξη είναι κομβική- απόστολοι.

Η περίπτωση της Ιουνίας είναι αποκαλυπτική: στο γράμμα προς τους Ρωμαίους (16:7), ο Παύλος χαιρετά την Ιουνία και τον Ανδρόνικο, αναγνωρίζοντάς τους ως «επίσημους μεταξύ των αποστόλων». Για αιώνες, αυτό πέρασε απαρατήρητο ή —ακόμη χειρότερα— αλλοιώθηκε: με μεταφραστικά τεχνάσματα, το όνομα «Ιουνία» μετατράπηκε σε «Ιούνιος», για να «χωρά» στην ανδρική αποκλειστικότητα. Η θεολογική αλήθεια θυσιάστηκε για να διασωθεί η πατριαρχική δομή.

Η Fiorenza επιμένει: ο αποκλεισμός των γυναικών δεν είναι θεολογικά κατοχυρωμένος· είναι ιστορικό κατασκεύασμα. Προέκυψε καθώς ο πρώιμος ριζοσπαστισμός του χριστιανικού κινήματος υποχώρησε μπροστά στην ανάγκη εναρμόνισης με τον πατριαρχικό ρωμαϊκό κόσμο. Ο θεσμικός χριστιανισμός εντάχθηκε στην πατριαρχική τάξη, και το ανδρικό ιερατείο έγινε εργαλείο εξουσίας, όχι πίστης.

Το έργο της Fiorenza -ειδικά το In Memory of Her- έρχεται να ανασυνθέσει μια ιστορία αποκλεισμών, και να τοποθετήσει τις γυναίκες στην καρδιά της εκκλησιαστικής ζωής. Όχι ως εξαίρεση, αλλά ως αρχή. Όχι ως σκιά, αλλά ως φως.

Πάσχα - Ανάσταση
istockphoto

Αν η θεολογία επιμένει πως “εν Χριστώ ουκ ένι άρσεν και θήλυ” (Γαλ. 3:28), γιατί η Εκκλησία αγνοεί αυτό το μήνυμα; Η φεμινιστική θεολογία δεν ζητά απλώς “περισσότερες γυναίκες στην ιεροσύνη” -ζητά αναθεώρηση των ίδιων των θεσμικών και δογματικών πλαισίων που στηρίζονται σε ιεραρχίες εξουσίας και αποκλεισμού.

Στις Αγγλικανικές και Λουθηρανικές Εκκλησίες, η χειροτονία γυναικών εφαρμόζεται ήδη από τις δεκαετίες του ’70 και ’80. Στην Εκκλησία της Αγγλίας, η πρώτη γυναίκα επίσκοπος χειροτονήθηκε το 2015 (Libby Lane). Κι όμως, ο Ορθόδοξος κόσμος μένει αμετακίνητος -όχι επειδή δεν αλλάζουν οι καιροί, αλλά επειδή δεν θέλει να αλλάξει η εξουσία.

Ο φεμινισμός -και ο φεμινιστικός Χριστιανισμός ειδικότερα- δεν διεκδικεί μόνο δικαιώματα. Διεκδικεί μεταμόρφωση της ίδιας της σχέσης με το Ιερό. Όπως έγραψε η Letty M. Russell, φεμινίστρια θεολόγος και συγγραφέας, «η ελπίδα μας δεν είναι η ενσωμάτωση στο υπάρχον, αλλά η ανατροπή του για να γίνει κάτι καινούργιο» (Russell, 1985).

ΓΥΝΑΙΚΑ, ΜΙΑ “ΥΠΑΡΞΗ ΕΝ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ”

Όσες γυναίκες συμμετέχουν ενεργά στον εκκλησιαστικό βίο -είτε ως πιστές είτε ως θεολόγοι, κατηχήτριες, ερευνήτριες- γνωρίζουν πολύ καλά το αόρατο βλέμμα που τις συνοδεύει. Η αίσθηση είναι βαθιά και διαρκής: είσαι δεύτερη. Σαν να μπήκες σε έναν χώρο που προοριζόταν για κάποιον άλλον. Σαν να είσαι φιλοξενούμενη στο ίδιο σου το σπίτι. Οι άντρες καλούνται να υπηρετήσουν. Οι γυναίκες να υπηρετήσουν τους άντρες που υπηρετούν. Οι άντρες «λειτουργούν». Οι γυναίκες «υπηρετούν».

Η παράδοση της Εκκλησίας που εμποδίζει τις γυναίκες να εισέλθουν στο Ιερό, να διακονούν, να διδάσκουν ή να προΐστανται, έχει τις ρίζες της όχι τόσο στην Καινή Διαθήκη όσο σε μια ιστορικο-πολιτισμική κληρονομιά. Οι κοινωνίες της αρχαιότητας ήταν κατά κανόνα πατριαρχικές, και η Εκκλησία εναρμονίστηκε με τις αντιλήψεις της εποχής για να επιβιώσει.

Τι κι αν ο Χριστός αγκαλιάζει τη Σαμαρείτιδα (Ιω. 4), υπερασπίζεται τη μοιχαλίδα (Ιω. 8), θεραπεύει τη συγκύπτουσα (Λουκ. 13), αφήνεται να τον διακονήσει η Μάρθα και η Μαρία. Τι κι αν ο Παύλος εξυμνεί τις αρετές της Πρίσκιλλας, της Ιουνίας, της Φοίβης —γυναικών που διδάσκουν, προΐστανται, εργάζονται ως διάκονοι, αποστολικές μορφές (Ρωμ. 16). Οι άνδρες της σημερινής Εκκλησίας επιλέγουν να αγνοούν αυτά τα παραδείγματα, εγκλωβισμένοι σε μια πίστη που θέλει τη γυναίκα σιωπηλή, βρώμικη, αμαρτωλή -πάντοτε πίσω τους.

Πάσχα - Ανάσταση
Alexandros Michailidis / SOOC

Πότε, λοιπόν, μεταστράφηκε το Ευαγγέλιο σε κώδικες αποκλεισμού;

Η απαγόρευση στις γυναίκες να εισέρχονται στο Ιερό Βήμα στηρίζεται συχνά σε συμβολισμούς περί καθαρότητας, τάξης και ιεραρχικής δομής. Όμως στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, όλοι συμμετείχαν γύρω από το κοινό τραπέζι. Δεν υπήρχε διαχωρισμός, δεν υπήρχε απαγόρευση. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπογράμμισε πως το Σώμα και Αίμα του Χριστού δεν κάνει διακρίσεις φύλου. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας μίλησε για την πλήρη συμμετοχή όλων στη Θεία Λειτουργία. Πώς, λοιπόν, μπορεί να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός ενός σώματος από το Ιερό, όταν ο Θεός έγινε σώμα για να το αγιάσει;

Η άποψη ότι η γυναίκα είναι «ακάθαρτη» κατά την έμμηνο ρύση αποτελεί ίσως το πιο διαδεδομένο και θεολογικά σαθρό επιχείρημα για τον αποκλεισμό της. Αντανακλά τη διείσδυση παλαιοδιαθηκικών, ακόμη και ειδωλολατρικών, αντιλήψεων περί ρύπου στην εκκλησιαστική ζωή. Η Ορθόδοξη θεολογία, όπως διαμορφώθηκε στους Πατέρες, δεν βλέπει τη φυσική βιολογία ως αμαρτωλή. Ο Χριστός αγγίζει τη γυναίκα με την αιμορραγία και τη θεραπεύει (Ματθ. 9:20-22) -δεν «μολύνεται».

Κι όμως, μέχρι και σήμερα, πολλές γυναίκες νιώθουν ντροπή να εισέλθουν στην εκκλησία ή να κοινωνήσουν τις ημέρες της περιόδου. Πρόκειται για μια θεολογική διαστρέβλωση, βαθιά ηθικά και ποιμαντικά επιζήμια. Αν η Χάρη του Θεού είναι άπειρη, πώς μπορεί να εμποδίζεται από την έμμηνο ρύση;

Υπάρχουν γυναίκες που έχουν σπουδάσει, διδάξει, ερευνήσει και διακονήσει θεολογικά. Κι όμως, σπανίως τους δίνεται δημόσιος λόγος. Παραμένουν αθέατες, αποκλεισμένες από συνέδρια, ημερίδες, ομιλίες και συχνά αντιμετωπίζονται με καχυποψία -ως βοηθητικό προσωπικό και όχι ως θεολόγοι.

ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Αν η Εκκλησία επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως «Σώμα Χριστού», τότε κάθε αποκλεισμός δεν είναι απλώς πράξη αδικίας, αλλά διάλυση της ίδιας της εκκλησιολογικής της υπόστασης. Η θεολογία του Σώματος του Χριστού (1 Κορ. 12:27) υποδηλώνει ότι κάθε μέλος του σώματος είναι αναγκαίο και ισότιμο για τη λειτουργία του συνόλου. Όταν η Εκκλησία επιλέγει να αποκλείει τις γυναίκες από κεντρικούς ρόλους, δεν απλώς παραβιάζει την ίδια την εκκλησιολογία της, αλλά παραβιάζει το μήνυμα της ισότητας και της ενότητας που διακηρύσσει το Ευαγγέλιο (Γαλάτες 3:28). Η απουσία των γυναικών δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικής αδικίας, αλλά μια θεολογική ανωμαλία, διότι αυτό το «Σώμα» δεν λειτουργεί χωρίς όλες τις φωνές του.

Το πρόβλημα δεν είναι η επιθυμία των γυναικών να καταλάβουν ρόλους εντός της Εκκλησίας, αλλά ο αποκλεισμός τους από τη διακονία και τις ιερατικές θέσεις. Η γυναίκα αποκλείεται επειδή το φύλο της θεωρείται εμπόδιο στην πνευματική της αξία. Αυτό δεν στηρίζεται σε θεολογική αλήθεια, αλλά σε ιστορικές και κοινωνικές κατασκευές που έχουν επιβληθεί από πατριαρχικές δομές (Bauer, 2017). Η φεμινιστική θεολογία, αντιθέτως, δεν επιδιώκει εξουσία, αλλά αναγνώριση της ισότητας και της αξίας της γυναίκας ως πλήρους μέλους του σώματος της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία, στην ορθόδοξη παράδοση, συνεχίζει να περιορίζει τη γυναίκα στο ρόλο του «βοηθητικού μέλους», αποκλείοντας τη δυνατότητα ιεροσύνης. Αυτός ο περιορισμός δεν είναι θεολογικά αναγκαίος και συχνά στηρίζεται σε κακομεταχειρισμένες ερμηνείες βιβλικών κειμένων (Lev. 12:2-5, 1 Τιμ. 2:12). Αντίθετα, οι σύγχρονες θεολογικές αναλύσεις επισημαίνουν ότι οι ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν τα κείμενα δεν αντανακλούν τις ανάγκες ή τις αξίες της σύγχρονης εκκλησιαστικής κοινότητας (Schüssler Fiorenza, 2002).

Επιπλέον, η θεολογική παραδοχή ότι η γυναίκα είναι «ακάθαρτη» λόγω της περιόδου (Lev. 15:19) και της γέννας (Lev. 12:2-5) είναι μία παράδοση που στηρίζεται σε παλαιότερες κοινωνικές αντιλήψεις για τη «σαρκικότητα» και την «πνευματική ακαθαρσία». Ωστόσο, σύγχρονη θεολογία και ψυχολογία καταδεικνύουν ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι επιστημονικά αβάσιμες και διαστρεβλώνουν το μήνυμα της αγάπης και της αποδοχής που υποτίθεται ότι προάγει η Εκκλησία. Επιπλέον, η βιολογία της γυναίκας μετατρέπεται σε αιτία αποκλεισμών, γεγονός το οποίο είναι εντελώς παράλογο.

Η συστημική αυτή αποσιώπηση της γυναίκας δεν περιορίζεται μόνο στον θρησκευτικό χώρο. Οι κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις, όπως αυτές που εκφράζονται στις θεωρίες της κοινωνικής αναπαραγωγής (Bourdieu, 1998), δείχνουν πως οι γυναίκες παραμένουν περιορισμένες σε ρόλους μητέρας και φροντίστριας, ενώ οι ίδιοι οι θεσμοί της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας, ενισχύουν και συντηρούν αυτή την κατάσταση. Οι γυναίκες καλούνται να αποδείξουν συνεχώς την αξία τους, είτε στο σπίτι, είτε στη δουλειά, είτε στην πολιτική ζωή, αντιμετωπίζοντας διαρκώς τις περιορισμένες προσδοκίες που τους θέτει η κοινωνία.

Η γυναίκα, λοιπόν, δεν επιθυμεί μόνο την ίση μεταχείριση, αλλά το δικαίωμα να καθορίσει τον ρόλο της και τη ζωή της. Το φύλο δεν είναι μόνο βιολογικό δεδομένο, αλλά και κοινωνική κατασκευή. Η γυναίκα δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένη να είναι παθητική θεατής στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά ενεργό υποκείμενο που συμμετέχει στην πνευματική ζωή και την κοινότητα με ισότιμο δικαίωμα να εκφράζει την πίστη της.

Η ανισότητα που υφίστανται οι γυναίκες στην Εκκλησία, όπως και στην κοινωνία, δεν είναι απλώς ένα θέμα «δικαιωμάτων», αλλά θέμα δικαιοσύνης. Ο φεμινιστικός αγώνας για την ισότητα είναι, κατ’ ουσίαν, αγώνας για την αποκατάσταση της πλήρους ανθρώπινης αξίας της γυναίκας. Εφόσον η Εκκλησία αρνείται την πλήρη συμμετοχή της γυναίκας, δεν αποτυγχάνει μόνο ως θεσμός. Αποτυγχάνει στην ίδια την αποστολή της, γιατί παραβιάζει το βασικό της μήνυμα: την ελπίδα της Ανάστασης και της ισότητας.

Η Ανάσταση, αν έχει κάποιο νόημα πέρα από το τελετουργικό, θα έπρεπε να αφορά αυτήν την αποκατάσταση. Όχι τη μεταφυσική ζωή, αλλά τη ζωή εδώ, τώρα -εκεί όπου η μισή ανθρωπότητα παραμένει αόρατη. Αν η Εκκλησία δεν μπορεί να δει το φως σε αυτή τη γυναίκα, τότε δεν υπηρετεί καμία Ανάσταση. Υπηρετεί μόνο την αναπαραγωγή της ανισότητας.

Ίσως η πραγματική Ανάσταση να μην έρθει μέσα από κάποια θεϊκή επέμβαση, αλλά από την κοινωνική αλλαγή. Από την ημέρα που καμία γυναίκα δεν θα χρειάζεται άδεια για να σταθεί στο κέντρο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα