ΤΣΑΙ, ΣΕΞ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ: ΤΟ RIVALS ΕΙΝΑΙ Η ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΗΣ ΦΕΤΙΝΗΣ ΣΕΖΟΝ
Ένα Succession στη βρετανική επαρχία των 80s. Μόνο που εδώ, στο φινάλε, τους πρωταγωνιστές δε γίνεται να μην τους συμπαθήσεις.
Καθηλωθήκαμε με το Succession, το υποκαταστήσαμε με το Industry, οι πιο εθισμένοι βούτηξαν στο σχετικά άγνωστο νορβηγικό Exit. Γιατί, και ίσως πρέπει να το κοιτάξουμε αυτό, μας τραβάνε οι ιστορίες των σιχαμερά πλούσιων του 1%, των αχαλίνωτα φιλόδοξων του λονδρέζικου City, των διεφθαρμένων golden boys στο νορβηγικό Βορρά. Δεν το θελαμε vanilla, το θέλαμε πιο αυθάδες, πιο σκοτεινό, όλο και πιο αμοράλ. Οι πρωταγωνιστές μας πάντα να προκύπτουν στα πιο χαμηλά τους ένστικτα (ενώ απευθύνονται στα αντίστοιχα δικά μας) και φυσικά να μπορούν να προσβάλλουν ο ένας τον άλλον με απίθανη ευρηματικότητα κι ανεξάντλητο απόθεμα σε δηλητηριώδεις ατάκες.
Το δικαιολογήσαμε στον εαυτό μας, υποστηρίζοντας ότι αυτές οι σειρές (όχι και τόσο μακρινοί απόγονοι του Λύκου της Wall Street και του Wall Street σκέτο) ασκούν κριτική στον σύγχρονο υπερκαπιταλισμό περιγράφοντας το τέρας που ξυπνά στα ανθρώπινα γραναζια του. Κρύβοντας επιμελώς ότι ίσως αυτό το τέρας είναι που τελικά μας γοητεύει, κι όχι τελικά αυτό που αποστρεφόμαστε.
Σε κάθε περίπτωση, η δράση φέρνει αντίδραση. Το αιχμηρό αποζητά το ανακουφιστικό. Κι όσο -αν πάρουμε τη φετινή τηλεοπτική σεζόν μόνο- το Penguin μάζεψε το χειροκρότημα συνδυάζοντας το σύμπαν του Batman με εκείνο των Sopranos και το Monsters έγινε viral βάζοντάς μας να αναρωτηθούμε «τελικά, το έκαναν ή όχι τα αδέρφια Μενέντεζ;», η αξία εκείνου του σίριαλ που θα γυρίσεις κουρασμένος στο σπίτι και θα βάλεις ένα επεισόδιο για να νιώσεις ευχάριστα παραμένει ανεκτίμητη. Και δε μιλάμε για σειρές αυτοβελτίωσης τύπου Ted Lasso, αλλά για μια κωμωδία που είναι πικάντικη, σέξι και ιντριγκαδόρικη.
Αυτό ακριβώς το comfort TV είναι που προσφέρει η τηλεοπτική έκπληξη της φετινής σεζόν, το βρετανικό Rivals που πέταξε κάτω από τα ραντάρ του hype αλλά αξίζει και με το παραπάνω να εντοπιστεί από τις κεραίες σας.
Βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα που έγραψε το 1988 η βρετανίδα Τζιλ Κούπερ, 87 ετών σήμερα. Η Κούπερ εδώ και 40 χρόνια έχει φανταστεί ένα σύμπαν χαρακτήρων που ζει στην επινοημένη βρετανική κομητεία του Rutshire. 11 βιβλία εξελίσσονται εκεί με τους ήρωες να μπαινοβγαίνουν, αλλά το μοτίβο να παραμένει ίδιο: μικρά σκάνδαλα στις μικρές κοινωνίες των Cotswolds της νοτιοδυτικής Αγγλίας.
Στους Ανταγωνιστές, που ξεκινούν το 1986 στο απόγειο της διακυβέρνησης Θάτσερ, οι βασικοί ήρωες είναι τρεις:
– ο αδέσμευτος δημοσιογράφος Ντέκλαν Ο’ Χάρα που δεν ανέχεται τις παρεμβάσεις στο BBC κι αποσύρεται στην επαρχία μαζί με την απρόθυμη Μοντ, την ηθοποιό σύζυγό του τη Μοντ και τις δύο κόρες – όλοι μαζί συγκροτούν μια πολύ ενδιαφέρουσα, προοδευτική κι απελευθερωμένη οικογένεια
– ο πρώην πρωταθλητής στην ιππασία και νυν υπουργός της Θάτσερ, Ρούπερτ Κάμπελ-Μπλακ, στην πραγματικότητα ο τοπικός ζεν πρεμιέ που έχει κοιμηθεί μάλλον με όλες τις γυναίκες της κομητείας ανεξάρτητα από το αν είναι παντρεμένες ή όχι
– το αφεντικό του τοπικού ιδιωτικού καναλιού, Λόρδος Τόνι Μπάντιγχαμ, τον οποίο υποδύεται ο πάντα εξαιρετικός Ντέιβιντ Τένναντ καπνίζοντας ένα τεράστιο πούρο κι έχοντας τη σιγουριά ότι ελέγχει το τοπικό power game.
Οι σχέσεις τους, όπως καταλαβαίνετε από τον τίτλο, περνάνε από διάφορες διακυμάνσεις με τον έλεγχο του καναλιού να βρίσκεται στο επίκεντρο. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες: ένας τοπικός βιομήχανος με αρκετά απωθημένα (κάπως αγνώριστος ο cult Ντάνι Ντάιερ των Football Factory και Human Traffic), μια δειλή συγγραφέας με ακόμα περισσότερα καταπιεσμένα ένστικτα, παρουσιαστές κυριολεκτικά Β΄Εθνικής, έφηβοι με πάθη κι ερωτήματα και μια αδίστακτη uber hot παραγωγός από την Αμερική. Γύρω τους αναπτύσσεται, με έναν απόλυτα φαρσικό τρόπο, η ζωή της μπουρζουαζίας στην επαρχία: παλιά κάστρα που είναι δυσλειτουργικές επαύλεις, ιππασία και κυνήγι, πόλο (εκείνο με τ’ άλογα, όχι το άλλο με τα σκουφάκια) και κροκέ, μεγάλα τραπέζια και βαριοί πολυέλαιοι, μαζί με τον χαρακτηριστικό ήχο από ένα ακόμα μπουκάλι σαμπάνιας που μόλις άνοιξε. Φυσικά, για να αντισταθμίζεται η τόση βαρεμάρα έχουμε απιστίες, ίντριγκες, συμμαχίες και λυκοφιλίες, χωρίς να χάνεται ούτε στιγμή η όρεξη των ξαναμμένων πρωταγωνιστών-στριών για ένα ακόμα σεξουαλικό υπονοούμενο διατυπωμένο με υπέροχους αγγλισμούς.
Γενικά, το σεξ είναι καθοριστικό για τη σειρά, από τη γλώσσα μέχρι τις ερωτικές σκηνές (τι θα λέγατε για γυμνο τένις;) διατηρείται ανέπαφο το «άτακτο» πνεύμα των βιβλίων (παρότι η σειρά γυρίστηκε για λογαριασμό του Disney+ δεν είναι “Disneyfied” όπως έγραψε ο Guardian). Ίσως γιατί μας γυρίζει στην εποχή που το σεξ άρχιζε να γίνεται περίπλοκο, κάπου ακούγεται και η λέξη AIDS. Κι από την άλλη, το Rivals στάζει 80s χωρίς ακριβώς να καίγεται να τα αναπαραστήσει: από τις υπερατλαντικές πτήσεις με Concorde στην αίσθηση της πανταχού παρούσας υπερβολής π.χ. σε ντυσίματα και κομμώσεις, κι από την πίστη στο άπληστο όνειρο της «αμαρτωλής δεκαετίας» στην πολιτική ορθότητα της εποχής (για την ακρίβεια, στην έλλειψή της).
Οι ήρωες του Rivals, αναπολογητικά Θατσερικοί που ζουν σε μια φούσκα μακριά από τους τσαλαπατημένους της εποχής της, μοιάζουν με κάποιους από τους ήρωες του Τζόναθαν Κόου στο Τι Ωραίο Πλιάτσικο! (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ). Στο πιο camp, έστω. Και δε μοιάζουν καθόλου στις μοντέρνες αμοράλ σειρές που λέγαμε στην αρχή. Γιατι εδώ, στο τέλος της ημέρας, δε γίνεται να μην τους συμπαθήσεις.
Το Rivals στριμάρει στο Disney+