ΤΣΟΥΛΑΚΙΑ: ΠΩΣ ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ ΕΓΙΝΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Το Magazine ρώτησε τη βραβευμένη σκηνοθέτη Δέσποινα Μαυρίδου για το coming of age σινεμά που αγαπά και για το πώς δημιουργήθηκε η ταινία της.

«Εμένα σ ‘αυτό το σινεμά μού είναι οικεία αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση, αυτή η συνειδητοποίηση ότι κάτι έχει αλλάξει μέσα μας ανεπιστρεπτί. Ένας μικρός θάνατος», λέει η Δέσποινα Μαυρίδου, σκηνοθέτης μιας από τις πιο πολυσυζητημένες ελληνικές ταινίες φέτος.

Μπορεί μια μικρού μήκους σπουδαστική ταινία να είναι ένα από τα κορυφαία δείγματα εγχώριου σινεμά; Αυτό έκανε η Δέσποινα Μαυρίδου, σκηνοθετώντας ένα σενάριο της Καλλιόπης Αραμπατζή, δίνοντάς μας ένα μικρού μήκους coming of age φιλμ που καταφέρνει να αφήσει το ολόδικό του αποτύπωμα σε ένα είδος που έτσι κι αλλιώς –λόγω της φύσης των ιστοριών που λέει– πάντοτε ευνοούσε την ανάδειξη νέων φωνών.

Τα Τσουλάκια παίχτηκαν πέρσι στη Δράμα και σάρωσαν στο Διαγωνιστικό των σπουδαστικών ταινιών. Γρήγορα εξελίχθηκε στο απόλυτο must εκείνων των ημερών, έγινε εκείνη η ταινία (πάντα υπάρχει στα φεστιβάλ) που όλοι αναφέρουν ενθουσιωδώς στους υπόλοιπους στα πηγαδάκια κάθε βράδυ. Άρεσε, εντυπωσίασε, ξεχώρισε και γρήγορα αγκαλιάστηκε από τον κόσμο και από το τοπικό κύκλωμα: Το τιμ της ταινίας γύρισε το νέο σποτάκι του Κέντρου Κινηματογράφου, το φιλμ παίχτηκε στον κινηματογράφο Άστορ σε μια ειδική προβολή, πριν λίγες μέρες κέρδισε το Ίρις Σπουδαστικής Μικρού Μήκους της χρονιάς, και τώρα κάνει κι ένα κινηματογραφικό πέρασμα– κάτι πολύ δύσκολο γενικώς για μικρού μήκους ταινίες, πόσο μάλλον για μια σπουδαστική, δίχως δηλαδή μεγάλα αναγνωρίσιμα ονόματα από πίσω.

Τι είναι όμως η ταινία αυτή;

Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης για τις ζωές δύο διαμετρικά αντίθετων αδελφών και τις αποφάσεις που καλούνται να πάρουν στη διάρκεια μιας νύχτας. Η μία είναι μεγαλύτερη, υπεύθυνη, διαρκώς συνοφρυωμένη, κι η άλλη μικρότερη, φανταχτερή, ονειρεύεται πως θα κάνει λιπσυνκ τις Hi-5 και θα γίνει διάσημη. Τις παίζουν οι Ελίνα Τσιορμπατζή και Ελένη Γεωργάκη, η καθεμιά με το δικό της απόλυτα ταιριαστό και αναγνωρίσιμο τρόπο.

Γράφαμε μετά την περσινή Δράμα πως «η Δέσποινα Μαυρίδου υφαίνει ένα φθαρμένα πολύχρωμο, συναισθηματικό κολάζ δύο ζωών, παίζοντας με το χρόνο και την αίσθηση συστολής ή διαστολής που κάθε στιγμή αποκτά όταν φωλιάζει μες στην ψυχή μας. Πάνω σε ένα σενάριο (της Καλλιόπης Αραμπατζή) που διαχειρίζεται προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες, και μια δράση που μετακινείται στο χώρο και υπό μία έννοια και στο χρόνο, η Μαυρίδου καταφέρνει με σιγουριά στο βλέμμα και τον ρυθμό της αφήγησής της να πατά σε όλες τις στιγμές και όλα τα αισθήματα την ίδια στιγμή, συντρίβοντας χρόνους και πραγματικότητες σε μια μοναδική φιλμική στιγμή».

Λεπτομέρειες οικογενειακής ιστορίας, εμμονές ποπ κουλτούρας, αποκόμματα σε κάποιον τοίχο, τα πάντα ένα κολάζ βιωμάτων, αναμνήσεων, ευσεβών πόθων και ιστοριών που ανταλλάσουμε μεταξύ μας για να νιώσουμε καλύτερα, για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Ένα αισθητικά φιλόδοξο εγχείρημα στο οποίο συνεισφέρει τα μέγιστα η σκηνογραφία των Εύας Κουρελιά και Ελένης Σάμπρη που ζωντανεύει τους χώρους του δράματος δίνοντάς τους τη στόφα μιας ανάμνησης– χώροι είτε πάρα πολύ απειλητικοί, είτε πάρα πολύ ποπ.

Καθώς η ταινία θα παιχτεί στο Σινέ Αλεξάνδρα πριν την προβολή των 21.00 του Black Stone στις 17, 18 και 19 Ιουλίου, και πριν αρχίσει να στριμάρει στο Cinobo από τις 18 του μήνα, το Magazine μίλησε με τη σκηνοθέτη Δέσποινα Μαυρίδου για το πώς φτιάχτηκε η ταινία, για το πώς εξέπληξε και την ίδια, και για το coming of age σινεμά που αγαπά.

Δέσποινα Μαυρίδου

Πόσο προσωπική είναι η ταινία; Από πού δηλαδή προήλθαν οι βασικές ιδέες και τα πρόσωπα και γιατί ήθελες να την κάνεις;
Το σενάριο είναι της Καλλιόπης Αραμπατζή. Κι απ’ όσο έχουμε συζητήσει έχει στοιχεία από τα βιώματά της. Όταν το πρωτοδιάβασα, αν και σε λίγο διαφορετική μορφή τότε, ήταν πάρα πολύ οικεία αυτή η βασική σχέση των δύο κοριτσιών για μένα. Είχε τη δυναμική της σχέσης που είχα με τη δική μου αδερφή. Ο βασικότερος λόγος που ήθελα να τη σκηνοθετήσω ήταν αυτός κι επίσης το γράψιμο της Καλλιόπης, η ζωντάνια των διαλόγων της, το πώς μπορεί μέσα σε μια σκηνή να γυρίσει από κάτι πολύ αστείο σε κάτι πολύ συγκινητικό.

Και τεχνικά και αφηγηματικά είναι μια πολύ πυκνή ταινία, γεμάτη πληροφορία, λεπτομέρειες χαρακτήρων, διαφορετικούς χώρους, λεπτομερή σκηνογραφία, κουστούμια, προσωπικά items για τις δύο ηρωίδες. Ήταν κάτι που εξαρχής το συνέλαβες ως κάτι τόσο λεπτομερές ή εξελίχθηκε με αυτό τον τρόπο σταδιακά; Πώς χτίστηκε όλος αυτός ο κόσμος;
Υπήρχε σίγουρα αρκετή πληροφορία ήδη απ’ το σενάριο. Κι από συζητήσεις που κάναμε με την Καλλιόπη και με όλη την ομάδα. Πιστεύω αυτό βοήθησε πάρα πολύ στο να χτιστεί ο κόσμος της ταινίας. Αυτές οι πολύωρες συναντήσεις για το κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει το ένα ή το άλλο. Ήθελα κι εγώ εξαρχής το κάθε τι να έχει τη σημασία του και επέμεινα πολύ σ’ αυτό. Η Εύα και η Ελένη που έκαναν τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία ήταν απόλυτα συντονισμένες σ’ αυτό το σκεπτικό. Είχα ξανασυνεργαστεί μαζί τους και ήμουν σίγουρη πως θα έκαναν κάτι πολύ όμορφο. Έφεραν κι εκείνες στοιχεία δικά τους στην ταινία, η Ελένη όταν βλέπει τo σαλόνι των κοριτσιών συγκινείται και γελάμε γιατί λέει χαρακτηριστικά πως είναι σαν να βλέπει το παλιό της σπίτι στη Θεσσαλονίκη!

Με τις δύο πρωταγωνίστριες τι συζητήσεις είχες ως προς τη σύνθεση των χαρακτήρων τους; Τους έδωσες σημεία αναφοράς; Είχαν ευχέρεια να να φτιάξουν οι ίδιες τις ηρωίδες τους;
Ό,τι και να είχα στο μυαλό μου πριν τις πρόβες ποτέ δεν το κλείδωνα. Αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία για μένα ήταν να υπάρχει μία φυσικότητα στην ερμηνεία και έψαχνα πάντα να βρω τον τρόπο με την καθεμία να το βοηθήσω αυτό. Κάναμε πολλές συζητήσεις για τη σχέση τους και τη δυναμική της κάθε σκηνής, δοκιμάζαμε διάφορα, αναθεωρούσαμε, δοκιμάζαμε κάτι άλλο. Το χτίσαμε μαζί θεωρώ. Βοήθησε πολύ το ότι λόγω περιορισμών covid αργήσαμε να ξεκινήσουμε γυρίσματα, δεν έγινε τίποτε βιαστικά. Κάναμε πολλές πρόβες για τα δεδομένα μίας πτυχιακής ταινίας. Τα κορίτσια είχαν το χρόνο να γνωριστούν καλά και το ενδιαφέρον είναι ότι από ένα σημείο και μετά η σχέση τους θύμιζε λιγάκι Θέμη και Μάτι.

Υπάρχουν ταινίες ή σκηνοθέτες που είχες στο μυαλό σου φτιάχνοντας τη δική σου; Ή ταινίες που γενικότερα κρατάς ενδεχομένως ως σημείο αναφοράς;
Είχα έντονα στο μυαλό μου τη δουλειά της Άντρεα Άρνολντ και του Σον Μπέικερ. Αυτές ήταν και οι κοινές μας αναφορές με την Καλλιόπη που έγραψε το σενάριο. Λατρεύω να βλέπω το Wasp, το Fish Tank, το American Honey, το Florida Project, το Tangerine είναι επίσης ένα αριστούργημα.

Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο είδος και σημαντικό, το coming of age – υπάρχουν πράγματα που συνήθως κοιτάς και αναγνωρίζεις ως οικεία σε ένα τέτοιο σινεμά; Υπάρχουν πράγματα που συνήθως σε πετάνε έξω; Ειδικά από τη στιγμή που για πολλούς δημιουργούς (αλλά και θεατές) προκύπτει ένα τρομερά προσωπικό δέσιμο με τέτοιες ιστορίες.
Ναι φυσικά υπάρχουν οικεία πράγματα στις coming of age ταινίες. Γι’ αυτό είναι τόσο εύκολο να συνδεθεί κανείς μ’ αυτές. Εμένα σ ‘αυτό το σινεμά μού είναι οικεία αυτή η γλυκόπικρη αίσθηση, αυτή η συνειδητοποίηση ότι κάτι έχει αλλάξει μέσα μας ανεπιστρεπτί. Ένας μικρός θάνατος.

Με πετάει έξω όταν οι χαρακτήρες είναι δοσμένοι μέσα από μία υπερβολικά “ενήλικη” και ηδονοβλεπτική ματιά.

Τι σε δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη δημιουργία της ταινίας; Σε οποιοδήποτε στάδιο;
Το άγχος που κουβαλούσα μέχρι και τελευταία στιγμή αν θα τα καταφέρουμε να ολοκληρώσουμε την ταινία. Δεν ήταν δεδομένο. Είχαμε και πολλές αναποδιές που όλο μας πήγαιναν πίσω. Οικονομικές δυσκολίες, κακό timing, ο κορονοϊός και πολλά άλλα. Κάνα δυο φορές φτάσαμε στο σημείο να συζητήσουμε μήπως να τα παρατήσουμε. Κι εγώ έπρεπε μέσα σε όλο αυτό να μπορώ να είμαι δημιουργική και όχι απλά διεκπεραιωτική. Αυτό με ζόρισε περισσότερο απ’ όλα.

Υπήρξε κάτι που σε εξέπληξε με κάποιο τρόπο; Το οποίο πήγε διαφορετικά από ό,τι περίμενες ή από το οποίο να έμαθες κάτι καινούριο;
Με εξέπληξε το πώς βρέθηκαν λύσεις σε προβλήματα που φαινόντουσαν άλυτα!

Οι αντιδράσεις υπήρξαν από την πρώτη στιγμή τρομερά θετικές, με τα βραβεία, με το word of mouth, ακόμα και το σποτάκι του Κέντρου. Τι κρατάς από όλο αυτό το response, τι σου λέει εσένα;
Να πω την αλήθεια ακόμη το επεξεργάζομαι. Δεν το περίμενα κιόλας καθόλου πως θα έχει τόσο καλή πορεία η ταινία. Έπεσα με τα μούτρα να τη δουλεύω που δεν σκεφτόμουν καθόλου το μετά, ούτε βραβεία, ούτε τίποτα. Μου ‘ρθε κάπως ξαφνικό. Εννοείται πως έχω χαρεί όσο δεν πάει, και για μένα και για όλους στην ομάδα. Υπάρχει και το άγχος για το μέλλον βέβαια, για το από δω και πέρα.

Υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αντίδραση που συγκρατείς περισσότερο;
Κρατάω πολύ έντονα την αντίδραση μίας φοιτήτριας του LMU, ενός πανεπιστημίου του Λος Άντζελας όπου παρουσιάσαμε τα Τσουλάκια (στα πλαίσια του LAGFF). Είπε πως συγκινήθηκε πολύ με αυτή τη σχέση των δύο κοριτσιών κι αυτό κάπως μου έμεινε. Γενικά το ότι είμασταν σ’ ένα ξένο μέρος, τόσο μακρινό, με ανθρώπους που δεν μιλούσαν γρι ελληνικά (εντάξει τουλάχιστον οι φοιτητές), ν’ ακούμε πως συνδέθηκαν κάπως με την ταινία μας δεν θα το ξεχάσω.

Με την επιτυχία της ταινίας άλλαξαν καθόλου τα δεδομένα για σένα ως προς την ενασχόλησή σου με το σινεμά; Τι πλάνα έχεις για το μέλλον; Υπάρχει κάποιο πρότζεκτ στο οποίο δουλεύεις τώρα;
Πήρα λίγη φόρα, δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει, πάντως εξακολουθώ να θέλω πολύ να κάνω σινεμά.

Προσπαθώ να οργανώσω τη ζωή μου ώστε να μπορώ να κάνω αυτό (δεν είναι κι εύκολο).

Αυτή την περίοδο γράφω ένα σενάριο, κάτι που θα ήθελα πολύ να προχωρήσει όμως έχει δρόμο ακόμα.

Τα Τσουλάκια θα προβληθούν 17, 18 και 19 Ιουλίου στο Σινέ Αλεξάνδρα πριν την προβολή των 21.00 του Black Stone. Από τις 18 Ιουλίου η ταινία θα στριμάρει στο Cinobo.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα