Τζόναθαν Κόου Josefina Melo

ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΕΧΩ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΟΤΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ”

Ο σπουδαίος, και ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας, συγγραφέας, μιλάει στο Magazine με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος και τις επικείμενες επισκέψεις του σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Θεωρητικά το να «φεύγει» ένας γονιός πλήρης, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ημερών πριν από το παιδί του αποτελεί μία από τις καλές εκδοχές της νομοτέλειας της ζωής, δεν παύει όμως να αποτελεί ένα γεγονός τραυματικό για αυτούς που παραμένουν εν ζωή. Πόσο μάλλον σε περιπτώσεις σαν και του Τζόναθαν Κόου, που έχασε την ηλικιωμένη μητέρα του μητέρα του τον Ιούνιο του 2020, χωρίς να μπορούν, εξαιτίας των μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού, να παραστούν στην κηδεία της όλοι οι δικοί της άνθρωποι.

Συνέβη προφανώς σε εκατομμύρια οικογένειες ανά τον κόσμο κατά τη διάρκεια των lockdown. Ο 62χρονος σήμερα Κόου για να διαχειριστεί τον πόνο της απώλειας και την οργή του για το ότι πέρα από μια ντουζίνα οικείους της, οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να αποχαιρετήσουν τη μητέρα του μέσω zoom ενώ την ίδια περίοδο οι Συντηρητικοί βουλευτές της βρετανικής κυβέρνησης έκαναν «κορωνοπάρτι» στη Ντάουνινγκ Στριτ, στράφηκε -που αλλού;- στο γράψιμο. «Είμαι δυστυχής όταν δεν γράφω» λέει στο Magazine με αφορμή το «Μπόρνβιλ: Το διαιρεμένο βασίλειο» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις), το τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφορεί πια και στη χώρα μας.

Στο μυθιστόρημα, με αφετηρία το 1945, ανατέμνει την ιστορία μιας οικογένειας που ζει και εργάζεται στο Μπόρνβιλ, ένα φιλήσυχο προάστιο του Μπέρμιγχαμ όπου λειτουργεί το ομώνυμο, ξακουστό εργοστάσιο σοκολάτας. Και ταυτόχρονα την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας μέσα από επτά σημαντικά, το καθένα με τον τρόπο του γεγονότα, από την τελετή στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ ως το Brexit και τον κορωνοϊό. Στο επίκεντρο βρίσκεται η Μαίρη Λαμπ, ο χαρακτήρας που εμπνεύστηκε από την εκλιπούσα μητέρα του, Τζάνετ Κόου.

«Η συγγραφή του “Μπόρνβιλ” ήταν πολύ απολαυστική και ταυτόχρονα ιδιαίτερα οδυνηρή. Μπορώ με σιγουριά να πω ότι ήταν μια καθαρτική εμπειρία. Με βοήθησε να επεξεργαστώ τη θλίψη και το θυμό που ένιωθα εξαιτίας του θανάτου της μητέρας μου, και να συμφιλιωθώ με ορισμένες από τις αλλαγές που συνέβησαν στη χώρα μου τα τελευταία 75 χρόνια» λέει ο συγγραφέας για αυτό που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως το πιο προσωπικό του μυθιστόρημα.

Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» ο «χρονικογράφος της κατάστασης του έθνους» του εξηγεί στο Magazine ότι πια δεν βρίσκει τον λόγο να γράφει τόσο «πολεμικά» όσο στο παρελθόν, συνεχίζει όμως να κατακεραυνώνει την πολιτική των Συντηρητικών, ελπίζοντας το κόμμα τους «να χάσει τις επόμενες εκλογές και να μην κερδίσει άλλες, τουλάχιστον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχουν ξεγυμνώσει βίαια τη χώρα μας από τον δημόσιο πλούτο», εντοπίζοντας την αρχή του κακού στη δεκαετία του ’80, «τότε που η δεξιά αποφάσισε ότι το κίνητρο του κέρδους πρέπει να είναι πάνω απ’ όλα. Από τότε τα πάντα -το κράτος πρόνοιας, το NHS, οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας- έχουν αποψιλωθεί και καταστραφεί».

Ο συγγραφέας είναι καλεσμένος των εκδόσεων Πόλις και του Ινστιτούτου Eteron την Παρασκευή 28 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Θα μιλήσει επίσης στις 26 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

Τα εξώφυλλα των βιβλίων που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις.


Συγκαταλέγεστε ανάμεσα στους πιο σημαντικούς Βρετανούς συγγραφείς της γενιάς σας. Έχοντας κατακτήσει μια περίοπτη θέση στη λογοτεχνική ιστορία της χώρας σας και όχι μόνο, τι σας κινητοποιεί σήμερα -πέρα από το ότι πρέπει να βγάλετε το ψωμί σας- για να συνεχίσετε να γράφετε;
Η συγγραφή δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον βιοπορισμό. Για κάποιους από εμάς, τους πολύ τυχερούς, αυτό είναι απλά μια ευτυχής εξέλιξη. Το γράψιμο είναι σαν ψυχαναγκασμός για μένα, το κάνω από τότε που ήμουν περίπου οχτώ ετών. Για να το πω απλά, όταν δεν γράφω είμαι δυστυχής. Θα συνεχίσω λοιπόν να γράφω για όλη μου τη ζωή, είτε με διαβάζει κανείς είτε όχι.

Συνηθίζετε να προσχεδιάζετε με λεπτομέρεια τα βιβλία σας πριν ξεκινήσετε για τα καλά το γράψιμο; Και πόσο διαφορετική ήταν τώρα η διαδικασία τόσο σε τεχνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο δεδομένου ότι η ηρωίδα, ονόματι Μαίρη Λαμπ, του νέου σας βιβλίου, είναι βασισμένη στην εκλιπούσα μητέρα σας;
Δεδομένου ότι το «Μπόρνβιλ» είναι ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα, η προσέγγισή μου ήταν ελαφρώς διαφορετική αυτή τη φορά σε σχέση με τη διαδρομή που ακολουθώ κατά κανόνα. Πρώτα απ’ όλα επέλεξα επτά διαφορετικά ιστορικά γεγονότα που θα αποτελούσαν το σκηνικό πίσω από την οικογενειακή ιστορία. Μετά άρχισα να σχεδιάζω πώς οι διαφορετικές οικογενειακές ιστορίες θα ξεδιπλώνονταν με φόντο τη δημόσια συζήτηση. Επίσης προσπάθησα να ενσωματώσω στο βιβλίο πραγματικά περιστατικά από τη ζωή της μητέρας μου, όπου ήταν αυτό δυνατόν, όπως όταν πήγε στο Λονδίνο για την ημέρα στέψης της Ελισάβετ.

Ενώ γράφατε πόσες φορές πιάσατε τον εαυτό σας να αναρωτιέται τι θα σκεφτόταν η μητέρα σας αν είχε την ευκαιρία να διαβάσει τις σελίδες σας;
Αρκετά συχνά, αναπόφευκτα. Υπήρξαν μερικές φορές που μπήκα στον πειρασμό να συμπεριλάβω κάποια εξέλιξη στην πλοκή που δεν θα ήταν απολύτως πιστή στον πραγματικό της χαρακτήρα της. Έπρεπε όμως να αντισταθώ σε όλους αυτούς τους πειρασμούς. Άλλωστε η συγγραφή εκ φύσεως εμπεριέχει κάποιες στιγμές αυτό-λογοκρισίας.

Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι μια ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία που αφήνει το σημάδι της στον συγγραφέα. Είναι αυτό το σημάδι βαθύτερο για εσάς στην περίπτωση του «Μπόρνβιλ» δεδομένης της ηρωίδας που εμπνευστήκατε από τη μητέρα σας; Ή, από την άλλη, η μεγάλη σας εμπειρία σας επιτρέπει να χαλιναγωγείτε τέτοιου τύπου προβληματισμούς;
Το τι είδους σημάδι θα αφήσει ένα βιβλίο στον δημιουργό του, νομίζω ότι είναι πέρα από τον έλεγχό του. Η συγγραφή του «Μπόρνβιλ» ήταν πολύ απολαυστική και ταυτόχρονα ιδιαίτερα οδυνηρή. Μπορώ με σιγουριά να πω ότι ήταν μια καθαρτική εμπειρία. Με βοήθησε να επεξεργαστώ τη θλίψη και το θυμό που ένιωθα εξαιτίας του θανάτου της μητέρας μου, και να συμφιλιωθώ με ορισμένες από τις αλλαγές που συνέβησαν στη χώρα μου τα τελευταία 75 χρόνια. Είναι πολύ προσωπικό βιβλίο, ίσως το πιο προσωπικό μου. Και με έχει αφήσει με την επιθυμία να γράψω κάτι καινούργιο που δεν θα είναι καθόλου προσωπικό.

Τα μηνύματα των αναγνωστών -είτε ενθουσιώδη, είτε υποτιμητικά- είναι απίθανο να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στους περισσότερους συγγραφείς, οι οποίοι είναι ταγμένοι σε μια εντελώς προσωπική τροχιά.

Το γεγονός ότι οι αναγνώστες σας μπορούν να επικοινωνήσουν, έστω και μονομερώς, μαζί σας ανά πάσα στιγμή, με ένα μήνυμα στο Facebook ή ένα mention στο Twitter, επηρεάζει με κάποιο τρόπο την καθημερινότητά σας; Και δεν εννοώ μόνο τις περιόδους που γράφετε.
Ως φαν ορισμένων συγγραφέων, ηθοποιών, καλλιτεχνών και πάει λέγοντας, χαίρομαι που μπορώ να επικοινωνήσω μαζί τους μέσω των κοινωνικών δικτύων με σχετική άνεση. Ως δημόσιο, κατά κάποιο τρόπο, πρόσωπο όντως λαμβάνω πολλά μηνύματα οnline, η συντριπτική μειοψηφία των οποίων είναι εγκωμιαστικά και θετικά. Κατά τη γνώμη μου οι συνέπειες αυτής της κατάστασης δεν είναι τόσο βαρυσήμαντες όσο κάποιοι θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε. Τα μηνύματα των αναγνωστών -είτε ενθουσιώδη, είτε υποτιμητικά- είναι απίθανο να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στους περισσότερους συγγραφείς, οι οποίοι είναι ταγμένοι σε μια εντελώς προσωπική τροχιά: το κίνητρο για να γράψεις έχει σίγουρα πολύ βαθιές ρίζες και δεν πρόκειται να ταρακουνηθεί από την ανταπόκριση του κάθε αναγνώστη στα βιβλία σου. Και είναι εύκολο να ξεχάσεις ότι η χρήση των social media δεν είναι υποχρεωτική. Πολλοί συγγραφείς δεν ασχολούνται καν με αυτά, οπότε τους επηρεάζουν ελάχιστα.

Εσείς πώς το διαχειρίζεστε;
Δεν τα αποφεύγω, αλλά δεν ασχολούμαι με αυτά διαρκώς. Είμαι στο Twitter και το Instagram. Προσπαθώ να αλληλεπιδρώ με όσους επικοινωνούν μαζί μου, αλλά δεν έχω ιδέα αν προσβάλλονται όταν δεν τους απαντάω. Νομίζω ότι οι περισσότεροι fans κατανοούν απόλυτα ότι όλοι έχουμε περιορισμένο χρόνο, και αν δεν λάβουν απάντηση συνήθως οφείλεται όχι στο ότι μπορεί να είσαι αγενής, αλλά γιατί μάλλον σε απασχολεί κάτι πιο σημαντικό.

Τα τελευταία χρόνια είναι σαν η ανθρωπότητα να βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή, έχοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα να δημιουργεί ολοένα και πιο συχνά κρίσεις και μετά να τρέχει να τις αντιμετωπίσει, όχι πάντα με μεγάλη επιτυχία. Πόσο ανήσυχος είστε για το μέλλον μας;
Είναι αδύνατο και όντως παράλογο να μην ανησυχεί κάποιος σήμερα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Τα βιβλία μου κατά κύριο λόγο πραγματεύονται μικρής κλίμακας πολιτικά ζητήματα σε ευρωπαϊκές χώρες, όμως η μεγαλύτερη κρίση είναι παγκόσμια: η κλιματική αλλαγή, η περιβαλλοντική καταστροφή και η μαζική μετακίνηση πληθυσμών που θα προκληθεί εξαιτίας της. Δεν βλέπω κάποια εύκολη λύση γιατί η πλειοψηφία των πιο ισχυρών και πλούσιων του πλανήτη ασχολούνται μόνο με το κοντόφθαλμο συμφέρον τους που πηγάζει από τη διατήρηση της βιομηχανίας που βασίζεται στην εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου. Οπότε είμαι απαισιόδοξος, αλλά όπως πολλοί άνθρωποι συχνά φοράω τις παρωπίδες μου για το καλό της διατήρησης, έστω πρόσκαιρα, της λογικής μου.


Πριν από μερικές εβδομάδες η Ελλάδα συγκλονίστηκε από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα που κόστισε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους. Τις πρώτες μέρες μετά το γεγονός πολλοί χρήστες των social media ανέβαζαν στους λογαριασμούς τους το εξώφυλλο του «Τι ωραίο πλιάτσικο!». Στοιχηματίζω ότι κατά πλειοψηφία οι αναγνώστες σας ιδεολογικά τοποθετούνται από το κέντρο και προς τα αριστερά. Πρόσφατα δηλώσατε ότι τη στιγμή που συνειδητοποιήσατε πως το συγκεκριμένο, πολυσυζητημένη βιβλίο ξενίζει όσους δεν συμφωνούν με την πολιτική του, αποφασίσατε ότι θα προτιμούσατε να μην αρέσει σε κάποιον η δουλειά σας για αισθητικούς και καλλιτεχνικούς λόγους, όχι για ιδεολογικούς. Να υποθέσω ότι θα θέλατε να ισχύει το ίδιο και για όσους τους αρέσουν τα βιβλία σας;
Ναι, και ένας από τους λόγους για τους οποίους σταμάτησα να γράφω με τόσο πολεμικό τρόπο όσο στο «Τι ωραίο πλιάτσικο!» είναι γιατί συνειδητοποίησα ότι τέτοια βιβλία τελικά διαβάζονται με ευχαρίστηση από όσους ασπάζονται ήδη τις ιδέες τους. Ομοίως η «Μέση Αγγλία» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις) άρεσε σχεδόν εξ ολοκλήρου σε όσους ψήφισαν κατά του Brexit. Έδωσα μάλιστα μια συνέντευξη μπροστά σε κοινό και ο δημοσιογράφος ζήτησε να σηκώσουν το χέρι τους όσοι είχαν ψηφίσει υπέρ. Ήταν μόλις δύο από τους διακόσιους παρευρισκόμενους. Οπότε έπρεπε να παραιτηθώ από την ιδέα ότι ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, ή έστω τα μυαλά των ανθρώπων. Αντί αυτού, σκέφτομαι ότι τα μυθιστορήματά μου έχουν πια -αν έχουν δηλαδή κάτι- ένα σχεδόν θεραπευτικό σκοπό: το περισσότερο που μπορείς να κάνεις είναι να βοηθήσεις τους αναγνώστες να εξετάσουν την εποχή μας με λίγο πιο καθαρή ματιά.

Ασπάζομαι την οργή που έχετε εκφράσει δημόσια για το ότι ενώ η μητέρα σας πέθανε εν μέσω πανδημίας, χωρίς καν να μπορούν να παραστούν στην κηδεία της όλοι οι αγαπημένοι της άνθρωποι, την ίδια στιγμή οι Συντηρητικοί βουλευτές διοργάνωναν «κορωνοπάρτι» στη Ντάουνινγκ Στριτ. Aν οι πολίτες ακόμη και για τέτοια ζητήματα είμαστε καταδικασμένοι να εξαπατόμαστε από τις κυβερνήσεις μας, πώς θα μπορούσε να ισχυροποιηθεί το πολίτευμα της δημοκρατίας απέναντι σε όσους -προερχόμενους κατά πλειοψηφία από την άκρα δεξιά- βροντοφωνάζουν ότι βρίσκεται σε ανεπίλυτο τέλμα;
Είναι αλήθεια ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας βαθύς, διαβρωτικός κυνισμός απέναντι στους πολιτικούς, αριστερούς και δεξιούς, της χώρας μου. Δηλαδή πάντα υπήρχε, αλλά η κατάσταση έχει επιδεινωθεί εξαιτίας των ψεμάτων που ειπώθηκαν για τον πόλεμο του Ιράκ αλλά και εξαιτίας του σκανδάλου που ξέσπασε το 2009 σχετικά με τα χρήματα που σκορπούσαν ως επαγγελματικά έξοδα οι βουλευτές – ένα σκάνδαλο που φάνταζε μικρό τότε, αλλά οι συνέπειές του αποδεικνύονται μακροχρόνιες. Όλο αυτό προφανώς δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα γιατί κάνει τους ανθρώπους πολιτικά απαθείς και τους οδηγεί να ψηφίζουν πρόσωπα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πείθουν ότι είναι «απολίτικοι τεχνοκράτες», πρόσωπα όπως ο Τραμπ, ο Μπερλουσκόνι ή ο Μπόρις Τζόνσον. Κάπως πρέπει να αναστήσουμε την ιδέα του «αξιοπρεπούς πολιτικού». Ίσως αυτό θα έπρεπε να είναι το θέμα ενός από τα επόμενα βιβλία μου. Αν και θα ήταν ίσως πιο εύκολο να το γράψω αν οι πολιτικοί έπαιρναν από μόνη τους την απόφαση να αρχίσουν να συμπεριφέρονται αξιοπρεπώς.

Σήμερα, τρία χρόνια μετά το Brexit και λίγους μήνες μετά το θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ, θα ρισκάρατε μια πρόβλεψη γενικά για το μέλλον της χώρας σας και ειδικά για τον θεσμό της βρετανικής μοναρχίας;
Δεν μου αρέσει να κάνω πολιτικές προβλέψεις. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί. Ελπίζω απλώς το κόμμα των Συντηρητικών να χάσει τις επόμενες εκλογές και να μην κερδίσει άλλες, τουλάχιστον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχουν ξεγυμνώσει βίαια τη χώρα μας από τον δημόσιο πλούτο τα τελευταία δεκατρία χρόνια. Η λιτότητα έχει χρησιμοποιηθεί ως ιδεολογικό όπλο με την οικονομική κρίση του 2008 να προσφέρει το έδαφος για να αναπτυχθεί αυτή η λογική που δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα. Η μικρή πλειοψηφία που ψήφισε υπέρ του Brexit το 2016 έριξε το κόμμα των Εργατικών σε μια περιδίνηση σύγχυσης, αλλά οι Συντηρητικοί είναι πολύ πιο αδίστακτοι στην προσπάθειά τους να μείνουν αγκιστρωμένοι στην εξουσία. Έσπευσαν να αγκαλιάσουν ολοκληρωτικά αυτή την πλειοψηφία, αν και αυτό σημαίνει ότι το κόμμα μετατράπηκε γρήγορα σε κάτι που μοιάζει πολύ περισσότερο με το UKIP παρά με τους Συντηρητικούς της περιόδου 2010-2016.

Η στροφή προς τα δεξιά στη βρετανική πολιτική σκηνή τα τελευταία χρόνια είναι αξιοσημείωτη. Όλα όμως πηγάζουν από τη δεκαετία του ’80. Τότε ήταν που αποφασίσαμε ότι το κίνητρο του κέρδους πρέπει να υπερισχύει των πάντων. Από τότε τα πάντα -το κράτος πρόνοιας, το NHS, οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας- έχουν αποψιλωθεί και καταστραφεί. Το κόστος στέγασης είναι τρελό, οι συντάξεις στον δημόσιο τομέα είναι περίπου το 1/3 των αντίστοιχων σε Γερμανία και Γαλλία, το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης είναι υψηλότερο, οι φοιτητές μας φορτώνονται ένα χρέος 30,000 λιρών με το που αποφοιτούν. Είναι απίστευτο ότι οι άνθρωποι τα αποδέχονται όλα αυτά γιατί ακόμη νομίζουν για κάποιο λόγο ότι επειδή έχουν γεννηθεί Βρετανοί, είναι οι πιο τυχεροί άνθρωποι στον πλανήτη. Ο βρετανικός (στην πραγματικότητα αγγλικός) εξαιρετισμός είναι μια πολύ ισχυρή δύναμη.

Όσον αφορά τη βρετανική βασιλική οικογένεια, η σημασία τους θα ξεφτίσει γρήγορα μέσα στις λίγες επόμενες δεκαετίες. Στους νέους δεν τους καίγεται καρφί για όλους αυτούς.

Κύριε Κόου, δεδομένου ότι στον ελεύθερό σας χρόνο παίζετε μουσική, πρόσφατα μάλιστα συνεργαστήκατε μέχρι και με μια ιταλική τζαζ ορχήστρα, αν είχατε την ευκαιρία να γυρίσετε το ρολόι δεκαετίες πίσω, και αν ο χρόνος, ο χώρος και το ταλέντο δεν έπαιζαν κανένα ρόλο, θα επιλέγατε ξανά να γίνετε συγγραφέας ή θα προτιμούσατε να περάσετε τη ζωή σας ως μουσικός;
Σίγουρα θα προτιμούσα τη ζωή του μουσικού. Η μουσική είναι πολύ πιο δυνατός και ευθύς τρόπος έκφρασης, γιατί βρίσκεται εκτός της γλώσσας που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε. Δυστυχώς δεν είχα ποτέ το απαραίτητο ταλέντο. Παρ’ όλα αυτά, όποιος θέλει να ακούσει τη μουσική μου, μπορεί να το κάνει εδώ: https://sparoad.bandcamp.com/music

Το μυθιστόρημα «Μπόρνβιλ: Το διαιρεμένο βασίλειο» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Ο Τζόναθαν Κόου, καλεσμένος των εκδόσεων Πόλις και του Ινστιτούτου Eteron, θα μιλήσει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και την Παρασκευή 28 Απριλίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα