Αλέξανδρος Αβραμίδης

BERLIN, ΚΟΝΣΕΡΒΑ ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΙ: ΓΥΡΙΣΑΜΕ ΤΑ ΑΦΤΕΡΑΔΙΚΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Και μιλήσαμε με τους ανθρώπους που κρατάνε τη Θεσσαλονίκη ξύπνια.

Κάθε στενό της Θεσσαλονίκης έχει να διηγηθεί μια ιστορία, βγαλμένη από τη νύχτα και βουτηγμένη στο αλκοόλ. Επισκεφτήκαμε τρία μπαρ της πόλης και μιλήσαμε με τρεις οικοδεσπότες της διασκέδασης και του νταλκά. Ο καθένας έχει να διηγηθεί παραπάνω μια ιστορία. 

ΚΟΝΣΕΡΒΑ, ο Χάρης 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Ο Χάρης Παπαδόπουλος πιστεύει ότι τα μπαρ σε λίγα χρόνια θα πάψουν να υπάρχουν. Θα βγαίνουμε απλά σε χώρους διασκέδασης, χρώματος γκρι και θα τρώμε φινγκερ φουντ.

Μετά την καραντίνα, μαζί με τον αδερφό του και έναν φίλο του, αποφάσισαν να ανοίξουν την Κονσέρβα. Ένα μπαρ, που έκλεισαν μέσα σε αυτό ό,τι αγαπούσαν. Η ζωή του στη νύχτα όμως, ξεκινά από πολύ παλιότερα. 

Πρώτη σου ανάμνηση από τη νύχτα της πόλης;
Θα σου πω από την Πτολεμαΐδα. Κόκκινες κουρτίνες, κόκκινη μοκέτα, υπόγειο μπουζουξίδο με Cutty Sark. Πρέπει να ήμουν 6 χρονών και κοιμόμουν στον καναπέ. Θυμάμαι δευτέρα δημοτικού σχολιάζαμε με τους συμμαθητές μέχρι τί ώρα έχουμε κάτσει ξύπνιοι και εγώ είχα το ρεκόρ. 

Πρώτο πόστο στη νύχτα;
Λάντζα, επτά χρόνια. Αγαπημένο πόστο από τα 23 μου. Μ’ αρέσει και εδώ ακόμη να το κάνω που είναι μαγαζί μου. Μετά πορτιέρης στο Berlin, και μετά ψυχίατρο. 

Γιατί;
Είχα να μιλήσω με ξεμέθυστο άνθρωπο τρία χρόνια. 

Η Κονσέρβα πως ξεκίνησε;
Την ψώνισα μέσα στον κορονοϊό και λέω θα κλειστώ μέσα σε τέσσερις τοίχους και θα βάλω μέσα ό,τι αγαπάω. 

Λέω στον Μούση [ο αδερφός του], μου λέει οκ. Ήταν μέσα και ο Νίκος [μπάρμαν], άλλα έλεγε δε θέλω ελληνικά. Ο αδερφός μου από την άλλη φοβόταν μη γίνει σκυλάδικο. Εγώ ήθελα να παίζει ελληνικά, γιατί δεν έχει κάτι τέτοιο η πόλη. 

Πιστεύω ότι το λαϊκό έχει απενοχοποιηθεί. Μετά για τη διακόσμηση είχαν άπειρες ενστάσεις. Τελικά εκνευρίστηκαν και το άφησαν πάνω μου. Σήμερα είτε πας σε σουσάδικο είτε πας σε AirBnB είτε πας σε γυράδικο είναι όλα γκρι, πατητή και μαύρο. Μαύρη και η ζωή μας, την ψώνισα και το έκανα ροζ. 

Το ξεκίνησα για να σωθώ σαν άνθρωπος. Όχι οικονομικά, το μέσα μου. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία του κόσμου στο μαγαζί;
Φασαίους εγώ λέω τους απολιτίκ. Που στην κάθε φάση που υπάρχει, θέλουν οι ευαισθησίες τους να είναι μέσα στην τάση. Το μαγαζί μας έχει ένα μωσαϊκό κόσμου. Έρχονται μεταλάδες καθημερινές, έρχονται και αυτοί που ακούν το λαϊκό. Αλλά νομίζω ότι βρίσκονται εδώ για την ατμόσφαιρα. 

Έχεις κρατήσει κάποια ατάκα;
Μου έχει πει ένας: «Νιώθω σα να μπαίνω στη Νάρνια ή σε μπουρδέλο». Άλλος μου είπε: «η Κονσέρβα είναι ό, τι το λούνα παρκ για τα παιδιά, απλά είναι για καυλωμένους ενήλικες». 

Πως νιώθεις τη νύχτα της πόλης σήμερα;
Τα μαγαζιά, τα κουρεία, τα καφέ, δεν είναι η εξέλιξη της Αρχαίας Αγοράς στην Αθήνα; Παλιά υπήρχαν γειτονιές με ζωή. Τώρα γίνονται όλα πολυκέντρα. Έχει κοκτέιλ, φινγκερφουντ, παγωτά, καφέδες και Spotify. 

Είμαστε σε μια φάση που πάνε να αποστειρωθούν όλα. Υπάρχει ζήτημα με τους ανθρώπους. Τα ενοίκια είναι στον Θεό. Με το που ξυπνάς σε δέρνουν τα έξοδα. Μετά έρχονται και τα AirBnB και τα funds και σε βγάζουν από το σπίτι. Για να υπάρχει ζωή στην πόλη, πρέπει να υπάρχουν κάτοικοι. 

Εδώ νιώθω ότι έρχεται κόσμος που τους αρέσει το σεξ. Είναι απενοχοποιημένη η καύλα -καύλα για ζωή. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Ο Αλέξανδρος Αβραμίδης ακούγεται από την άκρη του μπαρ και ρωτάει τον Χάρη:

«Ο Παναγιώτης Ψωμιάδης έχει έρθει στο μαγαζί;». Αυτός του απαντά ευθέως:
Είχε έρθει τις προάλλες μια που ήταν ξαδέρφη του και το έβγαλε φωτογραφία. Είπε θα του το στείλει. Την είπα αν θέλει, να του πει να έρθει να παίξει μουσική στις απόκριες ντυμένος ζορό. 

Πως ήταν η νύχτα σου πριν το μαγαζί;
Ένα ολοήμερο πάρτι. Το 2010, την Τρίτη σχολούσα 5 από τον Θερμαϊκό. Πήγαινα για ποτό στη Βαλαωρίτου, έφευγα 7 πήγαινα στο Berlin και γυρνούσα σπίτι στις 10 το πρωί. Από την ΧΑΝΘ στην Πολυτεχνείου έκανες 40′ να περάσεις από την ουρά με τα αμάξια. 

Χοντρό σκηνικό μέσα στο μεροκάματο;
Δούλευα πόρτα, ήταν ένας τύπος με μαχαίρι και με τσιμπούσε στο πιγούνι. Εγώ στο μεταξύ είχα γένια και δεν το κατάλαβα. Μια άλλη μέρα με πήρανε αυτόφωρο και το αφεντικό μου έδωσε το μισό μεροκάματο, γιατί λέει δεν το δούλεψα. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Πρώτο αυτόφωρο για Κονσέρβα;
Δεν πάω εγώ. Ο Μούσης και Νίκος. Τελευταία φορά δεν πήγα, γιατί είχα μόλις γυρίσει από Χριστοδουλόπουλο, οπότε πήγα και τους βρήκα το πρωί στα δικαστήρια. [γέλια] 

Ε, ναι ρε φίλε είχα κάνει χειραψία με τον Μάκη, τι να πάω να μου χαλάσουν τη φάση τα ΟΠΚΕ. Το τράβηγμα είναι ότι πας εκεί και είναι κατουρημένα στρώματα, κοριοί. Δε γίνεται να πηγαίνουμε στο μπουντρούμι, επειδή είμαστε πάνω από 80db. 

ΤΑΞΙΔΙ, ο Νίκος 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Το Ταξίδι άνοιξε τις πόρτες του στις 31 Δεκεμβρίου του 1999. Ο Νίκος Γιαννακάκης δουλεύει εκεί από την πρώτη μέρα. Μόνο που έχασε τα εγκαίνια, γιατί ήταν αποκλεισμένος στα χιόνια.

Όταν τον ρωτήσαμε πόσα ζευγάρια πρέπει να γνωρίστηκαν εδώ μέσα αυτά τα 25 χρόνια, μας απάντησε με άνεση: «πρέπει να έχω κάνει πάνω από 100 γάμους». 

Πως ήταν τα πρώτα χρόνια στη μπάρα;
Στην αρχή ήμουν πιτσιρίκος, 21 ετών, και όλοι μου φαινόντουσαν πολύ μεγάλοι. Οι παλιοί, ακόμη και σήμερα που είμαι 47, με φωνάζουν Νικολάκη. Μπήκαμε εδώ μέσα για να κάνουμε ένα μπαρ, με έντεχνη κουλτούρα. Όλοι οι πελάτες μας ήταν αυτής της φιλοσοφίας. 

Στην αρχή δουλεύαμε και πρωινές βάρδιες, με μεσημεριανά πάρτι ως το 2004. Ο κόσμος ήταν άνω των 30, όλοι φίλοι και γνωστοί. Το ηλικιακό άρχισε να πέφτει με την κρίση και να έρχονται νεότεροι. Έγινε ένας ηλικιακός αχταρμάς, που κρατάει μέχρι σήμερα. Άλλοι μπήκαν στο μαγαζί ελεύθεροι και παντρεύτηκαν επειδή γνωρίστηκαν εδώ. Έρχονται σήμερα μια φορά το χρόνο να γιορτάσουν την επέτειο. 

Πόσους γάμους έχεις κάνει εδώ μέσα;
Αυτοί που έχουν γνωριστεί στο Ταξίδι και έπειτα παντρεύτηκαν πρέπει να είναι πάνω από 100. Ένα ζευγάρι, ερχόταν κάθε καλοκαίρι από την Αγγλία. Έβλεπαν φίλους και συγγενείς, και μετά έπιναν ένα ποτό στο μαγαζί. Όλο αυτό σαν ανάμνηση, γιατί γνωρίστηκαν εδώ. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Μια νύχτα που δε θα ξεχάσεις ποτέ αυτά τα 25 χρόνια;
Το Euro 2004 ήταν μια φανταστική περίοδος. Είχαμε μπλε σφηνάκια και κοπανούσαμε. Παίρναμε έναν κάδο σκουπιδιών, βάζαμε πάνω μια 14 ιντσών τηλεόραση με μια κεραία και μαζευόμασταν και βλέπαμε τους αγώνες.  

Αν με ρωτάς, φιγουράρες του μαγαζιού είναι οι πορτιέρηδες σας.
Σωστός, ο Φώτης, ο ψηλός. Στην πόρτα, ο Νίκος και ο Φώτης είναι πάνω από 10 χρόνια. Υπάρχουμε εμείς, οι πρώτες γενιές που είμαστε τρία άτομα, και βρισκόμαστε εδώ από την πρώτη μέρα. Μετά υπάρχουν οι ενδιάμεσοι που είναι πάνω από 10 έτη, και τέλος οι νεότεροι. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Αν κάτσεις από μέσα μπορείς να μου περιγράψεις τη γεωγραφία του χώρου;
Στη μπάρα κάθονται όλοι οι φίλοι. Δύσκολο να έρθει ένα γνωστός και να μη διεκδικήσει μπάρα, θα στριμωχτούμε ώσπου να έρθει μπροστά. Περιφερειακά θα δούμε πολύ νεολαία, λίγο να φλερτάρουν στη γωνία, λίγο πιο έτσι. Στο κέντρο θα κάτσουν περισσότερο αυτοί που δεν έχουν βρει στη μπάρα. Λίγο μεγαλύτεροι που κάπως θέλουν να έχουν την επαφή τους με τη μπάρα. Οι πιο μικροί προτιμούν να είναι στη τζαμαρία κοντά για να βγαίνουν φωτογραφίες με τα λαμπάκια. Άλλοι θέλουν κοντά στην τουαλέτα γιατί είναι πέρασμα, υπάρχει παιχνίδι. 

Πεθαίνει η νύχτα σαν διασκέδαση;
Είμαστε ένα μαγαζί που η διασκέδαση είναι αυθόρμητη. Δεν έχουμε wifi στο μπαρ, όποιος θέλεις υπάρχουν πολλά μαγαζιά με ίντερνετ στην πόλη. Ακούς ένα τραγούδι και αρχίζεις να χορεύεις. Tόσα χρόνια βάζουμε την ψυχούλα μας για να γνωρίσουμε καλά τον Αλέξανδρο, και τον φίλο του για να ξαναέρθει. Έτσι μάθαμε να δουλεύουμε. Δε μάθαμε ούτε τα σούπερ ουάου κοκτέιλ, ούτε να καταπίνουμε σπαθιά. Το καλύτερο μας κοκτέιλ είναι το τζιν τόνικ. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Κάποια μοναδική φιγούρα;
Υπήρχε η κυρία Ντίνα. Ερχόταν σχεδόν κάθε βράδυ και δεν την πείραζε που δίπλα της είχε έναν 18άρι. Ένιωθα σα να ήταν η μητέρα μας, ερχόταν και μας έλεγε έναν καλό λόγο. 

Είχα έναν πελάτη που έπινε τζόνι, κόλα, στημένο λεμόνι. Έρχεται μετά από πολλά χρόνια και του λέω, να σε βάλω το γνωστό; Με λέει, καλά θυμάσαι τι έπινα. Ξεχνιέται;

Ένα που ακόμη δεν μπορώ να συλλάβω, είναι ότι μπαίνουν, κάθονται και μετά από ένα τέταρτο με λένε: «εδώ δεν είναι το Berlin;».

BERLIN, ο Μπίλι 

Το Βerlin είναι το ιστορικότερο μπαρ της Θεσσαλονίκης. Το έστησε το 1979 ο Θόδωρος Παπαδόπουλος. Όταν τον κάλεσα, με πάσαρε στον Βασίλη, που τον έχει αφήσει στο πόστο του τα τελευταία χρόνια. «Θα έρθω να πιούμε μια μπύρα στις 11», του λέω στο τηλέφωνο. Μου απαντά με βραχνή φωνή: «ελάτε, απλά εγώ θα πίνω καφέ εκείνη την ώρα». 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Εδώ πότε ήρθες πρώτη φορά;
Ήταν ένας DJ, ο Κώστας Καπετανάκης, μου έλεγε κάθε φορά μετά τη δουλειά να πάμε από το Μπερλίν. Με τα πολλά όταν ήρθαμε, κατέβηκε ο κύριος Θόδωρος εκείνη την ώρα. Εγώ είδα έναν ηλικιωμένο που θεωρητικά θα μπορούσε να είναι ένας κύριος που κατεβαίνει από την οικοδομή το πρωί, για να κάνει τη βόλτα του. Μου πιάνει την κουβέντα και μου λέει θα έρθεις να δουλέψεις εδώ. Μετά από μία εβδομάδα έγιναν έτσι τα πράγματα που μάλωσα με το μαγαζί το άλλο και ήρθα εδώ. 

Είναι η νύχτα λιγότερο επικίνδυνη από τη μέρα;
Ναι, επειδή τη νύχτα αυτός που είναι έξω, θέλει να είναι έξω. Την ημέρα, αυτοί που είναι έξω είναι ίσως για υποχρεώσεις. Είναι με τη μάζα, οπότε την ενέργεια που βγάζει η μάζα την απορροφούν. Στη νύχτα εγώ είμαι της άποψης ότι: the customer is always right, but the bartender decides who remains a customer. 

Αν έχεις δουλέψει σε ένα πεντάσταρο ξενοδοχείο, που κάποιος πληρώνει 700 ευρώ το βράδυ και έρχεται να σου κάνει παράπονο, γιατί είναι τα νερά στον ήλιο, τότε εδώ πέρα δεν είναι τίποτα αυτό που ζούμε.

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Ποιος έρχεται στο Berlin;
Μεγάλο ποσοστό έρχονται μόνοι τους. Μπορεί κάποιος να μένει σε μεγάλη ηλικία με τους γονείς του και να μην ανέχεται το βράδυ να είναι εκεί, και να έρχεται εδώ. Μπορεί να μην τον ανέχεται η παρέα του, και να θέλει να πιει κάτι ακόμα. Ο άλλος έχει γραφείο, είναι ψυχίατρος και θέλει μετά να έρθει να πιει. Είναι οι ηθοποιοί που τελειώνουν από το θέατρο και έρχονται. 

Και από άλλα μπαρ έρχονται;
Κοίταξε, επειδή έχω δουλέψει στην Ευρώπη. Αυτό εδώ είναι μπαρ. Τα άλλα καταστήματα που υπάρχουν είναι κάτι σαν… κυλικεία. 

Οκ. Τι είναι το μπαρ;
Αν είχε μαξιλάρι εδώ πέρα, για να ξαπλώνουν και να κοιμούνται, θα έλεγες ότι είναι ένα ευρωπαϊκό μπαρ. Απλά εδώ κοιμούνται και χωρίς μαξιλάρι. 

Τι σημαίνει, είμαι η φιγούρα του μαγαζιού;
Σε έναν καλό ηθοποιό, του λες είσαι καλός ηθοποιός;

Άρα είναι στολή;
Όχι, απλά είναι η δουλειά μου. Κάνω παρέα με πελάτες, άλλα είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Εγώ τους βγάζω εδώ πέρα, αυτό που χρειάζονται για να αισθανθούν καλά και να νιώσουν ότι τους προσέχει κάποιος. Θα πω σε κάποιον πιες αυτό το ποτήρι νερό, και φύγε. Το κάνω και ας παρεξηγηθεί, δε με ενδιαφέρει. Έρχονται το επόμενο πρωί και μου ζητάνε συγγνώμη. 

Το δύσκολο κομμάτι του μαγαζιού είναι ότι επειδή έχει φήμη, και παλιότερα ήταν λίγο πιο hardcore, με το που ανοίγουν την πόρτα πάνε να το παίξουνε μάγκες, για να μην τους το παίξουν οι άλλοι. Έρχεται και χαιρετάει τον barman, επειδή θέλει να αισθάνεται λίγο πιο ασφαλής επειδή με ξέρει. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Ποιος είναι ο χαρακτήρας της μουσικής στο μπαρ;
Κατά βάση παίζουμε ροκ. Θα παίξουμε βέβαια και λάτιν και ντίσκο. Εντάξει θα βάλουμε και την Ανισόπεδη Ντίσκο, που μας έχουν πρήξει. [γέλια]

Θα επιλέξεις να αφήσεις το χαρακτήρα του μαγαζιού ίδιο ή θα πας με τον κόσμο;
Όχι, θα επιλέξεις να κρατήσεις τον χαρακτήρα ίδιο. Γιατί να κάνουμε το μαγαζί κοινότυπο με τα άλλα; Το Temple Bar, που δούλευα στην Ιρλανδία, είναι 170 χρονών. Δεν έχει αλλάξει κάτι, ίδιο ντεκόρ είναι. Μόνο οι ιδιοκτήτες άλλαξαν αναγκαστικά κάποια στιγμή. 

Έχεις καμία φιγούρα πελάτη;
Μια κυρία που δούλευε σε τράπεζα. Καθώς πρέπει, με την τσάντα της, ερχόταν το πρωί, πήγαινε στον πορτιέρη και ζητούσε δυο χυμούς πορτοκάλι. Δεν έμπαινε μέσα, έπινε το χυμό, ξεφόρτωνε τα νεύρα της στον πορτιέρη και έφευγε. Μετά ερχόταν ο πορτιέρης και μου τα έλεγε. 

Αλέξανδρος Αβραμίδης

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα