ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΜΟΔΙΣΤΡΑ – Η ΚΥΡΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΚΥΚΛΟΣ ΠΟΥ ΚΛΕΙΝΕΙ
Η κυρία Σοφία, εκτός από μοδίστρα, υπήρξε και.. ψυχολόγος και φίλη, για ανθρώπους που έβρισκαν στο μικρό μαγαζί της οικειότητα και φροντίδα.
Η κυρία Σοφία είναι μία από τις λίγες πλέον μοδίστρες που, κόντρα στις σύγχρονες τάσεις και τις δυσκολίες, επιμένει να κρατά ζωντανή την τέχνη της ραπτικής μέσα από το μικρό της κατάστημα στη Νέα Σμύρνη.
Εδώ και 25 χρόνια, με πείσμα και αφοσίωση, έχει καταφέρει να διατηρήσει τη μικρή της επιχείρηση, που έχει γίνει σημείο αναφοράς για τη γειτονιά.
Στον μαγαζί της, που έχει φιλοξενήσει γενιές πελατών, δεν προσφέρει μόνο υπηρεσίες ραπτικής, αλλά και έναν ζεστό, φιλικό χώρο, όπου οι άνθρωποι νιώθουν ότι συναντούν έναν δικό τους άνθρωπο.
Μιλώντας στο NEWS 24/7, η ίδια μοιράζεται σκέψεις και ανησυχίες για τις προκλήσεις του επαγγέλματός της, από την κατακλυσμιαία εισβολή των φτηνών εισαγόμενων ρούχων μέχρι τα ολοένα αυξανόμενα οικονομικά βάρη που καλείται να σηκώσει. Στην εποχή της ταχύτητας και της μαζικής παραγωγής ρούχων, η κυρία Σοφία λέει όχι στο «fast fashion», παραμένοντας πιστή στην ποιότητα και την εξατομικευμένη φροντίδα.
Παρά τους βαρύτατους φόρους και το αυξημένο κόστος λειτουργίας που έχουν φέρει πολλούς μικροεπαγγελματίες στα όριά τους, εκείνη συνέχισε να μάχεται μέχρι και σήμερα. Διατηρώντας αυτό το κατάστημα, κατάφερε να μεγαλώσει το παιδί της.
Η μοδιστρική δεν είναι απλώς ένα επάγγελμα, αλλά περιλαμβάνει και μια σχέση ζωής με τους πελάτες. Η κυρία Σοφία μοιράστηκε μαζί μου τον πολύτιμο ρόλο που έχει αναλάβει όλα αυτά τα χρόνια, όχι μόνο ως μοδίστρα, αλλά και ως… ψυχολόγος και φίλη για πολλούς ανθρώπους της Νέας Σμύρνης και της ευρύτερης περιοχής. Για πολλούς ανθρώπους, το μαγαζί της αποτέλεσε έναν ασφαλή χώρο, ένα μέρος που θα μπορούσαν να νιώθουν αυτή την πολυπόθητη αίσθηση οικειότητας και φροντίδας.
Οι αλλαγές γύρω της είναι πολλές και μεγάλες. Από τις αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες, μέχρι την αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών στη γειτονιά της. Παρά τις προκλήσεις, η κυρία Σοφία επιλέγει να εστιάζει στην αλληλεγγύη και τις αξίες που την καθοδήγησαν σε αυτή τη διαδρομή, μια διαδρομή που σύντομα ολοκληρώνεται.
25 ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΔΙΣΤΡΑ – ΕΝΑΣ ΚΥΚΛΟΣ ΠΟΥ ΚΥΚΛΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ
Η αρχή και η πορεία του μαγαζιού: Μια ζωή γεμάτη θυσίες
Η κυρία Σοφία ξεκίνησε την επιχείρησή της πριν από δύο δεκαετίες, με μοναδικό “καύσιμο” την επιμονή και την αγάπη της για την τέχνη της ραπτικής.
«Το ξεκίνημα, αλλά και η πορεία αυτού του μαγαζιού δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Καθημερινή, σκληρή δουλειά, δύσκολες στιγμές και αμέτρητες ώρες εργασίας, χωρίς να υπολογίζεις τις θυσίες που απαιτούνταν. Το μαγαζί λειτουργεί από το 2000, πάμε για 25 χρόνια. Δύσκολες εποχές πέρασα εδώ μέσα, χειμώνα-καλοκαίρι, με μεγάλες θυσίες, για να μπορέσω να επιβιώσω. Όταν πρωτοξεκίνησα το μαγαζί, η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική. Ο κόσμος ήταν πιο αισιόδοξος και δεν υπήρχε τόσος φόβος όταν αποφάσιζες να ανοίξεις τη δική σου επιχείρηση. Υπήρχε μια αίσθηση ασφάλειας, ήξερες ότι, με δουλειά και επιμονή, θα τα καταφέρεις. Η πίστη στο μέλλον ήταν ισχυρή και υπήρχε πάντα η σιγουριά ότι, ακόμα και αν έπρεπε να δουλέψεις σκληρά, κάποια στιγμή θα ανταμειφθείς. Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Η οικονομική κρίση και οι αβεβαιότητες της εποχής καθιστούν πολύ πιο δύσκολο και επικίνδυνο το να ξεκινήσεις κάτι δικό σου. Σήμερα, για να ανοίξει κάποιος τη δική του επιχείρηση, πρέπει να το σκεφτεί δέκα και είκοσι φορές, καθώς η ανασφάλεια και οι δυσκολίες είναι τεράστιες.»
Η μάχη με την οικονομική ασφυξία του κράτους
Η κυρία Σοφία εξηγεί ότι ένας από τους βασικούς λόγους που η μικρή επιχείρηση δεν επιβιώνει είναι η υψηλή φορολογία και το κόστος λειτουργίας. Κάθε μήνα, πρέπει να πληρώνει μεγάλα ποσά σε φόρους και λειτουργικά έξοδα, κάτι που καθιστά την επιχείρηση δυσβάσταχτη. Πολλοί συνάδελφοί της από την Ελλάδα και το εξωτερικό εκφράζουν τις ίδιες ανησυχίες και επιθυμούν να εγκαταλείψουν αυτή τη δουλειά.
Είναι θηλιά στον λαιμό όλο αυτό και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο τραγική.
«Ο μεγαλύτερος “αντίπαλός” μου ήταν και είναι το κράτος. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, οι φόροι πραγματικά σε ξεζουμίζουν. Αυτό το επάγγελμα φτάνει προς το τέλος του σύντομα… Είναι ένα δύσκολο επάγγελμα, το οποίο πρέπει να αγαπάς για να το κάνεις. Και σήμερα δυστυχώς υπάρχουν όλο και λιγότερες μοδίστρες και μόδιστροι. Δεν επιβιώνεις οικονομικά. Δεν μπορείς να ορθοποδήσεις. Δεν βγαίνουν τα κουκιά εύκολα, όταν κάθε μήνα είσαι υποχρεωμένος να πληρώνεις απίστευτα ποσά, σοκαριστικά υψηλούς φόρους και ουσιαστικά να δουλεύεις μόνο για να πληρώνεις το κράτος. Στις μέρες μας, το άνοιγμα μιας μικρής επιχείρησης οδηγεί σε μεγάλα αδιέξοδα. Η οικονομική επιβίωση είναι πολύ δύσκολη, και το κράτος πραγματικά αδιαφορεί. Κάνω 25 χρόνια αυτό το επάγγελμα και κάθε χρόνος που περνά είναι ακόμη πιο δύσκολος. Τα συζητάω αυτά με συναδέλφους και μου λένε κι εκείνοι τα ίδια. Και με ανθρώπους που έχω μιλήσει από Αίγυπτο, που ζουν στην Ελλάδα και ακολουθούν αυτή την τέχνη, θέλουν να τα παρατήσουν και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, γιατί δεν μπορούν να αντέξουν τους δυσβάσταχτους φόρους. Όταν πρέπει με το κλειδί στο χέρι να δίνεις 1200 ευρώ τον μήνα στο κράτος, ενώ πριν από 3-4 χρόνια ήταν 600 ευρώ, δεν μπορείς να επιβιώσεις πια. Κι όταν τα ενοίκια και το ρεύμα είναι στον Θεό, δύσκολα σήμερα κάποιος θα τολμήσει να ανοίξει μια δική του επιχείρηση. Και σκέψου ότι δεν έχω καν υπάλληλο.»
Η συναισθηματική σύνδεση με τους πελάτες: Περισσότερο από μια μοδίστρα
Η σχέση της κυρίας Σοφίας με τους πελάτες της είναι πολύ σημαντική. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει λειτουργήσει μόνο ως μοδίστρα, αλλά και ως φίλη και συμπαραστάτρια για τους ανθρώπους που την επισκέπτονται.
«Εδώ μέσα, τόσα χρόνια, δεν ήμουν απλώς μοδίστρα. Ήμουν και ψυχολόγος, και φίλη, και συμπαραστάτρια για κάθε πελάτη που περνούσε το κατώφλι μου. Οι άνθρωποι έρχονται εδώ όχι μόνο για να διορθώσουν ή να ράψουν τα ρούχα τους, αλλά και για να μιλήσουν, να βρουν έναν χώρο οικείο, έναν άνθρωπο που θα τους ακούσει. Καθόμουν μαζί τους, άκουγα τις ιστορίες τους, τα βάσανα, τις χαρές τους. Πόσες φορές δεν έπιασα τον εαυτό μου να μοιράζεται τη χαρά ενός γάμου ή το άγχος για το μέλλον των παιδιών τους; Εδώ, δεν ερχόταν απλώς κάποιος πελάτης — ερχόταν ένας γείτονας, ένας φίλος, ένας άνθρωπος που με εμπιστευόταν. Έτσι, δεν είμαι μόνο μια μοδίστρα. Είμαι μέρος της ζωής των ανθρώπων της γειτονιάς, ένα κομμάτι από την καθημερινότητά τους. Και αυτό, πιστεύω, είναι που κάνει αυτό το επάγγελμα τόσο πολύτιμο, αλλά και τόσο δύσκολο να το αφήσεις πίσω.»
Η άνοδος του «fast fashion» και η ανησυχία για την ποιότητα των ρούχων
Η κυρία Σοφία εκφράζει την αγανάκτησή της για τα ρούχα «fast fashion», τα οποία, όπως λέει, είναι κατασκευασμένα με αμφιβόλου ποιότητας υλικά και συχνά υπό άθλιες συνθήκες. Τα ρούχα αυτά καταλήγουν να είναι προβληματικά, βγάζουν μπογιά στα χέρια και ενδεχομένως είναι επικίνδυνα για την υγεία, ιδίως των νέων παιδιών που τα φοράνε.
Ρούχα που διαλύονται στο χέρι, φτιαγμένα από νάιλον και άλλα φτηνά υλικά.
«Δυστυχώς, αυτό το επάγγελμα χάνεται από την αγορά, ενώ οι άνθρωποι έχουν ακόμα ανάγκες, αν και πλέον βλέπω ότι έχουν πολύ λιγότερα ρούχα. Ένα από τα πιο μεγάλα προβλήματα για μένα σήμερα είναι τα ρούχα «fast fashion». Αυτή η κατάσταση είναι καταστροφή, πραγματικά. Το χρήμα φεύγει εκτός της χώρας και εισάγονται ρούχα-σκουπίδια, φτιαγμένα από υλικά αμφιβόλου ποιότητας, με εκμετάλλευση και παιδική εργασία σε χώρες της Ασίας. Ρούχα που διαλύονται στο χέρι, φτιαγμένα από νάιλον και άλλα φτηνά υλικά. Τα βλέπω εδώ, όταν τα φέρνουν για διόρθωση — μένει η μπογιά στα χέρια μου, βάφονται τα δάχτυλά μου. Και δεν είναι μόνο το χρώμα· είναι και τα μικροπλαστικά που απορροφώνται από το δέρμα, μπαίνουν στον οργανισμό, ιδιαίτερα των νέων παιδιών που αγοράζουν αυτά τα ρούχα. Το βλέπω κάθε μέρα, τα αγγίζω και μαυρίζουν τα χέρια μου. Όταν το ρούχο δεν αξίζει διόρθωση, δεν έρχεται ο άλλος να το φτιάξει. Και το πιο σημαντικό, η υγεία των ανθρώπων, δυστυχώς, τίθεται σε κίνδυνο.»
Η απώλεια της παραδοσιακής συνοικιακής επιχείρησης και η αδιαφορία της πολιτείας
Στη συνέχεια, η κυρία Σοφία παρατηρεί ότι η παραδοσιακή σχέση εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης που υπήρχε στη γειτονιά εξαφανίζεται. Η συνοικιακή αγορά σβήνει και οι μικρές επιχειρήσεις δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις μεγάλες αλυσίδες. Το κράτος, όπως λέει, δεν ενδιαφέρεται για την επιβίωση των μικρών επαγγελματιών.
Η μικρή συνοικιακή επιχείρηση, δυστυχώς, πεθαίνει.
«Αυτό το επάγγελμα σε φέρνει πολύ κοντά στον πελάτη. Εδώ και 25 χρόνια, στη Νέα Σμύρνη, υπάρχουν άνθρωποι που με γνωρίζουν καλά, που είμαι η πρώτη τους καλημέρα, που θα μπουν στο μαγαζί μου και θα μου πουν το βάσανό τους, τον καημό τους. Αυτή η σχέση δεν είναι απλά επαγγελματική – είναι ανθρώπινη και βαθιά. Αυτό, όμως, το συνήθειο της γειτονιάς, της ζεστής, μικρής συνοικιακής επιχείρησης, δυστυχώς, φτάνει στο τέλος του. Η γειτονιά γίνεται ολοένα και πιο απρόσωπη, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι παλιοί πελάτες φεύγουν και το συνοικιακό πνεύμα αρχίζει να χάνεται, να ατονεί, να εξασθενεί. Οι μικρές επιχειρήσεις, που κάποτε ήταν η ψυχή της γειτονιάς, δεν μπορούν πια να επιβιώσουν. Χάνονται, φεύγουν, γιατί οι μικρομεσαίοι δεν έχουν καμία βοήθεια να κρατηθούν στην αγορά. Πλέον, μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις επιβιώνουν και οι μικρές δυσκολεύονται πολύ να βρουν θέση στο εμπόριο. Αλλά ποιος νοιάζεται; Η Πολιτεία σίγουρα δεν ενδιαφέρεται αν η κυρία Σοφία, ο κύριος Γιάννης ή ο κύριος Κώστας μπορούν να επιβιώσουν και να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Κανείς.»
Ένας κύκλος κλείνει – Μια ζωή γεμάτη αξιοπρέπεια
Η κυρία Σοφία, παρά τις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπισε, παραμένει υπερήφανη για όλα όσα έχει καταφέρει. Με σεβασμό προς τον πελάτη και αγάπη για τη δουλειά της, κατάφερε να κερδίσει πολλά. Η γειτονιά την αγάπησε, κι εκείνη έδωσε πίσω την ίδια αγάπη. Τώρα, ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει αυτό το μονοπάτι ζωής.
«Με αυτή τη δουλειά, έζησα την οικογένειά μου με αξιοπρέπεια, μεγάλωσα την κόρη μου, και δεν έλειψε ποτέ τίποτα από το σπίτι μας ούτε από το παιδί μου. Έζησα έντιμα και με αξιοπρέπεια. Όλα αυτά τα χρόνια, μέσα σε αυτό το μικρό μαγαζί, βίωσα συγκινήσεις, δυσκολίες, αλλά και όμορφες στιγμές που θα θυμάμαι για πάντα. Λυπάμαι που το μαγαζί θα κλείσει μέσα στους επόμενους μήνες, γιατί ξέρω ότι ο κόσμος με αγαπά και ότι θα τους λείψω. Ξέρω, δεν θα χαθούμε, θα βρισκόμαστε και θα τα λέμε όταν θα συναντιόμαστε στην πλατεία, στις βόλτες μας… Δεν θα ‘ναι το ίδιο, αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή!»