Σ’ ΕΝΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ 35 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Το αρχιτεκτονικό γραφείο “Κοκκίνου Κούρκουλας Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες” έγινε ιδιαίτερα γνωστό από το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς. Τα έργα τους, η αισθητική και η πορεία τους ξεδιπλώνονται αναλυτικά στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Τυπολογίες συναισθημάτων: Κοκκίνου Κούρκουλας Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες» που διοργανώνει το ek magazine στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στην Αθήνα, στις 13 Δεκεμβρίου, ενώ επιπλέον με αφορμή την εκδήλωση, σε μια νέα έκδοση από το ek magazine, αποτυπώνεται η αρχιτεκτονική της Μαρίας Κοκκίνου και του Ανδρέα Κούρκουλα.
Ήταν ομιχλώδες το κλίμα στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2008. Μια ακινησία σε μια χώρα που έμοιαζε κουρασμένη από το διακύβευμα της ισχυρής Ελλάδας που ξεκίνησε με την είσοδο στο ευρώ και διογκώθηκε την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα υπήρχε και μια ατονική συζήτηση για το αν τελικά η κληρονομιά των Ολυμπιακών ωφέλησε ή όχι την πόλη και τους κατοίκους της. Είχε συμβεί και μια αλλαγή πολιτικής που ενώ ήθελε μέχρι το 2004 όλα τα μάτια και τα έργα να είναι στραμμένα στην Αθήνα, μπήκε τότε μια άνω τελεία και τα περισσότερα κονδύλια μεταφέρθηκαν χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σχεδιασμό στην επαρχία. Όλο αυτό επιδεινώθηκε μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπολου, τα επεισόδια που την ακολούθησαν και από το 2009 και μετά μπαίνουμε ουσιαστικά σε τροχιά οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Σε αυτή την κατάσταση όμως μιας γενικής δυσλειτουργίας στο “talk of the town” φαινόταν ότι κάπου κάτι κινείται. To κτίριο του Μουσείου Μπενάκη στο 138 της Οδού Πειραιώς είχε δείξει πώς ένας πολιτιστικός χώρος τελικά μπορεί να έχει (και γρήγορα αφού εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2004) ουσιαστικό αντίκτυπο στο αστικό τοπίο. Ειδικά σε μια περίοδο που υποτίθεται θα έπρεπε να ζούμε και ν΄αναπνέουμε γύρω από τα ολυμπιακά έργα, το κτίριο του Μουσείου έμοιαζε να γράφει καλύτερα στην καθημερινότητα.
Το γραφείο των αρχιτεκτόνων του Μουσείου Μπενάκη βρισκόταν τότε όπως και τώρα στην οδό Χρυσάνθου Σερρών στη Νεάπολη. Είναι ένα στενό με σκαλιά που συναντά τη Δαφνομήλη που ενώ είναι τόσο ωραίος δρόμος πάντα βλαστημάω όταν ανεβαίνω την ανηφόρα της. Μετά, όμως, η συζήτηση με τη Μαρία Κοκκίνου και τον Ανδρέα Κούρκουλα (συνεργάτες και ζευγάρι) ήταν απολαυστική. Η πρώτη θυμόταν πώς όταν άνοιξε το μουσείο αισθανόταν σαν να είχε “βάλει γκολ” και ο δεύτερος πίστευε ότι η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είναι ένα σπορ των νεόπλουτων. Από τα λόγια τους όμως τότε φαινόντουσαν δύο άνθρωποι που αγαπούσαν την Αθήνα αλλά και κυρίως τη δουλειά τους.
Τον Νοέμβριο του 2024 βλαστήμησα για μια ακόμη φορά ανεβαίνοντας την Δαφνομήλη. Στο γραφείο “Κοκκίνου Κούρκουλας Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες” με περίμεναν ο Ανδρέας και η κόρη του Κατερίνα Κούρκουλα αφού η Μαρία Κοκκίνου δεν είναι στη ζωή από το 2022. Αφορμή της συνάντησης είναι η έκδοση από το ek magazine ενός τόμου με αφορμή τη δουλειά του γραφείου τα τελευταία 35 χρόνια. Η έκδοση μάλιστα θα συνοδευτεί από μια εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος στις 13 Δεκεμβρίου.
Η αλήθεια είναι πως πια και στην Ελλάδα ο κόσμος μέσα από το διαδίκτυο και τα social media καταναλώνει πολλή αρχιτεκτονική. Υστερούμε όμως σε πολλά. Καταρχάς δεν υπάρχουν πολλές εκδόσεις για τις δουλειές αρχιτεκτόνων. Η Κατερίνα Κούρκουλα που μαζί με τον Hannes Gutberlet έχουν το en-route-architecture λέει πως “στο εξωτερικό είναι κομμάτι ενός γραφείου συνήθως να εκδίδει και βιβλία κάθε τόσο για τη δουλειά του.” Αναφέρει πως η τρέχουσα κατάσταση με τα social media δεν είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για τον τομέα της. “Υπάρχει μια εμμονή με την εικόνα, κάτι που μπορεί μεν να βοηθήσει στην προβολή του επαγγέλματός μας, αλλά συχνά οδηγεί σε μια φετιχοποίηση της εικόνας με έμφαση στο lifestyle. Τα βιβλία, από την άλλη, προσφέρουν μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία, συνδυάζοντας κείμενα, σχέδια και αφήγηση.”
Η ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΑ 35 ΧΡΟΝΙΑ
Στη χώρα μας πέρα από εκδόσεις για τα “ιερά τέρατα” Πικιώνη, Ζενέτο, Κωνσταντινίδη, Δοξιάδη κ.τ.λ .υπήρχε στο παρελθόν “ο περίφημος Δουμάνης όπου έβγαζε δύο περιοδικά τα οποία είχαν καταντήσει στο τέλος να είναι σαν τηλεφωνικοί κατάλογοι. Το έκανε όμως πολλά χρόνια και με συνέπεια. Μετά εμφανίστηκε ο Γιώργος Σημαιοφορίδης με το περιοδικό Τεύχος, παράλληλα με την έλευση αρκετών αρχιτεκτόνων με σπουδές στην Ιταλία. Το περιοδικό τάραξε τα νερά και τη μονοκρατορία του Δουμάνη”, θυμάται ο Ανδρέας Κούρκουλας. Ο Γιώργος Σημαιοφορίδης πέθανε αρκετά νέος, το 2002 και από τότε υπάρχει κενό που το καλύπτουν επιτυχώς προσπάθειες και περιοδικές εκδόσεις όπως αυτές του ek magazine.
Το πώς θα χωριστούν τα κεφάλαια του βιβλίου ήταν ένας βασικός προβληματισμός. Δεν ήθελαν ούτε χρονολογικά, ούτε με τα πρότζεκτ ούτε με τις κλίμακες. Οπότε κινήθηκαν “βάσει συναισθημάτων”. Το φως, ο τόπος, το βλέμμα, έννοιες που τους απασχολούν διαχρονικά στη δουλειά τους. Ο Γιάννης Πεπονής, ένας από τους δύο βασικούς συνεργάτες του γραφείου, ο άλλος είναι ο Δημήτρης Κορρές, συνδέει στον πρόλογο της έκδοσης την αρχιτεκτονική με “την έκφραση ευρύτερων ανθρωπιστικών αξιών. Επιβεβαιώνουν τον ρόλο της αρχιτεκτονικής στη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου ορίων και χωρικών σχέσεων που υποστηρίζουν και κάνουν κατανοητή την καθημερινή δημόσια και ιδιωτική ζωή, σε όλο τον πλούτο ρυθμού, κίνησης και μοτίβων συναίσθησης.”
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΥΠΟΓΡΑΦΗ
Το γραφείο “Κοκκίνου Κούρκουλας Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες” έχει ασχοληθεί με διάφορες κλίμακες εσωτερικά και εξωτερικά. Η Κατερίνα Κούρκουλα που το “βλέπει κάπως απ’ έξω” παρατηρεί πως το γραφείο δεν έχει μια συγκεκριμένη αισθητική υπογραφή. “Είναι μια διαδικασία σχεδιασμού και σχέσης με τον πελάτη, η οποία αυτή βγαίνει στο τέλος. Αν δούμε όλα τα έργα δεν μοιάζουν. Υπάρχουν κοινά στοιχεία. Προφανώς όλοι έχουμε αισθητικά πράγματα τα οποία κουβαλάμε και πράγματα που μας αρέσουν και δεν μας αρέσουν. Σημασία έχει να υπάρχουν διάφορες σχεδιαστικές αρχές που έχουν να κάνουν με αυτό που λέμε με τον τόπο του κάθε έργου, το οποίο μπορεί να είναι αστικό, μπορεί να είναι φυσικό τοπίο, έχει να κάνει με τον πελάτη με τη χρήση και αυτό κάθε φορά μπαίνει σε επεξεργασία και βγάζει ένα άλλο αποτέλεσμα.
“Βλέπω το Μπενάκη σήμερα και την ψωνίζω”
Έρχεται το Μπενάκη έχει να κάνει με την πόλη, με τον επισκέπτη, με την τέχνη και αυτό βγάζει άλλο αποτέλεσμα. Έρχεται ένας ιδιώτης με μια κατοικία κοντά στη θάλασσα, η οποία έχει να κάνει με μία οικογένεια, με το πώς ζει καθημερινά, ποιες είναι οι συνήθειές τους, ποια η σχέση τους με τον κήπο, ποια η σχέση τους με τη θάλασσα, αυτό βγάζει ένα άλλο αποτέλεσμα. Νομίζω ότι αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό, ότι υπάρχει μία διαδικασία που φτάνει σ’ ένα αποτέλεσμα το οποίο είναι διαφορετικό κάθε φορά.”
“Δεν υπάρχει ένα πράγμα”, συμπληρώνει ο Ανδρέας Κούρκουλας. “Είμαστε ανοιχτοί στα πάντα. Ήρθαμε εδώ πέρα και περιμένουμε. Ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Στην αρχή που ήμασταν νέοι, δεν είχαμε δουλειές και πλακώσαμε τους δημόσιους διαγωνισμούς. Πρέπει να έχουμε κάνει πάνω από 80 προτάσεις. Δεν πήραμε ούτε ένα βραβείο σε αυτούς. Δεν έχουμε πάρει κανένα βραβείο, πλην από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων, ο οποίος μας το μοίρασε μισό μισό στο Μπενάκη μ’ έναν παιδικό σταθμό.”
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ
Ας μη μείνουμε όμως στο “μισό βραβείο”. Το Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς είναι μέχρι στιγμής το εμβληματικό έργο των “Κοκκίνου Κούρκουλας Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες”. Ο Ανδρέας Κούρκουλας βέβαια το σκέφτεται λίγο παραπάνω όταν του βάζω το ερώτημα για ποιο έργο θα ήθελε τελικά να μείνει για πάντα στην ιστορία, αφού θεωρεί εξίσου μοναδική δουλεία τα γραφεία του Shop And Trade που είναι λίγα μέτρα παρακάτω. Μιλώντας όμως για το Μουσείο “το βασικό μας μέλημα ήταν ότι οι επισκέπτες είναι το κύριο “έκθεμα” ενός μουσείου. Ακόμα και στην ψηφιακή εποχή η επίσκεψη σε ένα μουσείο προσφέρει μια μοναδική αίσθηση κοινότητας και σεβασμού προς την τέχνη. Με αυτή τη λογική, η ράμπα στο Μπενάκη σχεδιάστηκε ως η κύρια “οθόνη” του μουσείου. Ακόμα και όταν δεν λειτουργεί, η ράμπα υποδηλώνει την κίνηση των επισκεπτών, οι οποίοι αποτελούν το πραγματικό επίκεντρο του μουσείου.
Μπορώ να κάνω τον πονηρό και να πω πως μετά από 20 χρόνια «ναι, η ιδέα δούλεψε». Ότι ήταν βασισμένη σε στέρεες βάσεις. Αυτές που πήρα κυρίως από τις σπουδές μου στην Αγγλία, γιατί εκεί σπουδάσαμε, στην Ελλάδα κάναμε “ανωτάτη κομμουνιστική” και όταν έφυγα είπα ότι δεν θα κάνω αρχιτεκτονική μόνο για τις βίλες των πλουσίων. Ε, βλέπω το Μπενάκη σήμερα και την ψωνίζω γιατί οι αρχιτέκτονες είμαστε κατεξοχήν ψώνια διότι υπάρχει αυτό το θέμα της αιωνιότητας του χρόνου.”
ΠΟΙΑΝΟΥ ΕΡΓΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;
Το ζήτημα της “αθανασίας” είναι κάτι που απασχολεί τον άνθρωπο από την εποχή που έχουμε καταγεγραμμένη ιστορία. Η ανάγκη για υστεροφημία διακρίνεται από τα ομηρικά έπη μέχρι την ταινία που έχει γυρίσει τώρα ο Τζον Μάλκοβιτς και θα προβληθεί το 2115. Τα κτίρια όμως μένουν ή πάντα αφήνουν μια πληροφορία πίσω. Ένα ελληνικό παράδοξο είναι ότι σπάνια ξέρουμε ποια ή ποιος έχει χτίσει οτιδήποτε σε αυτή τη χώρα. “Ο όρος «αρχιτέκτονας» στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά με μια ευρύτερη, μεταφορική έννοια, πέρα από την αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα”, αναφέρει ο Ανδρέας Κούρκουλας. “Για παράδειγμα, πολιτικοί όπως ο Καραμανλής και ο Σημίτης αποκαλούνται “αρχιτέκτονες” συγκεκριμένων πολιτικών επιτευγμάτων. Αυτή η χρήση υποδηλώνει μια θεϊκή, σχεδόν μυθική διάσταση, χωρίς όμως να αναγνωρίζει την προσφορά των πραγματικών αρχιτεκτόνων.
Η έννοια της “τεκτονικής” είναι επίσης σημαντική. Αν και οι αρχιτέκτονες δημιουργούν έργα που αντέχουν στον χρόνο, η κοινωνία συχνά δεν γνωρίζει τους δημιουργούς τους. Για παράδειγμα, ο Ζενέτος, ένας σημαντικός Έλληνας αρχιτέκτονας, είναι γνωστός στους συναδέλφους του αλλά όχι στο ευρύ κοινό.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στο εξωτερικό υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση και εκτίμηση του ρόλου του αρχιτέκτονα. Στην Ελβετία για παράδειγμα το χαρτονόμισμα έχει τον Λε Κορμπιζιέ πάνω.”
“ΘΑ ΤΡΙΒΕΤΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ”
“Η αρχιτεκτονική ιστορία της Αθήνας γράφεται στην 3η Σεπτεμβρίου. Έχουμε ένα νεοκλασικό σχέδιο, οραματικό, χαράσσεται ένα τρίγωνο με την Ομόνοια, το Σύνταγμα και τον Κεραμεικό και έχεις και ένα δρόμο που πάει πάνω στην Ακρόπολη στην αφετηρία της γέννησης της πόλης. Εκεί πάει κάποιος και βάζει ένα σπίτι και τον σταματά. Κάτι που δεν γίνεται στην Πατησίων για παράδειγμα. Εκεί φαίνεται πως η ικανότητα των μικροσυμφερόντων διαμόρφωσε την Αθήνα”, λέει ο Ανδρέας Κούρκουλας.
Βέβαια, η Κατερίνα Κούρκουλα ισχυρίζεται ότι η Αθήνα δεν είναι άσχημη. “Άσχημες είναι οι πόλεις οι οποίες δεν δουλεύουν, δεν έχουν ζωή, είναι εγκαταλειμμένες, έχουν γκέτο. Η Αθήνα δεν είναι άσχημη πόλη.”
Στο τραπέζι πέφτουν όλα τα προβλήματα. Προφανώς, η Αθήνα δεν μοιάζει καθόλου με αυτή του 1987 και με αυτή του 2008. Μετά από αλλεπάλληλες κρίσεις, την πανδημία αλλά και τα σύγχρονα ήθη η συζήτηση έχει μετατοπιστεί στο πώς αντιδρά η πόλη στην “τουριστικοποίηση”, στην κλιματική αλλαγή και στην αιώνια κουβέντα για τον δημόσιο χώρο.
“Δεν είναι δυνατόν να λες ότι είναι άσχημη πόλη και παράλληλα να τρομάζουμε από τον τουρισμό. Κάτι λέει αυτό”, υποστηρίζει ο Ανδρέας Κούρκουλας. “Και αυτό που λέει είναι κάτι άλλο από το η “Αθήνα είναι άσχημη”. Έχουμε πια προβλήματα πολυτελείας σε σχέση με το πού βρισκόταν η Αθήνα παλαιότερα. Σε αντίθεση με πολλές μεγάλες μητροπόλεις που σχεδιάστηκαν με τρόπο που απωθούσε την κοινωνική συναναστροφή, καθώς προορίζονταν για βιομηχανική χρήση, ανέπτυξε μια δομή φιλική προς την κοινωνική ζωή. Σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου παρουσιάζει μια ιδιαίτερη γοητεία για την απομόνωση που επιτρέπει το internet. Μπορώ να δουλεύω από το σπίτι μου για οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά ξέρω όμως πως οποιαδήποτε στιγμή και να βγω κάτι θα γίνεται.
Είναι μια πόλη που σαν σκηνοθέτης δύσκολα μπορείς να γυρίσεις σκηνή θρίλερ. Γιατί η Αθήνα έχει το μικρότερο οικοδομικό τετράγωνο και το μικρότερο οικόπεδο, που σημαίνει πάρα πολλές πόρτες και πάρα πολλά παράθυρα πάνω στο δρόμο. Άρα, υπάρχει ένα δίκτυο βλεμμάτων που ελέγχει τον δημόσιο χώρο.
Επίσης, η πολυκατοικία μπορεί να μην είναι αισθητικά ωραία αλλά είναι πάρα πολύ δυνατή κοινωνικά. Και στην περίοδο του διαδικτύου επαναλαμβάνω, αυτό το κρυφό χαρτί γίνεται κύριο χαρακτηριστικό. Νομίζω, θα δούμε πράγματα στην Αθήνα που θα τρίβουμε τα μάτια μας.”
Φέρνει όμως η παγκοσμιοποίηση μια κρίση ταυτότητας και στην αρχιτεκτονική; Σίγουρα αλλά η Κατερίνα Κούρκουλα θεωρεί πως “αυτό που διαφοροποιεί για παράδειγμα την Ελλάδα είναι η απουσία τυποποίησης. H χειρωνακτική εργασία εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Οι Έλληνες τεχνίτες διαθέτουν εξειδικευμένες δεξιότητες και μπορούν να προσφέρουν μοναδικές λύσεις.”
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα πολυκατοικία η οποία να είναι ίδια με του γείτονα, “τα λέει όλα”, συμπληρώνει ο Ανδρέας Κούρκουλας.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Πίσω στο 2008 πάλι, τότε που ο Ανδρέας Κούρκουλας θεωρούσε πως η αρχιτεκτονική ήταν κάτι που αφορούσε λίγους ανθρώπους. Σήμερα, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. “Με τίποτα δεν είμαστε εκεί που ήμασταν. Οι αρχιτέκτονες έχουν μεγάλο κομμάτι πια της αγοράς με συμμετοχή σε σχέση με το παρελθόν. Απλά δεν είμαστε στο επίπεδο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που είναι μεσογειακές χώρες και η αρχιτεκτονική απογειώθηκε.
Έχουμε έξι σχολές αρχιτεκτονικής και έχουμε άλλους τόσους, αν όχι διπλάσιους που σπουδάζουν στο εξωτερικό. Υπάρχει μια μανία για τη σπουδή στους Ελληνες και δεν είναι απλώς μανία, είναι ότι όπου σηκώσεις μια πέτρα στον διεθνή χώρο, στον ακαδημαϊκό ή στα καλά γραφεία του εξωτερικού, υπάρχουν Έλληνες.”
“Η αρχιτεκτονική είναι η κατεξοχήν κοινωνική τέχνη”
Η Κατερίνα Κούρκουλα σημειώνει “πώς από τα πανεπιστήμια βγαίνουν περισσότερες γυναίκες. Η δουλειά μας είναι στη μέση, από τη μια ο πελάτης από την άλλη η κατασκευή. Ο χώρος της κατασκευής είναι ανδροκρατούμενος και δύσκολα θ’ αλλάξει. Η μητέρα μου πήγαινε σε οικοδομή και δεν της μιλούσε κανείς. Πολλές φορές λέγανε «φέρε τον Αντρέα για να μας πει τι να κάνουμε». Έχει αλλάξει αυτή η γενιά τώρα. Εγώ πάω και δεν θεωρώ ότι δεν θα μου μιλήσει κανείς.”
Μπορεί να έχει γνώμη όμως για την αρχιτεκτονική σήμερα; Να κάνει κριτική σ’ ένα έργο; Σε ποιους απευθύνεται στο κάτω κάτω της γραφής η έκδοση με τις δουλειές του “Κοκκίνου Κούρκουλας Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες”;
“Η αρχιτεκτονική είναι η κατεξοχήν κοινωνική τέχνη. Αν δεν μπορεί ο κάτοικος, η περαστική να κατανοήσει, να τους κάνεις να αισθανθούν κάτι, έχεις χάσει. Η έκδοση δεν ήθελα να απευθύνεται αποκλειστικά σε αρχιτέκτονες. Θεωρώ ότι το επάγγελμα είναι όπως και οι σκηνοθέτες. Δηλαδή μπορεί εσύ να κάνεις κάτι για σένα, οι αναφορές σου να είναι μέσα στο επάγγελμα, αλλά μετά κρίνεσαι από πολύ κόσμο και είναι λάθος να μην μπορούμε να απευθυνθούμε, να μιλήσουμε, να εξηγήσουμε κάτι. Για αυτό πέρα από τις εικόνες θα βρείτε και σκίτσα που προσπαθούν να ξεκλειδώσουν την ιδέα πίσω από την εικόνα,” απαντά η Κατερίνα Κούρκουλα.
Ο Ανδρέας Κούρκουλας το βλέπει λίγο διαφορετικά “ Στο τέλος της ημέρα θα ήθελα να πάρω αυτό το βιβλίο και να το πάω στα εγγόνια μου ώστε να δουν τι βλακείες έχει κάνει η γιαγιά σου και ο παππούς σου.”
Τυπολογίες Συναισθημάτων: Κοκκίνου Κούρκουλας Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες.
Το ek magazine διοργανώνει εκδήλωση για τους αρχιτέκτονες Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέα Κούρκουλα στο ΚΠΙΣΝ στις 13 Δεκεμβρίου του 2024, υπό την αιγίδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής.
Επιμέλεια εκδήλωσης: Αριάδνη Βοζάνη, Αρχιτέκτων, Καθηγήτρια ΕΜΠ, Διευθύντρια Σύνταξης του ek magazine.
• Δημήτρης Ανδριόπουλος, Dimand – Ricky Burdett, Καθηγητής LSE
• Ζήσης Κοτιώνης, Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
• Κατερίνα Κούρκουλα, En Route Architecture
• Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Ομ. Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Πάτρας
• Γιώργος Μητρούλιας, AREA, Αν. Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας
• Έλλη Παγκάλου, Elandscape
• Γιάννης Πεπονής, Καθηγητής Αρχιτεκτονικής Σχολής Georgia Tech
• Νικόλας Τραβασάρος, Divercity Architects
• Δημήτρης Κορρές, Αρχιτέκτων