ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
Οι μικρές, αλλά ταυτόχρονα μεγάλες ιστορίες πέντε ανθρώπων που δουλεύουν σκληρά στην πολύβουη οδό Αχαρνών.
Μια βραδιά του Γενάρη, βρεθήκαμε στην οδό Αχαρνών, για να έρθουμε λίγο πιο κοντά στην καθημερινότητα των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στη συγκεκριμένη -κάπως πιο αθέατη- πλευρά της πόλης. Περιηγηθήκαμε σε μια περιοχή της Αθήνας που μοιάζει να βρίσκεται κάπου αλλού, κάπου μακριά από το γνωστό και οικείο τοπίο της πρωτεύουσας. Τα αρώματα των μπαχαρικών, οι φωνές και οι ήχοι από γλώσσες διαφορετικές, οι πινακίδες σε αραβική, φαρσί και ούρντου γραφή και τα πρόσωπα του μόχθου συνθέτουν ένα ιδιαίτερο, πολυπολιτισμικό σκηνικό.
Συναντήσαμε πέντε ανθρώπους που θέλησαν να μοιραστούν τις ιστορίες τους. Τις μικρές, αλλά συνάμα και μεγάλες ιστορίες μετανάστευσής τους.
Ο 43χρονος Άρια από το Ιράν, μπαρμπέρης που προσφέρει κουρέματα στα πέντε ευρώ, μας εξήγησε πως το επάγγελμά του του δίνει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με πολλούς ανθρώπους, από διάφορες γωνιές του κόσμου. Ο 19χρονος Γιούσεφ από την Αίγυπτο, γυψοσανιδάς στο επάγγελμα, μιλάει για τις δυσκολίες της δουλειάς, αλλά και για το πώς έχει καταφέρει να χτίσει μια σταθερή καθημερινότητα. Από την άλλη, ο Ράτζα από το Πακιστάν εργάζεται στο ταχυφαγείο του αδελφού του και απολαμβάνει να φτιάχνει γεύματα που θυμίζουν την πατρίδα του. Ο 40χρονος Ασιόκ από το Μπαγκλαντές εργάζεται ως υπάλληλος σε ένα μικρό mini market και περιγράφει την καθημερινή του επαφή με πελάτες από διάφορες κουλτούρες. Τέλος, ο Αντρέας από τη Συρία διατηρεί το καφέ ναργιλεδάδικο της περιοχής, το οποίο αποτελεί σημείο συνάντησης για πολλούς συμπατριώτες του.
Όλοι τους μοιράζονται δύο κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτον, δηλώνουν πως δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρατσισμού στην Ελλάδα. Δεύτερον, εκφράζουν με βεβαιότητα ότι δεν κάνουν όνειρα για το μέλλον. Η καθημερινότητά τους, γεμάτη δυσκολίες και υποχρεώσεις, φαίνεται να αφήνει ελάχιστο χώρο για όνειρα.
Περπατώντας στην οδό Αχαρνών, συναντάς ανθρώπους που, παρά τις δυσκολίες της ζωής τους, διατηρούν ζωντανό το αίσθημα της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης. Με σκληρή δουλειά παλεύουν για την επιβίωσή τους, κι αν νιώσουν οικεία, θα σε καλωσορίσουν με ζεστό χαμόγελο και θα σε φιλέψουν στο μαγαζί τους, μοιράζοντας απλόχερα από το υστέρημά τους. Μιλούν με εκτίμηση και αγάπη για τους ανθρώπους, ψάχνουν καταφύγια και ειρήνη, αναζητώντας τη συνύπαρξη και την κοινωνική ένταξη με σεβασμό και αξιοπρέπεια.
Στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, αν σταθείς για λίγο, σύντομα κάποιος θα σε πλησιάσει με ένα απλό “γεια”, αναζητώντας επικοινωνία και ανθρώπινη επαφή. Με ένα χαμόγελο, θα σου δείξουν πως οι προθέσεις τους είναι καλές, παρόλο που μπορεί να πιστεύεις το αντίθετο. Θα σε δουν να στέκεσαι έξω από το μαγαζί τους με μια κάμερα, και αντί να είναι επιφυλακτικοί ή καχύποπτοι, θα σε προσκαλέσουν μέσα για να κάνετε κουβέντα.
Η παρουσία των μεταναστών στις γειτονιές της Αθήνας, όπως η Αχαρνών, αποτελεί μια σημαντική κοινωνική αλλαγή που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όταν η Ελλάδα από χώρα αποστολής μεταναστών έγινε χώρα υποδοχής. Αυτή η πολυπολιτισμική συνύπαρξη εμπλουτίζει τον κοινωνικό ιστό της πόλης, φέρνοντας νέες πολιτισμικές δυναμικές αλλά και προκλήσεις για την κοινωνική ένταξη και την αλληλεπίδραση μεταξύ των κατοίκων. Παρά τις δυσκολίες που συχνά αντιμετωπίζουν, οι μετανάστες συμβάλλουν ουσιαστικά στην κοινωνία, όπως κάθε άλλος πολίτης. Η κατανόηση και η αποδοχή τους ως ισότιμα μέλη της κοινότητας δεν αποτελεί μόνο πράξη δικαιοσύνης, αλλά και θεμέλιο για μια συνεκτική, ανθεκτική κοινωνία, όπου η διαφορετικότητα αναγνωρίζεται ως πηγή πλούτου και όχι ως απειλή.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΡΑΝ
Ο Άρια από το Ιράν, 43 ετών, ζει στην Ελλάδα τα τελευταία 7 χρόνια και εργάζεται ως μπαρμπέρης και tattoo artist, μαζί με τον 22χρονο γιο του, τον Αβέστα. Στο Ιράν, η ενασχόληση με αυτά τα επαγγέλματα ήταν περιορισμένη λόγω των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών.
«Πάντα έκανα αυτά τα επαγγέλματα, αν και στο Ιράν είναι δύσκολο να κάνεις τατουάζ, δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό και αντιμετωπίζεις πολλά προβλήματα μόνο και μόνο για τη δουλειά σου», λέει ο Άρια.
Ο Άρια και ο γιος του έχουν προσαρμοστεί στους ρυθμούς της ζωής στην Ελλάδα και αγαπούν πολύ τη δουλειά τους. Εδώ έχουν βρει τον δικό τους χώρο και νιώθουν ελεύθεροι να εκφράσουν τις δημιουργικές τους ανησυχίες, κάτι που δεν ήταν εύκολο στην πατρίδα τους.
«Υπάρχουν πολιτικά προβλήματα στο Ιράν. Εδώ τα πράγματα είναι πιο ανοιχτά, πιο ήρεμα, πιο ανοιχτόμυαλα. Υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία», σημειώνει ο Άρια, εξηγώντας την απόφασή του να μετακομίσει στην Ελλάδα. «Αγαπάμε τη δουλειά μας. Στο μαγαζί μας έρχονται άνθρωποι από όλες τις χώρες, και αυτό είναι ενδιαφέρον. Η ζωή στην Ελλάδα είναι διαφορετική, πιο άνετη, πιο ελεύθερη. Στο Ιράν το να είσαι μοντέρνος είναι δύσκολο πράγμα…»
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΡΙΑ
Ο Αντρέας από τη Συρία ζει στην Ελλάδα εδώ και 25 χρόνια και είναι ο ιδιοκτήτης του Paris Nargile Cafe, ενός μαγαζιού όπου οι άνθρωποι συναντιούνται για να απολαύσουν τον καφέ, το ποτό ή τον ναργιλέ τους μετά τη δουλειά. Το καφέ λειτουργεί εδώ και 12 χρόνια και έχει γίνει στέκι για πολλούς, αφού οι επισκέπτες ξέρουν ότι πρόκειται για έναν χώρο χαλάρωσης και καλής παρέας.
«Η Ελλάδα και η Συρία είχαν και συνεχίζουν να έχουν καλές σχέσεις. Οι άνθρωποι των δύο χωρών τουλάχιστον. Διατηρώ αυτό το μαγαζί, με στόχο να ενώνω τους ανθρώπους, να περνάνε καλά, να χαλαρώνουν και να ξεφεύγουν από τα προβλήματά τους. Η μουσική στο μαγαζί είναι από διάφορες χώρες, και φυσικά, από τη Συρία», λέει ο Αντρέας.
Ο ίδιος τονίζει ότι το μαγαζί του έχει γίνει σήμα κατατεθέν στην περιοχή και οι πελάτες αναγνωρίζουν την αγάπη του για τη δουλειά που κάνει.
Άλλωστε, το Paris Nargile Cafe είναι ένας χώρος όπου συναντιούνται άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες, απολαμβάνοντας τη μουσική, η οποία ως γνωστόν φτιάχτηκε για να ενώνει τους ανθρώπους. «Ο κόσμος ξέρει το μαγαζί και ξέρει ότι αγαπάω πολύ αυτό που κάνω. Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους λαούς, είμαστε το ίδιο στο τέλος της ημέρας», καταλήγει ο Αντρέας.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΟΥΣΕΦ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Ο Γιούσεφ, 19 ετών, με καταγωγή από την Αίγυπτο, εργάζεται ως μάστορας στη γυψοσανίδα. Με πέντε χρόνια εμπειρίας στο επάγγελμα, τόσο στην πατρίδα του όσο και στην Ελλάδα, αποφάσισε να μεταναστεύσει αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
«Αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα για κάτι καλύτερο. Καλά περνάω. Δεν το σκέφτηκα πολύ πριν φύγω από το Κάιρο, απλά το δοκίμασα», λέει ο ίδιος. Η καθημερινότητά του περιλαμβάνει πολλές ώρες εργασίας, αφήνοντας ελάχιστο χρόνο για άλλες σκέψεις. «Όλη μέρα είμαι στη δουλειά, λίγος χρόνος να σκεφτείς τα προβλήματα που έχεις. Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι καλύτερα σε σχέση με την Αίγυπτο. Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο, προς το παρόν είμαι μάστορας και μου αρέσει αυτό που κάνω, παρόλο που είναι ένα δύσκολο και κουραστικό επάγγελμα», προσθέτει.
Τα βράδια ο ίδιος βρίσκει καταφύγιο στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, σημείο στο οποίο συναντιέται με φίλους, τόσο από την Αίγυπτο όσο και από άλλες χώρες. Η πλατεία έχει εξελιχθεί σε χώρο αλληλεπίδρασης και στήριξης για τους μετανάστες, λειτουργώντας ως άτυπο κέντρο κοινοτικής ζωής για ανθρώπους που βρίσκονται μόνοι σε μια ξένη χώρα, μακριά από τις οικογένειές τους.
Τέλος, ο Γιούσεφ δηλώνει πως δεν έχει βιώσει ρατσισμό στην Ελλάδα. «Προβλήματα πολλά δεν έχω, ρατσισμό δεν έχω αντιμετωπίσει στην Ελλάδα. Υπάρχει ήρεμη διάθεση, ο καθένας κοιτάζει τη δουλειά του», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΑΤΖΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝ
Ο Ράτζα ζει εδώ και 9 χρόνια πλέον στην Ελλάδα και εργάζεται στο ταχυφαγείο που διατηρεί ο αδελφός του, μια επιχείρηση που αποτελεί το κέντρο της καθημερινότητάς του. «Είναι ωραίο να φτιάχνω φαγητά που θυμίζουν το Πακιστάν. Είναι σαν να φέρνω ένα κομμάτι της πατρίδας μου εδώ», λέει, περιγράφοντας την αγάπη του για την πακιστανική κουζίνα. Τα πιάτα που ετοιμάζει δεν είναι μόνο δουλειά, είναι και μια σύνδεση με τις ρίζες του.
Το ταχυφαγείο λειτουργεί μέχρι αργά το βράδυ, πολλές φορές και μέχρι τις 3:00 τα ξημερώματα. Κι ο Ράτζα είναι εκεί μέχρι να “βγει” η δουλειά.
«Η δουλειά δεν είναι πάντα εύκολη, αλλά εδώ έχουμε μια ήρεμη ζωή. Δεν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα», τονίζει. Για την ιστορία, στο μαγαζί εργάζονται τέσσερα άτομα, και, όπως εξηγεί ο Ράτζα, ο καθένας έχει τον δικό του ρόλο για να λειτουργούν όλα σωστά.
Η οικογένειά του παραμένει στο Πακιστάν, αλλά αυτό δεν τον κάνει να σκέφτεται την επιστροφή. «Δεν είναι στα πλάνα μου να γυρίσω πίσω σύντομα. Εδώ είναι η ζωή μου τώρα. Η καθημερινότητά μου είναι η δουλειά, και αυτό είναι που με κρατάει σε κίνηση», καταλήγει ο ίδιος.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΙΟΚ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ
Ο Ασιόκ, 40 ετών, κατάγεται από το Μπαγκλαντές και ζει στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια. «Ήρθα με μεγάλη δυσκολία», θυμάται, αναπολώντας το δύσκολο ταξίδι που τον έφερε σε μια ξένη χώρα, μακριά από την οικογένειά του.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, ξεκίνησε να εργάζεται σκληρά. Τα τελευταία 15 χρόνια δουλεύει σε μίνι μάρκετ, μια απασχόληση που του παρέχει σταθερό εισόδημα αλλά και καθημερινή επαφή με πολλούς ανθρώπους.
«Πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι έρχονται καθημερινά εδώ. Έλληνες και ξένοι. Δεν έχει σημασία, όλοι το ίδιο είμαστε. Ποτέ δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίσω κάποιο σοβαρό πρόβλημα εδώ», λέει ο ίδιος. «Μόνο λίγα μικροπροβλήματα, τίποτα που δεν λύνεται, ευτυχώς», προσθέτει.
Παρά την πολυκοσμία που χαρακτηρίζει τη δουλειά του, η ζωή του Ασιόκ στην Ελλάδα είναι μοναχική. Οι μέρες του κυλούν ήσυχα στη δουλειά, και οι προσωπικές του ανάγκες παραμερίζονται μπροστά στο καθήκον που αισθάνεται απέναντι στην οικογένειά του, η οποία είναι πίσω στο Μπαγκλαντές. «Είμαι μόνος εδώ, δεν έχω οικογένεια. Δεν υπάρχει χρόνος για αυτά. Πρέπει να δουλέψω για να επιβιώσω», παραδέχεται.
Κι όταν τον ρώτησα αν κάνει όνειρα για το μέλλον, ο ίδιος απάντησε με ειλικρίνεια: «Μπα, δεν κάνω όνειρα για το μέλλον. Ωστόσο, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι θα γυρίσω κάποια στιγμή πίσω στο Μπαγκλαντές, για να είμαι κοντά στην οικογένειά μου. Προς το παρόν, απλά δουλεύω για εκείνους. Αυτό έχει σημασία για μένα».