ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΡΙΝΗ

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ. ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΣΕ ΑΥΤΟ;

Η Σοφία Γεωργοβασίλη, σκηνοθέτιδα και ηθοποιός, η Μαρία Μπουσδέκη, αρχιτέκτων μηχανικός, ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και οι Σπύρος Παπαϊωάννου και Χριστίνα Χαραλαμποπούλου, ιδιοκτήτες βιβλιοπωλείου/εκδοτικού οίκου σε μία συζήτηση για τη βιωσιμότητα της πόλης, τον πολιτισμό, την ποικιλομορφία και τη στάση της κρατικής πολιτικής.

Κάθε δρόμος κι ένα καινούργιο ξενοδοχείο. Πολυκατοικίες ολόκληρες στα χέρια επενδυτικών εταιρειών που διαχειρίζονται διαμερίσματα για βραχυχρόνια μίσθωση. Κατειλημμένα πεζοδρόμια στο μεγαλύτερο ποσοστό τους από τραπεζοκαθίσματα των καταστημάτων εστίασης – πυροτεχνήματα που όπως γρήγορα εμφανίζονται έτσι εξαφανίζονται. Η λέξη κρίση κολλάει παντού – από την προσπάθεια εύρεσης στέγης μέχρι τη βιωσιμότητα των μικρών επιχειρήσεων, απόρροια της υπερτουριστικοποίησης, της Golden Visa, του εύκολου κέρδους και της κρατικής ασυδοσίας. Το κέντρο της Αθήνας έχει αλλάξει. Μπορούμε να ζήσουμε σε αυτό;

“Θα μιλήσω πρώτα ως μόνιμη κάτοικος του κέντρου και θα πω πώς το κέντρο της Αθήνας, κυρίως το ιστορικό κέντρο, είναι μια αβίωτη και πολλές φορές γελοία πραγματικότητα για εμάς που το κατοικούμε”, λέει η Σοφία Γεωργοβασίλη, σκηνοθέτιδα και ηθοποιός, παραθέτοντας μία εικόνα γνώριμη. Μηδενικός δημόσιος χώρος, μαγαζιά που έχουν κατακλύσει τα πεζοδρόμια, τους δρόμους και τα στενά με αυτοσχέδια τραπέζια και καρέκλες, αφήνοντας κυριολεκτικά μια σπιθαμή χώρου στον οποίο στριμώχνονται οι κάτοικοι και οι επισκέπτες, οι τουρίστες με τις βαλίτσες τους, οχήματα delivery και μαύρα μερσεντές βανάκια που πηγαινοφέρνουν τουρίστες.

“Το ηχοτοπίο της πόλης είναι, μόνιμα πλέον, τυχαία μουσική από κάποιο μπαρ/εστιατόριο, τα ροδάκια από τις βαλίτσες των τουριστών, οι εξατμίσεις από τα άπειρα μηχανάκια και ένα κομπρεσέρ από κάποια ανακαίνιση. Η ποιότητα ζωής των μόνιμων κατοίκων που δεν έχουν εκτοπιστεί από τα μπουτίκ ξενοδοχεία και τα airbnb, έχει φθίνει σε μεγάλο βαθμό κι αυτό οφείλεται στην αλόγιστη συμπεριφορά που έχουμε ως προς τον τουρισμό και την λεγόμενη “ανάπτυξη”.

Στη χώρα μας, και θα τολμήσω να γενικεύσω εδώ, έχουμε ένα χαρακτηριστικό που δυστυχώς σε μεγάλη κλίμακα γίνεται αυτοκαταστροφικό: αυτό της αντιγραφής. Ό,τι πάει καλά το κοπιάρουμε τυφλά. Πάει καλά το airbnb; Θα γίνουν όλοι διαχειριστές airbnb. Κι όχι ένα σπίτι. Δεκαπέντε μίνιμουμ ο κάθε διαχειριστής.

Πάει καλά το ψωμί sourdough και το flat white; Θα ανοίξουν 15 παρόμοια καφέ στην ίδια γειτονιά. Το gentrification ποτέ δεν είχε απαραίτητα μέτρο και αίσθηση πρωτοτυπίας, αλλά αυτό που συμβαίνει τόσο ραγδαία σε κάποιες γειτονιές της Αθήνας, είναι τρομακτικό. Και με κάποιο μαγικό τρόπο, κανείς δε βλέπει τις επιπτώσεις που έχει η κατάσταση αυτή στους ανθρώπους της, που είναι η ζωντανή καρδιά αυτής της πόλης. Οι τουρίστες έρχονται και παρέρχονται, οι κάτοικοι μένουν όμως”.

iStock

Για τη Μαρία Μπουσδέκη, Αρχιτέκτων Μηχανικός (MSc “Περιβάλλον και Ανάπτυξη”) και συγγραφέας του βιβλίου «Gentrification και εκτοπισμός, μια μελέτη και μερικές σκέψεις για το τι συμβαίνει στις γειτονιές μας», όλο και περισσότερο, το κέντρο της Αθήνας προορίζεται για τουριστική χρήση και τέρψη και αυτό είναι σαφές από όλες τις μεταβολές και παρεμβάσεις που παρατηρούνται.

“Μετά τα χρόνια της κρίσης, φαίνεται ότι η τουριστική ανάπτυξη και η αναδιαμόρφωση του κέντρου της Αθήνας για αυτό, αποτέλεσε κεντρικό σχεδιασμό κράτους και κεφαλαίου. Το gentrification του τουρισμού είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις οικονομίες που βασίζονται σ’ αυτόν ως παράγοντα ανάπτυξης. Τείνει να εμφανίζεται σε μέρη, όπου η αγοραστική δύναμη των επισκεπτών, αντικαθιστά την έλλειψη τοπικής ζήτησης, με κλασικό παράδειγμα την περίπτωση της Νότιας Ευρώπης. Φυσικά, μέρος του φαινομένου του τουριστικού gentrification και της τουριστικοποίησης αποτελεί η ραγδαία εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων και του Airbnb οδηγώντας σε ακραία εμπορευματοποίηση του οικιστικού αποθέματος και αλλαγής των χρήσεων.

Ταυτόχρονα, συνηγορούν και σε αυτό οι διάφορες κρατικές παρεμβάσεις. Προγράμματα και έργα, όπως, μεταξύ άλλων, ο «μεγάλος περίπατος», η μεταφορά μεγάλων υπουργείων και οργανισμών από το κέντρο στο λεγόμενο «κυβερνητικό πάρκο» της ΠΥΡΚΑΛ στον Υμηττό, η μεταφορά στην Πανεπιστημιούπολη στου Ζωγράφου των πανεπιστημιακών χώρων που εδρεύουν στο κέντρο, επιχειρούν – μέσω της παραχώρησής του αποκλειστικά στους επισκέπτες και τους τουρίστες και στις χρήσεις γης που τους εξυπηρετούν και της μέγιστης άντλησης κέρδους- την καταστροφή του μικτού και πολυλειτουργικού χαρακτήρα του, ως τόπου προορισμού όλων των κοινωνικών στρωμάτων καθώς επίσης και επίκεντρου της κοινωνικής αμφισβήτησης. Οι παρεμβάσεις στα Εξάρχεια, επίσης, συμπληρώνουν το παζλ της πλήρους τουριστικοποίησης του κέντρου. Έτσι, η δρομολόγηση σταθμού μετρό της γραμμής 4 στην πλατεία και η παραχώρηση του λόφου Στρέφη στην ιδιωτική εκμετάλλευση, μαζί με τους λοιπούς σχεδιασμούς για το κέντρο της Αθήνας ολοκληρώνουν το παζλ. Κι όλα αυτά, ταυτόχρονα με τη ραγδαία αύξηση των μαγαζιών διασκέδασης στο κέντρο.

Σε αδρές γραμμές, το κέντρο ερημώνει από ντόπιους ή χρήσεις που τους εξυπηρετούν και μετατρέπεται σε ένα πεδίο άκρατης τουριστικοποίησης και άντλησης του μέγιστου δυνατού κέρδους από τον χώρο στις πλάτες της κοινωνικής πλειοψηφίας που δεν μπορούν ούτε να αντέξουν τα ενοίκια που ανεβαίνουν αναλογικά της τουριστικοποίησης ούτε να κυκλοφορήσουν στις γειτονιές, όπως τις ήξεραν. Ταυτόχρονα, και έχει κι αυτό τη σημασία του, η τάση να εκτοπιστεί κάθε ντόπια δραστηριότητα, πετυχαίνει να θωρακιστεί το κράτος και το κεφάλαιο από πιθανές συγκρούσεις, που μπορούν να λάβουν χώρο στο κέντρο, σε ευθεία αναλογία με τις ευρύτερες πολιτικές που ακολουθούνται (π.χ. νόμος για διαδηλώσεις και συνεχείς κατασταλτικές επιθέσεις σε βάρος όποιου αντιστέκεται), ενώ ταυτόχρονα «απελευθερώνεται» ο χώρος για να μετατραπεί σε λευκό καμβά προς κεφαλαιουχική εκμετάλλευση”.

Φυσικά, μέρος του φαινομένου του τουριστικού gentrification και της τουριστικοποίησης αποτελεί η ραγδαία εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων και του Airbnb οδηγώντας σε ακραία εμπορευματοποίηση του οικιστικού αποθέματος και αλλαγής των χρήσεων.

 

Το βιβλίο της χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο αποτελεί μία μελέτη για το Gentrification, τη γέννηση, την εξέλιξη και τις ρίζες του, παραδείγματα περιοχών που υπέστησαν gentrification τα πρώτα χρόνια εμφάνισής του και αποτέλεσαν πεδία άσκησης νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο χώρο αλλά και αιτίες αγωνιστικών κινητοποιήσεων εναντίον της πάντα στη βάση του ότι ο χώρος διαμορφώνεται με βάση τις εκάστοτε οικονομικές-κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις και συνθήκες. “Από το σύνολο της μελέτης αυτής, βασικό συμπέρασμα είναι πως προϋπόθεση της επιβολής του gentrification είναι ο εκτοπισμός κατώτερων – οικονομικά- τάξεων καθώς και υποβαθμισμένων κοινωνικών ομάδων. Είναι, δηλαδή, δομικό κομμάτι του και όχι παράπλευρη απώλεια. Ένα σημαντικό σημείο στο κομμάτι αυτό της μελέτης είναι και η προσέγγιση του φαινομένου. Ίσως να μην είναι για τους ερευνητές αναγνώστες αλλά είναι σίγουρα για τους κατοίκους και τους αγωνιζόμενους στις γειτονιές που θέλουν να το παρατηρήσουν. Το σημείο αυτό είναι ότι οι διαδικασίες gentrification δεν έρχονται τη στιγμή που εισβάλλουν οι «αναπλάσεις» αλλά εκκινούν από το στάδιο της υποβάθμισης μιας περιοχής και της παρανομιμοποίησης πληθυσμών προκειμένου να έρθουν οι ρητορικές και οι πολιτικές «ανάπλασης» και «εξευγενισμού» με σκοπό να εκκαθαρίσουν της υποβαθμισμένες περιοχές από την παραβατικότητα και την εγκατάλειψη που έχει κτιστεί επιμελώς το προηγούμενο διάστημα με την ενορχήστρωση κράτους και κεφαλαίου. Κι αυτό είναι ένα χρήσιμο σημείο για να εντοπίζονται από νωρίς οι περιοχές που πρόκειται να ισοπεδωθούν”.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αποτελεί μία προσπάθεια να φέρουμε το νήμα της διαδικασίας στο εδώ και στο τώρα. Με βάση την εκτενή μελέτη του πρώτου μέρους, επιδιώκεται μια ανάγνωση όσων συμβαίνουν σήμερα στις γειτονιές μας και για να ακριβολογώ στις γειτονιές της Αθήνας. Προκειμένου να καταλάβουμε γιατί και πως κάποιες (προς το παρόν) από αυτές, μετατρέπονται σε αποστειρωμένους τουριστικούς τόπους και πεδία άντλησης μέγιστου δυνατού κέρδους. Ειδικά αυτές που δε μπορούν πια να χωρέσουν κανέναν από εμάς, τους ανθρώπους της κοινωνικής πλειοψηφίας, τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, τους ανέργους, τους πρόσφυγες, τους «παρίες». Το βασικό συμπέρασμα που βγαίνει από αυτό είναι πως η γλώσσα της ανάπλασης γενικεύεται ραγδαία δημιουργώντας τόπους άκρατης εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο που δεν χωρά η κοινωνική πλειοψηφία. Όπως επίσης και εδώ, ειδικά με την ανάδειξη του παραδείγματος των Εξαρχείων στον ευρύτερο σχεδιασμό για το κέντρο, ότι ο εκτοπισμός είναι δομικό κομμάτι του gentrification και στόχος του, η καταστολή διαμέσου και του εκτοπισμού. Κάτι που ταυτόχρονα, στο παράδειγμα των Εξαρχείων, υπήρξε για πολλά χρόνια ευσεβή πόθο του κράτους”.

Μεταξουργείο iStock

“To γιατί η Αθήνα γνώρισε το gentrification δεν απαντιέται δυστυχώς σε μερικές γραμμές με σαφήνεια. Αλλά νομίζω ότι αποτυπώνεται και επιδιώκεται να απαντηθεί στην έκδοση”, σημειώνει η Μαρία Μπουσδέκη, προσκαλώντας μας να διαβάσουμε το βιβλίο. Στις σελίδες του, ανατρέχει στο παράδειγμα της Νέας Υόρκης και τις γειτονιές της, οι οποίες υπήρξαν και από τα πρώτα παραδείγματα νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας. “Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πόλης που η μεταστροφή του οικονομικού μοντέλου καθόρισε τη μορφή της πόλης και αναδιάρθρωσε το πολιτιστικό της υπόβαθρο. Εκεί, έχει εφαρμοστεί με τα πιο βίαια χαρακτηριστικά όσον αφορά τόσο την χωρική αλλαγή όσο και τον εκτοπισμό πληθυσμών. Σε όλες τις γειτονιές του Μανχάταν που μελετήθηκαν υπήρξαν ισχυρές κινητοποιήσεις των κατοίκων, πάντα ασθενέστερων οικονομικά πληθυσμών, ενάντια στο gentrification και τον εκτοπισμό τους με σημαντική μαζικότητα και μαχητικότητα.Τη δεκαετία του 1980 έχουμε πολύ δυναμικές και συγκρουσιακές κινητοποιήσεις σε γειτονιές όπως το Lower East Side ή το Harlem με κεντρικό σύνθημα “gentrification is a class war””.

Τη δυσκολία της Αθήνας να αφομοιώσει το μέγεθος του τουρισμού που ήδη υπάρχει και που σχεδιάζεται, τονίζει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ. “Ήδη βλέπουμε όλοι τα προβλήματα αυτής της τουριστικής υπερχείλισης να εμφανίζονται στις γειτονιές του κέντρου, στους ρυθμούς της ζωής, στις ροές και στην ποιότητα της κατοίκησης της πόλης. Μετά την εποχή του κόβιντ, η Αθήνα υπέστη σοβαρές αλλαγές, αλλά θα έλεγα περισσότερο ότι έχει αλλάξει η συνείδησή μας για τη σημασία της πόλης. Νομίζω είναι μια μεταβολή που δεν την έχουμε αξιολογήσει όσο χρειάζεται”. Σύμφωνα με τον  ίδιο, ο περιορισμός επανέφερε στις πόλεις μια διάσταση που έμοιαζε να εκλείπει – η σημασία της γειτονιάς, των δημόσιων λειτουργιών και χώρων, οι συνθήκες αλληλεγγύης.

“Επανεμφανίστηκε η ιδέα ότι κατοικώ σε μία πόλη, σημαίνει ότι δεν είμαι μια μονάδα που βρίσκεται σε ένα μητροπολιτικό σύνολο αλλά είμαι μια μονάδα που βρίσκομαι σε διάφορους κύκλους πυκνότητας και κοινωνικότητας, οι οποίοι ενεργοποιήθηκαν όλοι τους. Εστιατόρια, συνοικιακά καταστήματα, μικρότερα μαγαζιά με τρόφιμα, υποδηματοποιίας, μεταποίησης ρούχων, όλα αυτά ενεργοποιήθηκαν σε μικρότερη ακτίνα. Δεν πηγαίναμε όλοι στο κέντρο, αξιοποιήσαμε τη γειτονιά σε μεγάλη κλίμακα. Ήταν μία επανάκτηση σε κάτι που δεν είχαμε δώσει σημασία, ενώ έπρεπε. Η πόλη δεν είναι ένα ψυχρό, στατικό αντικείμενο, σχετίζεται με αυτούς που την κατοικούν. Όταν εμείς ενεργοποιούμε χώρους αυτοί διαφοροποιούνται, μετασχηματίζονται”.

Παρατηρεί με τη σειρά του πώς η αγορά ακινήτων δημιουργεί εμπόδια και πώς η κεντρική πολιτική σκηνή μοιάζει να παραδίδεται και να δίνει πολύ χώρο σε αυτή τη λογική της Αθήνας. “Ασφαλώς και μπορεί να ισορροπήσει ο τουρισμός. Είναι κατά κάποιον τρόπο μια λειτουργία που θα πρέπει να τη δεχτούμε στην ισορροπία της. Το πρόβλημα με την Ελλάδα είναι ότι άγεται και φέρεται από μόδες και στιγμιαίους επενδυτικούς πανικούς. Οτιδήποτε γίνεται σε μια πόλη που έχει μονολειτουργική διάσταση, όταν διογκώνεται μια λειτουργία σε βάρος των υπολοίπων, τη διαταράσσει. Ο πυρήνας της αθηναϊκής ζωής όπως χαρακτηρίζεται στο παρελθόν είναι αυτή ακριβώς η συνύπαρξη διαφορετικών λειτουργιών, κατοικίες, γειτονιές, ανθρώπινες σχέσεις, συμπεριφορές, μετακινήσεις, εργαστήρια, μικρές βιοτεχνίες, κτλ.

Ο Ηλίας Ζέγγελης έχει πει ότι αν δούμε την Αθήνα σε τομή, βλέπουμε το ισόγειο να είναι κατάστημα κι από πάνω οι κατοικίες. Αυτό δίνει τη ζωντάνια στην κατοίκηση της πόλης. Έβγαινες από το διαμέρισμα, από κάτω ήταν χώροι κοινόχρηστοι, εργαστήρια, βιοτεχνίες, ζαχαροπλαστεία, οτιδήποτε. Αυτό λοιπόν είναι ένα μείγμα που όταν διαταραχθεί – αν τα καταστήματα στο ισόγειο γίνουν όλα τουριστικής χρήσης ή μόνο εστίαση, και τα οποία έχουν αυτή τη μανιακή επέκταση στον κοινόχρηστο χώρο, (που αποθρασύνθηκε την περίοδο του κόβιντ και δεν έχει μεταβληθεί από τότε) αυτό καταστρέφει την πολυπλοκότητα της πόλης και χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει η πόλη. Η εστίαση εξορίζει μια σειρά από μικροβιοτεχνίες, συρρικνώνονται ταυτόχρονα οι δημόσιοι χώροι, τραυματίζονται μία σειρά επαγγελματιών, η κατοικία. Όλα αυτά είναι μεγάλα κοινωνικά θέματα που διαταράσσουν το οικοσύστημα της πόλης και δημιουργούνται οι προαναφερθείσες παρενέργειες”.

Με το ζήτημα της κατοίκησης να είναι – δικαίως – στο επίκεντρο, όπου χρειάζονται μέτρα προστασίας τόσο από τη δημοτική αρχή όσο και από την κεντρική πολιτική διοίκηση, μικραίνει ο διάλογος για τις μικρές βιοτεχνίες που εκδιώκονται, η παρουσία των οποίων είναι θεμελιακή για την κοινωνία. “Θα έλεγα ότι σήμερα είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των πολιτών. Μαζί με την τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει όλα να ενεργοποιηθούν και να τείνουν σε έναν μετασχηματισμό της πόλης. Το καθήκον και δικαίωμα του πολίτη είναι να διεκδικήσει αυτό που του ανήκει. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που έχουμε αυτή τη στιγμή είναι η πόλη μας, η οποία πρέπει να είναι κατοικήσιμη. Ελπίζω και ο νέος δήμος να το αναστρέψει επειγόντως. Οι κάτοικοι πρέπει να αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου κι αυτό συνδέεται με την ποικιλία και τη διαφορετικότητα των πόλεων, δεν πρέπει να είναι ένα πράγμα, αλλά πολλά μαζί κι αυτό δίνει την ομορφιά τους”.

Το άλλοτε πολυποίκιλο κέντρο της πόλης, αυτό που διαμόρφωσε με τις ζυμώσεις του ολόκληρες γενιές, μεταμορφώνεται σε ένα ινσταγκραμικό κάδρο αμφιβόλου αισθητικής, χάνει κάθε ταυτότητα και ίχνος ηθικής, πολιτισμού και κοινωνικών ζυμώσεων. Στην πλατεία Καρύτση, σε ένα κτίριο στολίδι του 1930 – από τα ελάχιστα που δεν έχουν γίνει ακόμα all day cafe/bar/restaurant, στεγάζεται το βιβλιοπωλείο – εκδοτικός οίκος Μωβ Σκίουρος. Στα 11 χρόνια λειτουργίας του, οι ιδιοκτήτες του, Σπύρος Παπαϊωάννου και Χριστίνα Χαραλαμποπούλου, είναι πια οι δεύτεροι πιο παλιοί στη γειτονιά. Πολλά έχουν αλλάξει μέσα σε αυτή τη δεκαετία. “Αν θέλεις να βάλεις έναν τίτλο, το έχει πει ο Ιάσονας Χανδρινός: Μονοθεματικό Πάρκο πρώην Αθήνα. Αυτό είμαστε, αποκλειστικά για τουρίστες. Προσπαθούν όλοι να προσανατολιστούν σε μία ξένη λογική ενώ ουσιαστικά ο τουρίστας δεν έρχεται γι’ αυτό στη χώρα, αλλά για να δει την κουλτούρα, το άρωμά σου. Δεν μπορούμε να προσαρμοζόμαστε πάνω στα «ξένα θέλω». Ο χαρακτήρας της πόλης πεθαίνει, είτε πρόκειται για βιβλιοπωλεία, για εκδοτικούς οίκους, για ένα στέκι, ένα καφενείο. Όλα αυτά μπορούν να ονομαστούν όπως το είχε πει ο Περικλής Κοροβέσης “εστίες πολιτισμού”. Δεν υπάρχει πια η έννοια του καφενείου, να συζητήσει ο κοσμος, να συναναστραφεί. Το καφενείο δεν ήταν απλώς χώρος εστίασης, αλλά ζυμώσεων”.

Ο πολιτισμός, όταν δεν δεσμεύεται πολιτικά, φαίνεται να ενοχλεί.  “Ένας βασικός κανόνας σε κάθε πόλη που σέβεται τον εαυτό της είναι ότι πρέπει και να υποστηρίζουμε και να προσπαθούμε να διατηρείται ο άυλος και ο υλικός πολιτισμός. Σπουδαία σινεμά και χώροι εκδόσεων που έχουν βγάλει ποιητές με Νόμπελ, κλείνουν, βιβλιοπωλεία αγωνίζονται να συντηρηθούν μέσα σε αυτή τη λαίλαπα γιατί δεν υπάρχει πολιτική βιβλίου. Το λιγότερο που θα ζητούσαμε είναι να μπει ένα πλαφόν στο πόσα μαγαζιά εστίασης αντέχει η πόλη. Κυριαρχεί η εστίαση και τα ξενοδοχεία, όλα τα κτήρια δίνονται γι΄αυτούς τους σκοπούς, και ο πολιτισμός καταρρέει. Ο πολιτισμός ενοχλεί, η σκέψη ενοχλεί. Υπάρχει ένα εξαιρετικό βιβλίο που έχει βγάλει συνάδελφος από τις εκδόσεις Άγρα, Η χρησιμότητα του Άχρηστου, για τις ανθρωπιστικές σπουδές, το τι σημαίνει δημοκρατία, την αμφιβολία και τη σκέψη που ενοχλεί στη σύγχρονη Ευρώπη”.

“Αυτό που ακούμε από όλους, φίλους, συνεργάτες, τον κόσμο, είναι ‘δεν κατεβαίνω πια κέντρο. Δεν μπορώ’”.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλλοτρίωσης του κέντρου, όπως προσθέτει η Σοφία Γεωργοβασίλη, είναι οι αίθουσες του σινεμά. “Λίγους μήνες πριν, το Cine Paris στην Πλάκα συστέγασε ένα κέντρο συνεδριάσεων και ο χαρακτήρας του κτιρίου άλλαξε τελείως από την εικόνα που είχε πριν. Γιατί; Αναρωτήθηκα. Δεν υπάρχουν δεκάδες αίθουσες συνεδριάσεων; Δεν ξέρω ποιά είναι η απάντηση. Ξέρω σίγουρα ότι δεν προστατεύουμε, κάτι πολύτιμο που έχουμε και αυτό είναι οι κινηματογραφικές αίθουσες. Τους χώρους, που η συνάντηση των ανθρώπων μέσα εκεί και η κοινή εμπειρία που δημιουργείται είναι ζωτικής σημασίας τόσο για το νου και την ψυχή όσο και για το ανεξάρτητο σινεμά, που με τη σειρά του θρέφεται και μεγαλώνει από τους θεατές του.  Και πιο πρόσφατο παράδειγμα το κλείσιμο του Ιντεάλ που δημιούργησε κενό στις αίθουσες του κέντρου, ιδίως από τότε που ο Απόλλων κάηκε και παραμένει ακόμα κλειστός.  Και φυσικα, στο επικείμενο κλείσιμο του Παλλάς στο Παγκράτι και του Αλεξάνδρα στην Καλλιθέα.

Το θετικό με το Παλάς είναι πως βάσει νόμου, η θερινή του αίθουσα – η ταράτσα του – παραμένει, ως διατηρητέα, και δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάτι άλλο ακόμα κι αν αλλάξει ο χαρακτήρας του υπόλοιπου κτιρίου. Ο στόχος, είναι να χαρακτηριστούν όλα τα σινεμά του κέντρου, και ιδανικά της περιφέρειας, διατηρητέα ώστε να μη μπορούν να αλλάζουν χρήση από εταιρείες αλυσίδες, που συχνά διαδέχονται τις αίθουσες γιατί πληρώνουν, υποθέτω, περισσότερα. Και παρ’όλο που βιώνοντας την κατάσταση, ως κάτοικος του κέντρου, τη βρίσκω μη βιώσιμη, ως μέλος της ΕΣΠΕΚ (Ένωση Σκηνοθετών Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου) μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους μου, προσπαθούμε να κοιτάζουμε αισιόδοξα μπροστά γιατί δεν έχουμε την πολυτέλεια να το φιλοσοφήσουμε. Πρέπει να δράσουμε. Το Landmarks 2 είναι η δεύτερη δράση στην μέχρι τώρα θητεία μας ως ΔΣ και ξεκίνησε από την ανάγκη μας να ξαναθυμηθούμε και να ξαναθυμήσουμε στο κοινό τις αίθουσες του κέντρου της Αθήνας, που έχουν παραμείνει. Και μέσα σε αυτά, προβάλλουμε ταινίες που γυρίστηκαν στην πόλη της Αθήνας, με διαφορετικές θεματικές, από το ’50 και μετά”.

Αν μπορούσαν όλα τα παραπάνω να αποδώσουν ένα συμπέρασμα για το πώς έχει εξελιχθεί η πόλη για τους κατοίκους της, θα ήταν διάχυτη δυσαρέσκεια. Αυτό αφουγκράζονται και οι ιδιοκτήτες του Μωβ Σκίουρου, που θυμούνται πως όταν άνοιξαν το βιβλιοπωλείο του το 2013, ο κόσμος έβγαινε παρά την κρίση. “Αυτό που ακούμε από όλους, φίλους, συνεργάτες, τον κόσμο, είναι ‘δεν κατεβαίνω πια κέντρο. Δεν μπορώ’”.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα