ΤΟ LOW PROFILE ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΠΑΡ ΣΤΑΘΕΡΗ ΑΞΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΘΗΝΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ
Ο Σταύρος Κασιώτης έφτιαξε ένα μπαρ για να συχνάζουν όσοι αγαπούν το ουίσκι.
Ο Σταύρος Κασιώτης έχει χάσει αρκετούς διαλόγους ταινιών μόνο και μόνο για να παρατηρεί τα κινηματογραφικά μπαρ και τα ποτά των πρωταγωνιστών. Το Jack Daniels του Al Pacino, το Glenmorangie του Woody Allen, το Passport του Almodovar, το Bruichladdich του Polanski είναι μερικά από όσα του έρχονται στο μυαλό.
Η εμμονή του με τα μπαρ υπήρχε ανέκαθεν, μέχρι που μετουσιώσε όλες τις εικόνες που είχε στο μυαλό του στο Low Profile που άνοιξε τον Μάιο του 1996 στην οδό Λυκαβηττού στο Κολωνάκι. “Νοίκιασα το μαγαζί όταν ήταν ακόμα κρεοπωλείο, παρά τις συμβουλές δύο φίλων αρχιτεκτόνων να μην το κάνω”.
Έζησε την εποχή των παλιών μπαρ, όταν αυτά άνηκαν στους πότες του μεσημεριού, σε απόμαχους, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, συγγραφείς, δικηγόρους, ανθρώπους που σπάνια έβγαιναν βράδυ και που ήξεραν ότι θα βρουν στην μπάρα κάποιον που είχαν γνωρίσει εκεί.
Στην εποχή της κρίσης έκλεισε για έξι μήνες χωρίς να έχει στο μυαλό του αν θα ανοίξει ξανά, μέχρι που βρέθηκε τυχαία στην σκοτεινή τότε στοά Μπολάνη και είδε παντού ενοικιαστήρια. Το 2014 το Low, όπως το αποκαλούν όλοι οι φίλοι του, λειτούργησε και πάλι, βάζοντας το δικό του λιθαράκι στο να αποκτήσει ζωή η στοά.
Βάφτηκε κόκκινο και μαύρο, όπως σε μία φωτογραφία από ένα βιβλίο του Σάμιουελ Μπέκετ που δεν είχε σβηστεί από τη μνήμη του ιδιοκτήτη. Στολίστηκε με κάδρα θρυλικών ροκ σταρ αλλοτινών εποχών και με αντικείμενα που διακατέχονται από μία λεπτή δόση ειρωνείας. “Απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις” γράφει ένα καδράκι.
Ο Σταύρος Κασιώτης αντιλαμβάνεται την αλλαγή του κέντρου που όπως συμβαίνει και σε πολλές γειτονιές της Αθήνας, αποκτά πλέον άλλο πρόσωπο. Οι κάτοικοι λιγοστεύουν όλο και περισσότερο, οι δημόσιες υπηρεσίες φεύγουν και ο εμπορικός χαρακτήρας χάνεται. Όταν άνοιξε το Low στη στοά Μπολάνη, ο ίδιος είχε στο μυαλό του έναν χαρακτήρα κεντροευρωπαϊκό.
Σε χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία, οι στοές υποκαθιστούν τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, τα μαγαζιά αλληλοσυμπληρώνονται, δεν αποτελούν μαζικούς προορισμούς για διασκέδαση. “Ευτυχώς, εδώ παραμένουν και μαγαζιά με εμπορικό χαρακτήρα, έχει κουρείο, είναι σαν μια μικρή γειτονιά. Αν είχε βοηθήσει η εκάστοτε τοπική αυτοδιοίκηση για να έχουν οι στοές μια αισθητικά καλύτερη παρουσία, θα ήταν πολύ πιο λειτουργικές. Έχουμε υπέροχες στοές στην Αθήνα”.
Αντιμετωπίζει το Low ως ένα απλό, τυπικό, διαχρονικό μπαρ και όχι σώνει και ντε έναν χώρο διασκέδασης. “Είναι ένας συχναστικός χώρος, αυτή ήταν και η φιλοσοφία εξαρχής. Δημιουργείς μια ατμόσφαιρα να συχνάζουν οι άνθρωποι, να καθίσει ο ένας δίπλα στον άλλον, να πάει μία γυναίκα μόνη της στην μπάρα, να έχει κάτι να πει με ένα μπάρμαν ή με τον διπλανό της. Και δημιουργείς τις συνθήκες για να γίνει έτσι, γι αυτό υπάρχει και η ανάλογη μουσική. Θέλω ένα μείγμα κόσμου ταξικά και ηλικιακά. Αυτή ήταν και η πρώτη εικόνα που είχα από τα λονδρέζικα μπαρ. Ένας τραπεζίτης, ένα ροκάς και μία οικογένεια πιο δίπλα. Να μην υπάρχει κανένας ηλικιακός ρατσισμός, όπως είδαμε στο συμβάν στη Νέα Σμύρνη που έδιωξαν ηλικιωμένους γιατί τους χάλασαν το ίματζ. Δεν υπάρχει κάτι πιο αντιαισθητικό από αυτό”.
Πώς μπορεί να παραμείνει ένα μαγαζί κλασικό όταν όλα γύρω του αλλάζουν; Θυμάται ότι στο παλιό Low, όταν εκείνος ήταν 30-35 χρονών, είχε πελάτες εξηντάρηδες που το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να αγγίξουν την μπάρα για να αφουγκραστούν την ποιότητα του ξύλου. Είχαν εμμονές με το ποτό τους, να μην βγάζεις τον πάγο όταν τελειώνει το ποτό ή να πλένεις το ποτήρι πριν σερβίρεις το επόμενο. “Τώρα, βλέπεις να ξεκινάει ο κόσμος να κυκλοφορεί για οποιοδήποτε άλλο λόγο και να παίρνει κάτι αναγκαστικά. Είναι η εποχή της εικόνας, υπάρχει μία γενιά που νομίζει ότι το ποτό είναι χρωματιστό”.
Στον αντίποδα όμως, όλο και νεότερες ηλικίες επιθυμούν να μυηθούν στο κόσμο του ουίσκι. Στο μπαρ υπάρχουν σταθερά 90 με 100 ετικέτες και ακόμα 20 που αλλάζουν, με τη λογική να μπορείς να πίνεις όλα τα ουίσκι και όχι να μένουν κλειστά μπουκάλια για φιγούρα. Υπάρχει ακόμα και η δυνατότητα για μισή μερίδα ώστε να δοκιμάσεις κάτι πιο ακριβό και να μην δεσμευτείς αν δεν σου ταιριάζει. “Νομίζω ότι φτάσαμε σε έναν κορεσμό με το κοκτέιλ και υπάρχουν νεότεροι που στρέφονται στα κλασικά ποτά και το ουίσκι είναι ο βασιλιάς”.
Στα σχεδόν 28 χρόνια που κάνει αυτή τη δουλειά έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις συνθήκες για έρθει στο Low το κοινό που δεν χρειάζεται να παρέμβει. “Πάντα θα βρεθεί ένας αλλά όταν δούλευα μέσα από την μπάρα και έβλεπα κάποιον έξω που ήταν διστακτικός, να μπει ή όχι, ήξερα ότι δεν θα μπει. Κι αυτό μου άρεσε, γιατί έκανε κι εκείνος την επιλογή να μην μπει, σε διαλέγει μόνο του το μαγαζί. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν θα βρεθούμε ποτέ κι ας βγαίνουμε πέντε χρόνια στο κέντρο της Αθήνας στα ίδια τετράγωνα. Κι αυτό είναι ωραίο”.