ΒΙΑΣΜΟΙ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ, ΦΥΛΑΚΙΣΕΙΣ: ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΣΟΥΔΑΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Η κόλαση του εμφυλίου στο Σουδάν πριν τη δούμε στην τηλεόραση. Τι αποκαλύπτεται σε προφορικές συνεντεύξεις στην Υπηρεσία Ασύλου, που τέθηκαν υπόψη του Magazine.
Το Σουδάν σπαράζεται ξανά από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του λεγόμενου επίσημου στρατού και παραστρατιωτικών δυνάμεων. Οι νέες πολύνεκρες συγκρούσεις ήρθαν μετά την αποτυχία συνεννόησης των δύο πλευρών για τη μετάβαση στη νέα εποχή και την προκήρυξη εκλογών, τέσσερα χρόνια από την ανατροπή του αυταρχικού ηγέτη Αλ-Μπασίρ.
Η κόλαση στο Σουδάν, όμως, την οποία παρακολουθούμε τα τελευταία 24ωρα στην τηλεόραση, είχε φτάσει στην Ελλάδα αρκετά νωρίτερα. Την είχαν αποκαλύψει Σουδανοί πρόσφυγες στην Υπηρεσία Ασύλου, όπως προκύπτει από στοιχεία τουλάχιστον τριών φακέλων που τέθηκαν υπόψη του Magazine.
ΛΕΠΙΔΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΟ
Στην πρώτη περίπτωση, Σουδανός πρόσφυγας είχε καταθέσει αίτημα ασύλου στη Σάμο. Στην προφορική συνέντευξη περιέγραψε ότι είχε ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση στη χώρα του κι έπειτα άνοιξε κατάστημα με κινητά τηλέφωνα. Ο ίδιος είπε ότι σε μια διαδήλωση, στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, κρατούσε ένα πανό που έγραφε ότι «τα πάντα είναι ακριβά» και ότι «η κυβέρνηση τους καταπίεζε». Γι’ αυτό το λόγο φέρεται να συνελήφθη και να χτυπήθηκε από τις αρχές ασφαλείας.
Παράμεινε κρατούμενος για έναν μήνα, στη διάρκεια του οποίου, όπως είπε, οι φύλακες τού ζητήσαν να δώσει πληροφορίες για τους διοργανωτές της διαδήλωσης, διαφορετικά θα τον κακοποιούσαν σεξουαλικά, όπως τον απείλησαν. «Του έδωσαν ένα αντικείμενο που έμοιαζε με λεπίδα και όταν είδε τους άνδρες ασφαλείας να ανοίγουν το φερμουάρ, έκοψε το χέρι του, με αποτέλεσμα να χάσει πολύ αίμα. Μία εβδομάδα μετά τον τραυματισμό του, αφέθηκε ελεύθερος», αναφέρεται στο πρακτικό που συντάχθηκε από τις ελληνικές υπηρεσίες.
Ο ίδιος είπε ότι ανήκει σε μια συγκεκριμένη φυλή του Σουδάν και ότι αν επέστρεφε στο Χαρτούμ, υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή του. Ωστόσο, το αίτημα ασύλου που κατατέθηκε στη Σάμο απορρίφθηκε και η υπόθεση εξετάστηκε στη συνέχεια από το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας. Το δικαστήριο έκρινε ότι «όσοι επαναπροωθούνται στο Σουδάν, βάσει συγκεντρωμένων πληροφοριών, δεν υφίστανται κακομεταχείριση, εκτός διαπιστωθεί ότι ανήκουν σε ομάδες ανταρτών», όπως αναφέρεται στην απόφαση. Βάσει αυτού, σύμφωνα με το δικαστήριο, δεν στοιχειοθετείτο η στοχοποίησή του συγκεκριμένου Σουδανού και επομένως δεν κινδύνευε η ζωή του στη χώρα του. Έτσι, το αίτημα για παροχή διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε εκ νέου.
ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Σε μια δεύτερη περίπτωση που τέθηκε υπόψη του Magazine, ένας Σουδανός πρόσφυγας κατέθεσε αίτημα για άσυλο, υποστηρίζοντας ότι διέφυγε από τη χώρα του, διότι είχε κατηγορηθεί για προδοσία, όπως είπε. Στην προσωπική συνέντευξη που έδωσε στην Υπηρεσία Ασύλου φέρεται να περιέγραψε ότι υπηρετούσε στις δυνάμεις ασφαλείας του Σουδάν, όταν θεωρήθηκε ύποπτος για συνεργασία με «οργανώσεις αντίθετες με το κυβερνητικό καθεστώς».
Προσπάθησε να διαφύγει και συνελήφθη στα σύνορα με το Τσαντ, στα δυτικά της χώρας. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι βασανίσθηκε για να ομολογήσει πως είχε συνεργασία με τους αντάρτες κι επίσης ότι δραπέτευσε από το νοσοκομείο στο οποίο ήταν κρατούμενος, πριν περάσει από τη δεύτερη δίκη. Στην Ελλάδα ζήτησε άσυλο, όμως το αίτημα απορρίφθηκε. Το ίδιο και η προσφυγή που κατέθεσε αμέσως μετά στα διοικητικά δικαστήρια.
«Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του αιτούντος, σε αντιπαραβολή προς το ευρύτερο πλαίσιο και τις συνθήκες της πολιτικής κατάστασης και ασφαλείας που επικρατούν στο Σουδάν, κατά πλειοψηφία κρίνεται ότι δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του», σημειώνεται χαρακτηριστικά στη δικαστική απόφαση.
ΜΙΑ ΕΠΙΖΩΣΑ ΒΙΑΣΜΟΥ
Η τρίτη περίπτωση που εξετάστηκε από τις ελληνικές Αρχές αφορούσε μία νεαρή γυναίκα από την Αιθιοπία, η οποία, στο μακρύ της ταξίδι με κατάληξη τη Χίο, είχε περάσει και από το Σουδάν. Ήταν επιζώσα βιασμού και εμπορίας ανθρώπων. Από τον φάκελο, στοιχεία του οποίου είναι σε γνώση του Magazine, προκύπτει πως ήταν Χριστιανή Ορθόδοξη και ανήκε στη φυλή Αμάρα.
Στην Υπηρεσία Ασύλου περιέγραψε ότι έχασε τους γονείς της σε νεαρή ηλικία, διότι δολοφονήθηκαν λόγω της πολιτικής δράσης που είχαν αναπτύξει. Συγγενείς τη συμβούλευσαν να φύγει από τη χώρα κι έτσι αρχικά ταξίδεψε από την Αιθιοπία μέχρι το Σουδάν, δίνοντας χρήματα σε έναν διακινητή.
«Στο Σουδάν έμεινε ένα μήνα και 15 ημέρες στο σπίτι του διακινητή. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο σπίτι του διακινητή, δύο βοηθοί του τής έκλεψαν χρυσαφικά των γονέων της που φορούσε στο λαιμό της και τη βίασαν επανειλημμένα», αναφέρεται στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, το οποίο εξέτασε την προσφυγή της, όταν απορρίφθηκε το αίτημα ασύλου στη Χίο.
«Οι βοηθοί του διακινητή την απείλησαν ότι θα την σκοτώσουν εάν μιλήσει σε άλλους για τον βιασμό. Από το Σουδάν ταξίδεψε αεροπορικώς μέχρι την Τουρκία με πλαστό διαβατήριο, γιατί τα έγγραφά της είχαν κρατηθεί από το δίκτυο των διακινητών. Στην Τουρκία διέμεινε περίπου ένα μήνα και 15 ημέρες και κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί τέθηκε υπό κράτηση τρεις φορές, ενώ προσπαθούσε να εισέλθει στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα εισήλθε μέσω θαλάσσης και με σημείο εισόδου την νήσο Χίο», σημειώνεται στην ίδια δικαστική απόφαση.
Η νεαρή γυναία απευθύνθηκε σε δικηγόρο που ζήτησε την αναπομπή της υπόθεσης στη διοίκηση, δηλαδή την Υπηρεσία Ασύλου, ώστε να εξεταστεί εκ νέου το αίτημα για παροχή διεθνούς προστασίας. Το δικαστήριο δέχτηκε το αυτονόητο, ότι η νεαρή γυναίκα βρισκόταν σε κίνδυνο και ότι δεν ήταν δυνατόν να επιστρέψει στην πατρίδα της. Το Magazine δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει την εξέλιξη της συγκεκριμένη υπόθεσης.