O SPIDER MAN ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΙ ΟΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΑΝΑΓΚΗΣ
Με το Vjeran Tomic: ο Spider-Man του Παρισιού το Netflix απογειώνει το true crime: ο πρωταγωνιστής της ιστορίας και οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν μιλούν για τη μεγαλύτερη ληστεία τέχνης στην ιστορία της Γαλλίας.
Το true crime είναι ένα είδος που διαχρονικά είναι πάρα πολύ υψηλά στις προτιμήσεις του φιλοθεάμονος κοινού. Το Netflix αποφάσισε να κάνει τα πράγματα ακόμα πιο ‘πικάντικα’: έβαλε έναν εγκληματία να διηγηθεί το έγκλημα του.
Δεν βλέπεις πολλές φορές έναν εγκληματία να διηγείται το έγκλημα του.
Στo Vjeran Tomic: The Spider-Man of Paris θα δεις τον Βιεράν Τομίτς να αναλύει πώς εισέβαλε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού, το Μάιο του 2010 και -παρά τις 30 κάμερες και τις 3 νυχτερινές φρουρές- απομάκρυνε πέντε πίνακες, συνολικής αξίας άνω των 100.000.000 ευρώ.
H υπόθεση είχε προκαλέσει παγκόσμιο σοκ, λόγω της σημασίας των κλεμμένων πινάκων που ακόμα δεν έχουν βρεθεί.
Παραμένει η μεγαλύτερη ληστεία τέχνης στην ιστορία της Γαλλίας.
Για τον Τομίτς η ληστεία ήταν πάντα «πράξη φαντασίας».
Ο ψηλός, σωματώδης και κάπως τρομακτικός Βιεράν Τομίτς είχε γίνει ο αγαπημένος του λαού. Και υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι για αυτό.
Στο docuseries θα είναι αρκετές οι στιγμές που θα νιώσεις να σου κόβεται η ανάσα. Είναι αυτές με τον Τομίτς (ή τον άνθρωπο που τον υποδύεται) να πηδάει στο κενό, όπως μετακινείτο από οροφή σε οροφή κτιρίων σε ένα από τα πιο πλούσια διαμερίσματα του Παρισιού και τελικά, μέσα στα διαμερίσματα που είχε προσδιορίσει ως στόχους.
Προτιμούσε να είναι μέσα οι κάτοικοι «γιατί αυτό σήμαινε πως είναι λίγες οι πιθανότητες να έχει ενεργοποιηθεί ο συναγερμός».
Τους έκλεβε ενώ κοιμούνταν.
Δεν ακούμπησε ποτέ έστω μια τρίχα κανενός.
Κατά τη διάρκεια της δίκης του, όσα διάβασες μαζί με όσα έκανε και παρέπεμπαν στον Spider Man, τον βοήθησαν να κερδίσει το σεβασμό των αρχών, μαζί με εκείνον του απλού λαού της Γαλλίας «που πάντα ελκυόταν από ιστορίες κλεφτών που δεν είχαν αίμα» σχολίασε ο Stéphane Durand-Souffland, δημοσιογράφος της Figaro.
«Για εμάς, ο Τομίτς ήταν ο τέλειος κλέφτης».
«Ενήργησε χωρίς όπλα, χωρίς να χτυπήσει κάποιον και δεν έκλεψε κάποιον άνθρωπο, αλλά ένα μουσείο που είχε πολύ κακή ασφάλεια. Κορόιδεψε τους φύλακες χωρίς καμία δυσκολία και διάλεξε τα έργα που έπαιρνε με γούστο. Επίσης, στη δίκη ήταν πολύ ευγενικός με τους δικαστές».
Στο μυαλό του η κλοπή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού, ήταν το αριστούργημα του. Ήθελε να ξέρει ο κόσμος πως ήταν αυτός που την εκτέλεσε. Θα μπορούσε πια, να συγκριθεί και με τον Αρσέν Λουπέν.
Τα θύματα του βέβαια, επιμένουν πως αυτό που τους έκανε ήταν παραβίαση που τους ακολουθούσε για χρόνια (δεν ένιωθαν ασφαλείς στο χώρο τους). Παρεμπιπτόντως, ομολογούν και ότι αυτό που έκανε ο Τομίτς (να κινείται στο Παρίσι, μέσω των οροφών των κτιρίων) ήθελε θράσος και θάρρος. Του ‘δίνουν’ και τις γνώσεις που είχε επί της αξίας της τέχνης.
ΤΙ ΘΑ ΔΕΙΣ -ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΔΕΙΣ- ΣΤΟ NETFLIX
Στα χρόνια που έμεινε στη φυλακή (αποφυλακίστηκε το 2022), ο Τομίτς είχε στείλει 20 επιστολές στον Jake Halpern του New Yorker. Εκείνος τις έκανε κείμενο που δημοσιεύτηκε το Γενάρη του 2019.
Ακολουθεί ένα μείγμα όσων προβάλλονται στο Netflix και εκείνων που έγραψε ο εγκληματίας για τη ζωή του.
Ο 56χρονος σήμερα, Τομίτς γεννήθηκε στη Βοσνία, με την οικογένεια του να μετακομίζει στη Γαλλία όταν ήταν ενός έτους. Εκεί η μητέρα του είχε ένα τροχαίο και δεν ήταν σε θέση να τον φροντίσει.
Επέστρεψε στη Γαλλία, όπου τον μεγάλωσαν συγγενείς, πριν γυρίσει στη Βοσνία στα 11 του χρόνια. Τότε έγινε ένα από τα θύματα του βίαιου πατέρα του.
Τότε όπως λέει, αποφάσισε πως δεν ήθελε να έχει πολλά πολλά με την κοινωνία.
«Κανείς δεν μου έμαθε τίποτα. Μεγάλωσα μόνος μου».
Έπρεπε να συντηρείται και μόνος. Έτσι άρχισε τις κλοπές.
Στα 10 έκανε την πρώτη: εισέβαλε σε βιβλιοθήκη στο Μόσταρ, από ένα παράθυρο που ήταν στα 3 μέτρα απόσταση από το επίπεδο του δρόμου.
Έκλεψε δύο βιβλία -που του φαίνονταν να είναι αρκετών εκατοντάδων ετών.
Ο μεγαλύτερος αδερφός ενός φίλου έμαθε για την κλοπή και επέστρεψε τα βιβλία.
Ο Τομίτς συνέχισε το ‘σπορ’ στο Παρίσι, όπου όταν επέστρεψε μεταξύ όλων των άλλων θεμάτων που είχε ήταν και αυτό της γλώσσας (δεν ήξερε γαλλικά).
Στα 16 έκανε μια βόλτα στο δημόσιο κήπο Jardin des Tuileries (είναι μεταξύ του Λούβρου και της εκ των μεγαλύτερων πλατειών της πόλης, της Place de la Concorde). Παρατήρησε ουρά ανθρώπων έξω από το Musée de l’Orangerie. Μπήκε μέσα. Το highlight του μουσείου ήταν οι τοιχογραφίες με νούφαρα του Μονέ. Εκείνος ενθουσιάστηκε με τα έργα του Ρενουάρ, τα παιδιά που έπαιζαν με ειδώλια, εξασκούνταν στο πιάνο και κουκουλώνονταν από τις μητέρες τους.
Διαπίστωσε πως τον εξιτάρει να είναι σε απόσταση «ενός χεριού» από αυτές τις μαγευτικές εικόνες.
«Όταν γύρισα σπίτι, είπα στη μητέρα μου πως ήθελα να μάθω να ζωγραφίζω. Πως ήταν το πάθος μου. Φοβόμουν όμως, την αντίδραση του πατέρα μου και της ζήτησα να μεταφέρει την επιθυμία μου.
Όταν το έκανε, εκείνος μου δήλωσε πως η ζωγραφική είναι χόμπι και ότι έπρεπε να βρω πραγματική δουλειά. Με ενημέρωσε πως θα δουλέψω στο γκαράζ του».
Δεν μπορούσε να αντιδράσει όπως ήθελε. Σκέφτηκε να εγκαταλείψει το σπίτι. Δεν ήξερε όμως, πώς θα ζήσει. Το βρήκε πολύ γρήγορα.
Είχε ήδη αναπτύξει την ικανότητα του να αναρριχάται, χωρίς προστασία, στα υψηλότερα κτίρια.
«Βελτίωσε τις ικανότητές του στο μεγαλύτερο νεκροταφείο του Παρισιού, το Père Lachaise έναν γοτθικό λαβύρινθο από επιτύμβιες στήλες, στο 20ο διαμέρισμα. Εκτείνεται σε περισσότερα από εκατό στρέμματα, με τους Φρεντερίκ Σοπέν, Μαρσέλ Προυστ και Όσκαρ Ουάιλντ να είναι μεταξύ εκείνων που είχαν ως τελευταία κατοικία το Père Lachaise.
Στη λίστα είναι και η Μαρία Κάλλας.
Τη δεκαετία του 1980, όταν ο Τομίτς ήταν έφηβος, το νεκροταφείο προσέλκυε τουρίστες χίπις, που συνέρρεαν στον τάφο του Τζιμ Μόρισον. Προσέλκυε και εμπόρους ναρκωτικών και μέλη συμμοριών.
Θυμάται να μαγεύεται από τις επιτύμβιες στήλες.
«Η παρατήρησή τους μου έδωσε την επιθυμία να τα αγγίξω, να ανέβω στις κορυφές τους».
Μαζί με τους φίλους του, μετέτρεψαν το νεκροταφείο σε παιδική χαρά, πηδώντας από την οροφή του ενός μαυσωλείου στο άλλο, όπως προκαλούσε ο ένας τον άλλον σε ολοένα και πιο τολμηρά εγχειρήματα.
Ένα από τα tasks ήταν να σκαρφαλώνουν σε πολυκατοικίες.
Μετά άρχισαν οι ληστείες σε διαμερίσματα.
Είχε ήδη ξεχωρίσει στις κλοπές κασετόφωνων από αυτοκίνητα. Είχε συλληφθεί 2-3 φορές και είχε περάσει αρκετά χρόνια στη φυλακή. Ενίοτε συλλαμβανόταν από δική του βλακεία. Όπως όταν λήστεψε ένα αρτοποιείο γιατί είχε μείνει από βενζίνη. Το θύμα ανέφερε την πινακίδα του στην αστυνομία.
Μεταξύ των 12 εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε πριν το συμβάν που πρωταγωνιστεί στο Netflix, ήταν η πώληση ναρκωτικών, η απειλή για θάνατο, η παράνομη κατοχή όπλου και οι κλοπές με χρήση βίας.
Πριν το πέρασμα στο επόμενο επίπεδο, έμαθε να είναι πιο σχολαστικός.
Έτσι, πριν κάθε εισβολή, έκανε για ημέρες ‘χαρτογράφηση’ της περιοχής και του όποιου στόχου.
Ό,τι έκλεβε, το πήγαινε στον Ζαν Μισέλ Κορβέζ, έναν άνδρα που επισήμως συντηρούσε μικρή γκαλερί στη Βαστίλη και κατάστημα με αντίκες. Ανεπίσημα διακινούσε κλοπιμαία. Ο Τομίτς τον είχε γνωρίσει μέσω άλλου κλέφτη, το 2004.
Ο Κορβέζ τον αποκαλούσε ‘αράχνη’ και τον έπρηζε να γυμνάζεται, ώστε να μένει σε καλή φυσική κατάσταση -και να μπορεί να συνεχίζει το έργο του.
Κάθε διάρρηξη διαρκούσε λιγότερο από δύο ώρες.
Συχνά απέφερε αρκετά μετρητά για να υποστηρίξει τη ζωή του για έξι μήνες στη Γαλλική Ριβιέρα.
Απολάμβανε το καλό φαγητό, το καλό κρασί και τα καλά ρούχα.
Δεν εμπιστευόταν κανέναν και άρα δεν είχε σχέσεις με κανέναν, πέραν ενός άστεγου που τακτικά τον καλούσε στα δείπνα του.
Πάνω από όλα όμως, λάτρευε την τέχνη.
Άρχισε να τη μελετά, ώστε να μπορεί να καταλαβαίνει τι πρέπει να κλέψει. Σύντομα όμως, ένιωθε να μαγεύεται και πάλι. Του άρεσε ο Ματίς για «τη χαρούμενη και χορευτική χρωματική παλέτα του», ο Κλιμτ για τον «αισθητικότητά του» και ο Ρενουάρ για «τη γλυκύτητα που αναδύεται από τα πορτρέτα των παιδιών του».
Το modus operandi περιλάμβανε πολλές επισκέψεις σε διαμερίσματα πριν τη ληστεία, ώστε να εντοπίσει τα πιο ακριβά αντικείμενα.
Θα δεις τον σχεδιαστή Φιλίπ Σταρκ να εκφράζει το θαυμασμό του. Όταν είχε προστεθεί στα θύματα του Τομίτς, είχε πει πως «ποτέ δεν ήξερα τίποτα για τον διαρρήκτη μου, αλλά πάντα σεβόμουν το στυλ του, θαύμαζα την ανδρεία του.
«Ένιωθα και ένα είδος οικείας στοργής γι’ αυτόν, αφότου ανακάλυψα ότι σχεδόν ζούσε μαζί μας στο διαμέρισμα για λίγες μέρες, περνώντας τον χρόνο του πριονίζοντας τη φτωχή, μικρή θυρίδα μου χωρίς καν να μας ενοχλεί».
Από ληστεία σε ληστεία, ανέβαινε η αυτοπεποίθηση που ένιωθε ο Τομίτς. Ένιωθε άτρωτος.
Το Μάιο του 2010, όπως περπατούσε κοντά στο Σηκουάνα, βρέθηκε μπροστά στο το Musée d’Art Moderne de la Ville (μουσείο σύγχρονης τέχνης) και είδε μέσα από το παράθυρο έναν κυβιστικό πίνακα που κρεμόταν στον τοίχο.
Κίνησε τη διαδικασία ‘μελέτης’ του χώρου, ώστε να κρίνει πόσο εφικτό ήταν να εισβάλει στο μουσείο και να πάρει τον πίνακα.
Είδε πως υπήρχαν κάμερες στην ταράτσα, αλλά και μέσα σε κάποιους χώρους. Είδε και τον φύλακα να κάνει βόλτες στις αίθουσες «να περνάει πολύ κοντά από τους πίνακες, αλλά να μην ενεργοποιείται ο ανιχνευτής κίνησης. Έτσι κατάλαβα πως δεν δουλεύει το σύστημα του συναγερμού».
Κατόπιν, εστίασε στο μεταλλικό σκελετό των παραθύρων. Διαπίστωσε ότι ήταν του ίδιου τύπου που, χρόνια νωρίτερα, είχε αποσυναρμολογήσει, βίδα-βίδα, σε μια ληστεία.
Έβγαλε ένα μαχαίρι τσέπης, έκοψε το χρώμα στο πλαίσιο και εξέτασε τις βίδες που ήταν ‘κρυμμένες’ στο μέταλλο.
Αποφάσισε πως ναι, μπορούσε να μπεις το μουσείο.
«Μου έκανε εντύπωση πως ήταν τόσο κακά τα μέτρα ασφαλείας. Δεν μπορούσα να το χωνέψω».
Επέστρεψε στο χώρο ως επισκέπτης και έτσι ολοκλήρωσε τη μελέτη.
Μετά πέρασε στην πράξη.
Θα εκπλαγείς όταν δεις τι έκανε και δεν τον παρατήρησε κανείς.
Ο Κορβέζ του είχε τάξει 50.000 ευρώ για κάθε πίνακα. Ο Τομίτς είχε αποφασίσει να δώσει τα 100.000 ευρώ από τα κέρδη για να αγοράσει ένα σκάφος και να γυρίσει τον κόσμο.
Άρχισε τις αφαιρέσεις από την παραγγελιά του Κορβέζ, έναν πίνακα του Φερνάρ Λεζέ (Νεκρή Φύση με κηροπήγιο). Πήρε και τον διπλανό, το Παστοράλ του Ματίς, αλλά και τον πιο δίπλα, το Γυναίκα με βεντάλια του Μοντιλιάνι.
Άλλαξε αίθουσα, μέσω μιας τεράστιας πόρτας που όταν την άνοιξε έκανε έναν εκκωφαντικό χώρο. Ουδείς εμφανίστηκε.
Σταμάτησε μπροστά στο Περιστέρι με μπιζέλια του Πικάσο και του Ελαιώνας κοντά στο Εστάκ του Ζορζ Μπραγκ.
Με χαρακτηριστική άνεση (δεν θέλω να κάνω spoiler, αλλά και να κάνω μάλλον δεν θα με πιστέψεις) απομάκρυνε 5 πίνακες, περνώντας και έναν μεγάλο διπλό δρόμο όπως περπατούσε έως το αυτοκίνητο του.
Σκέφτηκε να γυρίσει για να πάρει περισσότερους «αλλά όπως σκαρφάλωνα έναν τοίχο, σκίστηκε τελείως η βερμούδα που φορούσα και έτσι αναγκάστηκα να φύγω».
Έδωσε ραντεβού με τον Κορβέζ σε ένα υπόγειο πάρκινγκ. Στη διαδρομή πέρασε και από μπλόκο της αστυνομίας.
Τελικά ο Κορβέζ του έδωσε μόνο 40.000 ευρώ, για όλα.
«Στην αρχή ήθελα να τον σκοτώσω, γιατί ένιωσα πως μου τα πήρε όλα. Μετά αναγκάστηκα να επιστρέψω σε εκείνον για να πουλήσω άλλα κλοπιμαία. Δεν είχα βλέπετε, άλλη επιλογή».
Απέκτησε όταν συνελήφθη, από σπόντα.
Τότε ήταν που ο Τομίτς (καταδικάστηκε σε 8 χρόνια φυλάκισης -στη δίκη που έγινε το 2017 πρωτοαναφέρθηκε ως Spider Man) παραδέχθηκε πως ήταν ο εκτελεστής της ληστείας του μουσείου και ‘έδωσε’ τον Κορβέζ που με τη σειρά του ‘έδωσε’ τον Γιονάθαν Μπριν -έναν 33χρονο τότε ωρολογοποιό, ιδιοκτήτη καταστήματος επιδιόρθωσης πολυτελών ρολογιών, με πτυχίο στην ιστορία της τέχνης από τη Σορβόννη.
Θα δεις ακριβώς πώς έγιναν όλα αυτά.
Δεν θα δεις όμως, τους κλεμμένους πίνακες.
Ο Κορβέζ (καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλάκισης) είπε πως τους έδωσε στον Μπριν (καταδικάστηκε σε 6 χρόνια φυλάκισης) που είπε ότι τους κατέστρεψε σε μια στιγμή πανικού.
Όλοι όσοι μιλούν στο docuseries λένε πως δεν υπάρχει περίπτωση να έχουν καταστραφεί.
Το πιθανότερο είναι να βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, δεδομένου και ότι στην υπόθεση ενεπλάκη ένας Γάλλος αντικέρ, ο οποίος ενεργούσε ως παραγγελιοδόχος.
Ο Τομίτς έχει κάνει στόχο της ζωής του να τους βρει.
Θα δεις και τι κάνει σήμερα. Δηλαδή, τι έκανε έως την ολοκλήρωση της παραγωγής, γιατί όπως λέει η σύντροφος του «ούτε εκείνος, αλλά ούτε κι εγώ είμαστε βέβαιοι πως δεν θα αρχίσει και πάλι τις ληστείες».