ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Δέκα χρόνια από την απώλεια του τελευταίου λαϊκού ηγέτη, του Χαρίλαου Φλωράκη, το WE θυμάται μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του μέσα από δικά του λόγια
«Θέλω να επιστρέψω, και να ταφώ στον τόπο που γεννήθηκα, στο Παλιοζογλώπι και συγκεκριμένα στον Αηλιά για νάχω αγνάντιο. O τάφος να είναι απλός, μόνο να φραχτεί για να μην με ξεχώσουν τα αγρίμια. Δε θέλω λόγους και στεφάνια. Αυτά να εκφραστούν με βοήθεια στο Κόμμα. Γεια σας».
Αυτή ήταν η επιθυμία του λίγο πριν μας “αποχαιρετήσει” τέτοιες ημέρες του 2005, δέκα χρόνια πριν. Ο Χαρίλαος Φλωράκης το παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παλιοζογλώπι (Ραχούλα) του Δήμου Ιτάμου των θεσσαλικών Αγράφων αγάπησε τον Κομμουνισμό στα 15 του διαβάζοντας το «Αλφάβητο του Κομμουνισμού» και από τότε δεν πρόδωσε ούτε για μία ημέρα σε όλη του την ζωή.
Το WE με αφορμή και το πολιτικό μνημόσυνο που πραγματοποιείται σήμερα Κυριακή, στο χωριό που γεννήθηκε, θυμάται σημαντικούς σταθμούς της πορείας του – και παράλληλα της Ελλάδας- όπως τις έχει αφηγηθεί ο ίδιος. Αρχή από τον εμφύλιο πόλεμο, σε μία αναφορά του που είχε κάνει στην Παλιά Βουλή , το 2001, με αφορμή την παρουσίαση του Χρήστου Θεοχαράτου: Χαρίλαος Φλωράκης και λαϊκό κίνημα το οποίο αποτελεί ουσιαστικά την βιογραφία του. Αναδημοσιεύουμε από τον Ριζοσπάστη, που κυκλοφόρησε στις 14 Δεκεμβρίου 2001:
«Για να δούμε τα γεγονότα εκείνης της εποχής πρέπει να δούμε το χαρακτήρα του Εμφυλίου Πολέμου. Ολοι οι πόλεμοι έχουν νόμους κακούς, είναι απάνθρωποι θα έλεγα, αλλά ο Εμφύλιος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι είναι εγχώριος. Πολεμάνε συμπατριώτες, πολεμάνε συγγενείς, αδέλφια με αδέλφια. Και αυτό δίνει ένα ιδιαίτερο και θανάσιμο μίσος. Θα σας αναφέρω δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Θυμάμαι όταν πήγαμε στο Καρπενήσι έρχεται ένας αντάρτης μέλος του λόχου ασφαλείας της μεραρχίας και μου λέει, “σύντροφε διοικητή, αν πάθει τίποτα ο αδελφός μου εγώ θα αυτοκτονήσω”. “Πού είναι μωρέ ο αδελφός σου του λέω”; Ο αδελφός του ήταν στο νοσοκομείο τραυματίας, ήταν στα ΛΟΚ. Ο ένας αδελφός στα ΛΟΚ ο άλλος στο Δημοκρατικό Στρατό.
Ενα δεύτερο παράδειγμα: Πηγαίναμε για τη μάχη της Αμφιλοχίας, για να περάσουμε κάτω προς το Θέρμο. Είναι ένας αυχένας, Αραποκέφαλα λέγεται, γιατί πραγματικά από δω και από κει που σχηματίζεται ο αυχένας, είναι γυμνά και έχει μέταλλο και από μακριά φαίνεται σαν αράπικα κεφάλια. Γι’ αυτό και το λένε αραποκέφαλα. Πήγα να δω την εμπροσθοφυλακή, μήπως πιάνεται και εκεί. Στο “τις ει” και τα ρέστα, ο ένας αδελφός ήταν στην εμπροσθοφυλακή της δικής μας και ο άλλος στην εμπροσθοφυλακή ενός τάγματος πεζικού που ερχόταν από την άλλη μεριά! Καταλαβαίνετε τώρα τι καταστάσεις δημιουργούνταν!
Ενα άλλο ζήτημα που ήθελα επιγραμματικά να πω. Ακούσατε τη συντρόφισσα τη Γιάννα (Τρικαλινού) τι είπε για τη γυναίκα αντάρτισσα. Γενικότερα είπε, αλλά ειδικότερα για την προσφορά δεν είπε. Από σεμνότητα δεν είπε. Ξέρετε ήταν για όλους μας μια αποκάλυψη, να βλέπεις τώρα ένα χωριατοκόριτσο, απαλλαγμένο πια από το φόβο του άντρα, από το φόβο του αδελφού, από το φόβο του πατέρα, πήρε όπλο και απέκτησε τη δική της προσωπικότητα, ίση με του άντρα. Δεν μπορούσες να την ξεχωρίσεις.
Θα ‘θελα με την ευκαιρία να προσθέσω και κάτι, γιατί η αντικομμουνιστική προπαγάνδα μιλάει για όργια δήθεν ανταρτών και ανταρτισσών στο βουνό… Θα ‘θελα να πω τούτο για τις σχέσεις των δυο φύλων. Ήταν αδύνατον να οικοδομηθούν διαφορετικά, όταν ο ένας και ο άλλος κρατούσε όπλο και ο ένας και ο άλλος είχε αποκτήσει μια ιδιαίτερη δύναμη. Τέτοια πράγματα δεν είχαμε αντιμετωπίσει εμείς, εκφυλιστικά φαινόμενα. Τι είχαμε. Μπορούσε να οικοδομηθεί καμία, πώς να το πω, αγνή, γνήσια αγάπη ανάμεσα στον αντάρτη και στην αντάρτισσα. Και θα σας φέρω ένα παράδειγμα:
Ηταν το 1949 τέλη του Μάρτη με Απρίλη. Δόθηκε μια μάχη στο Κοράκο, όπου προσπάθησαν να εμποδίσουν το πέρασμά μας πάλι στην πλευρά των Αγράφων. Μετά τη μάχη είχαμε τραυματίες. Την κρατήσαμε τη γέφυρα. Πήγα με το γιατρό να δω τους τραυματίες. Βλέπω, λοιπόν, μια αντάρτισσα, την Αγαθή, να με κοιτάζει έτσι στα μάτια και να λέει: “Σύντροφε διοικητή θέλω να ζήσω”. “- Βρε Αγαθή θα ζήσεις!” – “Θέλω να ζήσω σου λέω…” “- Μα, της λέω, να, ο γιατρός είπε θα ζήσεις”. “- Ορέ αγαπάω, με καταλαβαίνεις;”!!!
Καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό ήταν για μένα. Αυτή ήταν μια αντάρτισσα που με την παλικαριά της είχε αναδειχτεί σε διοικητή μιας διμοιρίας, και όταν στάλθηκε στη σχολή Εφέδρων αξιωματικών, κάτω εκεί, γνωρίστηκε με έναν αντάρτη από τη μεραρχία του Διαμαντή. Πέθανε όμως μέσα σε 24 ώρες γιατί το τραύμα ήταν εγκεφαλικό.
Ήταν και στοιχείο παρόρμησης (οι γυναίκες μαχήτριες). Θα σας πω κάτι, πόσο παρορμούσε τους μαχητές. Ερχόμασταν από πάνω και πήγαμε να περάσουμε τον Άσπρο. Άσπρος λέγεται ο Αχελώος από τη γέφυρα του Κοράκου και πάνω λέγεται Ασπροπόταμος, στις πηγές του Άσπρος, έτσι τον λέει ο κόσμος. Είχε βρέξει πολύ την προηγούμενη μέρα και στα ορεινά ποτάμια, όπως ξέρετε, μετά τη βροχή, τα κούτσουρα και τις πέτρες που κατεβάζει είναι άλλο πράγμα. Η εμπροσθοφυλακή κοίταζε τώρα, πού θα γίνει το πέρασμα για να μην έχουμε απώλειες. Εκεί πετάγεται μια αντάρτισσα: “Α, βρε σκιαζούρηδες”, λέει και πάει να περάσει αυτή. Φυσικά φιλοτιμήθηκαν τα παιδιά, την παραμέρισαν και πήγαν να περάσουν. Πνίγηκαν δυο παιδιά εκεί. Θέλω να πω ότι δεν ήταν μονάχα στολίδι στη σύνθεση των τμημάτων αλλά ήταν και στοιχεία παρόρμησης στους μαχητές».
Αλλαγή ή αλλαγές;
Στις 11.30 τη νύχτα της 18/10/1981 με την οριστικοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων ο κ. Φλωράκης τηλεφώνησε στον A. Παπανδρέου για να τον συγχαρεί για τη νίκη του. «Ηταν μια καθαρή νίκη» του είπε. Εκείνος τον ευχαρίστησε πολύ και του είπε: «Μη χαθείς, Χαρίλαε. Αύριο θα σε φωνάξω να αποφασίσουμε για την κυβέρνηση»! H πρώτη επαφή που είχαν ωστόσο άργησε κατά έξι μήνες. Ο καιρός περνούσε και όταν κάποιος δημοσιογράφος ρώτησε τον τότε γενικό γραμματέα του KKE «εσείς δεν την βλέπετε την Αλλαγή;», εκείνος του απάντησε: «Αλλαγές, φυσικά, βλέπω. Αλλαγή, όμως, όχι! Αν μάλιστα θέλετε να σας το κάνω λιανά αυτό που λέω, ευχαρίστως…». Σε μια δεξίωση ξένης πρεσβείας ο A. Παπανδρέου ζήτησε εξηγήσεις: «Ωστε, έτσι ε, Χαρίλαε! Δεν βλέπεις Αλλαγή!». Και του απαρίθμησε μερικές πολιτικές πρωτοβουλίες του. «Είναι μικροαλλαγές, κύριε Πρόεδρε…» του απάντησε εκείνος, «είναι βήματα στο παλιό μονοπάτι, δεν είναι νέος δρόμος, δεν είναι μια νέα πολιτική υπέρ του λαού και του τόπου, δεν είναι Αλλαγή».
Η κρίση στο ΚΚΕ – Η γέννηση του Συνασπισμού
«Από τις αρχές του 1990, με πρωτεργάτες κυρίως ηγετικούς παράγοντες της EAP, άρχισαν να βλέπουν το φως ποικίλα δημοσιεύματα με σοβαρές αιχμές εναντίον της ηγεσίας του KKE, η οποία “αρνείται να βγάλει συμπεράσματα από την αποσάθρωση του υπαρκτού σοσιαλισμού”, αλλά και με προτάσεις ή αναλύσεις ή σχολιασμούς για την ιστορική αναγκαιότητα να μετεξελιχθεί ο Συνασπισμός από πολυκομματική συμπαράταξη σε… πολυτασικό κόμμα, ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα τις νέες αρνητικές συγκυρίες.
Οι εκλογές της 8/4/1990, ο σχηματισμός “αυτοδύναμης” κυβέρνησης από τη N.Δ. και η νέα όξυνση της κρίσης που μάστιζε τη Σοβιετική Ενωση έκαναν ακόμη πιο ορατές τις δύο τάσεις που διαμορφώνονταν στο KKE. Πολλά στελέχη της “νέας φρουράς” μάλιστα (ανάμεσά τους και δεκάδες μέλη της Κεντρικής Επιτροπής) άρχισαν κρυφές συναντήσεις, συζητήσεις και διαβουλεύσεις περί του πρακτέου ή, μάλλον, περί των πρακτέων, διότι οι στόχοι τους ήταν δύο: α) Να κερδίσουν την πλειοψηφία στο εν όψει 13ο Συνέδριο και β) να συμβάλλουν στη μετεξέλιξη του Συνασπισμού σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα».
Τον Φεβρουάριο του 1991 με τα σύννεφα της διάλυσης να πυκνώνουν θα πει από το βήμα του 13ου Συνεδρίου: «Oύτε εμείς, σύντροφοι, ούτε εσείς, ούτε κανένας άλλος έχει δικαίωμα να διαλύσει ένα κόμμα που δεν ίδρυσε. Το ΚΚΕ το ίδρυσε η πρωτοπορία του ελληνικού λαού. Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Oι μπροστάρηδες του εργατικού κινήματος. Και από τότε – το 1918 – στηρίχτηκε και στηρίζεται πάνω σε αίμα, σε κόκαλα, σε κορμιά και σε ψυχές αγωνιστών. Όλοι αυτοί μας εξουσιοδότησαν να το διαλύσουμε;». Το Δεκέμβρη του 1991 στο 14ο Συνέδριο θα αναφέρει: «Θέλω να φύγω ήσυχος ότι το Κόμμα βρήκε το δρόμο του, ότι το Κόμμα βρίσκεται σε καλά χέρια, ότι το Κόμμα είναι το ίδιο εκείνο Κόμμα που μεγαλούργησε με το ΕΑΜ, ότι το ΚΚΕ είναι έτσι όπως το ήθελαν οι ιδρυτές του και οι μεγάλοι του ήρωες…»
Για την συγκυβέρνηση
«Ακόμα και σήμερα – δεκατέσσερα χρόνια μετά – η κυβέρνηση, που σχηματίστηκε στις αρχές Ιουλίου 1989, σπάνια αποκαλείται με το όνομά της: κυβέρνηση Τζαννετάκη. Και ας γεννήθηκε ύστερα από άψογες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Και ας πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την εθνική αντιπροσωπεία. Και ας αποτέλεσε την ασφαλιστική βαλβίδα που εκτόνωσε ακίνδυνα τη βαθιά πολιτική κρίση. Και ας έγινε το έργο της ομόφωνα δεκτό από όλους. H ανασυνταχθείσα (τότε) και ανασυντασσόμενη (μέχρι και σήμερα) αντίδραση δεν την είπε ποτέ με το όνομά της. Κατά καιρούς και περιστάσεις και πάντα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της ανθρωποβόρας προπαγάνδας τους την αποκαλούσαν πότε “συγκυβέρνηση Δεξιάς – Αριστεράς”, πότε “ανίερη αριστεροδεξιά συμμαχία”, πότε “κυβέρνηση του ανιστόρητου ιστορικού συμβιβασμού”, πότε “κυβέρνηση ρεβανσιστών”, πότε “αντισοσιαλιστική συμπαράταξη” κ.λπ. κ.λπ. Φυσικά, τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν η κυβέρνηση Τζαννετάκη. Διότι το κυριότερο χαρακτηριστικό της γνώρισμα πάντα το παρασιωπούσαν και το παρασιωπούν και σήμερα. Δηλαδή, η κυβέρνηση Τζαννετάκη, ενώ δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από όλα τα κόμματα, το έργο της το ψήφισαν ομόφωνα όλα τα κόμματα, – αναδεικνύοντάς την, έτσι, σε μια ιδιότυπη οικουμενική κυβέρνηση».
Για την νέα γενιά
«Oι ζευγάδες φεύγουν, μωρέ! Η σπορά μένει. Και φουντώνει. Και μεγαλώνει. Και καρπίζει. Και ρίχνει νέους σπόρους στη γη. Και οι κύκλοι επαναλαμβάνονται. Έτσι νόμιζε και η γενιά του 1912-1913 ότι είναι η τελευταία ηρωική γενιά. Και τι θα γίνει ο τόπος μόλις φύγει. Μα ήρθε η γενιά του ’40, η νέα σπορά, και ανέβασε πιο ψηλά τη σημαία του αγώνα.
Έτσι λέει κάθε γενιά – ταυτίζοντας τον εαυτό της με την ιστορία. Και λησμονά τη σπορά. Που έρχεται πολύ βαθιά από το παρελθόν και πηγαίνει πολύ βαθιά στο μέλλον.
Βλέπεις, μωρέ, αυτά τα νιάτα γύρω σου, που νομίζεις πως είναι ξεστρατισμένα και συμβιβασμένα; Κούνια που σε κούναγε. Μόλις υπάρξει μια σπίθα, αυτά τα νιάτα θα γίνουν πυρκαγιά, θα γίνουν ηφαίστειο. Και θα αποδειχθούν καλύτερα από τη γενιά των πατεράδων τους και των παππούδων τους. Και θα σηκώσουν τη σημαία του αγώνα μέχρι τον ήλιο. Είναι η σπορά, σου λέω…».
– Αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρήστου Θεοχαράτου: Χαρίλαος Φλωράκης και λαϊκό κίνημα