ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ: “Η ΜΑΝΙΚΑ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ. ΜΕΤΑ ΠΙΛΟΤΑΡΗΣΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΝΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΩ ΤΟΝ ΠΙΛΟΤΟ”
Ο -και πυροσβέστης και επιτελικός-, δίνει επιπλέον λεπτομέρειες από τις μέρες που πάλεψε με τη φωτιά από τέσσερα διαφορετικά σημεία της Ελλάδας. Ταυτόχρονα.
Στην Αρχαία Ολυμπία έβγαλα τα ρούχα μου, έμεινα γυμνός, ήθελα να αγωνιστώ κι εγώ σαν τους αρχαίους στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Πύρινες γλώσσες να γλείφουν το λαχταριστό κορμί μου, λαίμαργες για ένα κομμάτι από Μιχάλη. Τελικά έσβηνα ή αναβα φωτιές; Ακόμα να καταφέρω να απαντήσω σ’ αυτό.
Παγκράτιο με τις φλόγες, πάλη σώμα με σώμα με την πυρκαγιά.
Με τη μάνικα στο χέρι και να φωνάζω, “φυγέντε, αναλαμβάνω εγώ”. Και να φεύγω κι εγώ.
Και αύριο μέρα είναι. Πέτρες είναι, τι θα πάθουν; Ασπρισματάκι θέλουν, δυο χέρια να τις περάσεις και έτοιμες πάλι, σαν καινούργιες.
Τα μάρμαρα, τα σπίτια, τα δέντρα, όλα ξαναγίνονται, ο Μιχάλης όμως όχι.
Μαθαίνω ότι η κατάσταση στην Εύβοια είναι απελπιστική. Κωλοπιλάλα μέχρι το νησί, φτάνω και μία καινούργια μάνικα με περιμένει για να τη δαμάσω. Μπροστά εγώ, πίσω τα ΜΑΤ και πιο πίσω οι πυροσβέστες, απορημένοι. Και δώστου να καθόμαστε πάνω στις μηχανές των ΔΙΑΣ χωρίς να κάνουμε τίποτα και να χαζεύουμε τη φωτιά.
Καθίστε στο σπιτάκι σας εσείς, να γράφετε ό, τι εξυπνάδα σας κατεβαίνει στο Facebook. Η κριτική είναι εύκολη, το να είσαι όμως απέναντι απ’ τη φωτιά και να τρως κρουασάν βερύκοκο ή κι άλλα προϊόντα ζύμης, όπως τσικίτα μπέηκ ρολλς σε τρεις γεύσεις, αυτό είναι το δύσκολο.
Δεν έχουν περάσει λίγα λεπτά, και βλέπω ένα καναντέρ να περνάει πάνω απ’ το κεφάλι μου. Του κάνω νόημα επιτελικό. Ρίχνει τη σκάλα ο πιλότος, πιάνομαι και σκαρφαλώνω μέχρι απάνω στην μπουκαπόρτα.
Αραχτός ο κύριος στη θέση του. Εμείς κάτω να δίνουμε και το αίμα μας, και αυτός να πατάει κουμπάκια και να λέει “πάω να γεμίσω, όβερ”. Τι “όβερ” ρε τραχανά, κάνε στην άκρη να δεις πώς γίνεται η δουλειά.
Αναλαμβάνω το πηδάλιο. Πλέον το καναντέρ πάει μπόμπα, ασύλληπτες ταχύτητες, γεμίζω νερό, αδειάζω, γεμίζω, αδειάζω, γεμίζω, αδειάζω. Fly like an eagle.
Ούτε θυμάμαι πόσες φωτιές έσβησα εκείνη τη μέρα. Μπορεί και καμία. Απο ψηλά Κρήτη και Εύβοια, ολόιδιες. Άρχισαν να ρίχνουν με τα ούζι οι Κρητικοί. Εντάξει, κύριοι, καταλάβαμε. Δεν θέλετε να σας ρίχνουν νερό όσο πίνετε το ποτάκι σας. Ο καθένας με την παραξενιά του, εγώ δεν κρίνω.
Στρίβω το πηδάλιο, φεύγουμε απ’ τα Χανιά, τραβέρσο ανάποδο πορεία προς τον βοριά, πάμε πίσω στο Χαλάνδρι στο συντονιστικό κέντρο εμείς και μη σε μέλει.
Μπαίνω μέσα στο κτίριο, το χειροκρότημα είναι εκκωφαντικό. Όχι για τη φωτιά, ποιος νοιάζεται. Αυτήν την έχουν αναλάβει οι ειδικοί φρουροί. Χειροκρότημα γιατί είμαι ακόμα γυμνός από την Αρχαία Ολυμπία. Με τόση δουλειά, ξέχασα να ρίξω απάνω μου έστω ένα πανωφόρι και αυτό βγαίνει υπέρ μου.
Αυτά όμως ποιος να σας τα πει; Το Open; Αυτοί εκεί έχαναν τον χρόνο τους με τις πυρκαγιές και την αλήθεια. Πρέπει να τον σέβεσαι τον τηλεθεατή. Δεν μπορείς να του δείχνεις τι πραγματικά συμβαίνει και να περιμένεις να σε πάρει στα σοβαρά.
Αίσιο τέλος στην περιπέτεια μου, έχω γυρίσει σπίτι, έχω ξαπλώσει να πάρω μιαν ανάσα.
Και αν αναρωτιέστε, ναι, είμαι ακόμα γυμνός. Θα το καθιερώσω. Να βγει και κάτι καλό από όλο αυτό. Ας κάνουμε την κλιματική κρίση, ευκαιρία.