ΖΑΚΛΙΝ ΛΕΝΤΖΟΥ: “Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ, ΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ”
Η σκηνοθέτις έχει ήδη χτίσει μια σημαντική καριέρα πριν καν κυκλοφορήσει η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία στις αίθουσες. Λίγο πριν τη μέρα που πάντα περίμενε, μας αφηγήθηκε τη ζωή και τα όνειρά της.
Μετά από μια πολύπαθη και συναρπαστική διαδρομή ενός χρόνου σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, η Σελήνη, 66 Ερωτήσεις κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες – θα φτάσουμε κι εκεί αλλά πρώτα ας κάνουμε μια παράκαμψη. Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Ζακλίν Λέντζου συνάντησε από ατυχή απρόοπτα (μια πρεμιέρα στο Βερολίνο όπου η οθόνη κυριολεκτικά ξεφούσκωσε) μέχρι τιμητικά highs: Στο φεστιβάλ της Γάνδης πραγματοποιήθηκε αφιέρωμα στο ελληνικό σινεμά όπου εκτός της Σελήνης παίχτηκε κι όλη η μικρού μήκους φιλμογραφία της Λέντζου, από την Αλεπού μέχρι το μαγευτικό Έκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς (που είχε δικαιότατα βραβευτεί και στις Κάννες).
Είναι ίσως κι αυτό ένα από τα πολλά ελληνικά παράδοξα ή πιθανώς μια αναγκαιότητα βάσει της ελληνικής πραγματικότητας. «Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα είναι μαγικό γιατί οι άνθρωποι θα κάνουν τις ταινίες μόνοι τους χωρίς υποστήριξη, με τρομερή αυτοθυσία» λέει η Ζακλίν Λέντζου, η ίδια εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της νέας γενιάς σκηνοθετών. «Και δεν μπορεί να γίνει αυτό στη μεγάλου μήκους φόρμα. Οπότε κάποιος άνθρωπος με μεγάλο πόθο και καημό να κάνει σινεμά λέει, πάμε να κάνουμε μικρού μήκους.»
Όλα αυτά σαν ένα ελάχιστο, αναγκαίο context για την επικείμενη κυκλοφορία της Σελήνης. Την ταινία με την οποία η Λέντζου δοκιμάζει για πρώτη φορά το χέρι της σε μια μεγάλου μήκους απόπειρα. Είναι ένα τρομερά θαρραλέο, δύσκολο, τρυφερό φιλμ που κινείται και αισθάνεται με έναν δικό του δραματουργικό ρυθμό. Για μια κοπέλα που ύστερα από χρόνια απόστασης αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα και να φροντίσει τον πατέρα της που αντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας. Παρά το γεγονός πως μεταξύ τους υπήρχε πάντοτε ένα τεράστιο (φαινομενικά ανεξήγητο) κενό, η Άρτεμις είναι η μόνη που στέκεται δίπλα στον πατέρα της όταν οι πάντες απομακρύνονται – και μέσα από αυτή τη διαδικασία ξεκινά να τον καταλαβαίνει ίσως για πρώτη φορά.
Δε θα συναντήσεις όμως πολλές χολιγουντιανές στιγμές στο φιλμ, με εύκολες διαπιστώσεις και δραματικές λύσεις. Αν η Σελήνη θυμίζει κάτι, είναι ένα κολάζ. Κάτι τελικά απολύτως συνεπές με την δημιουργό του έργου και τον τρόπο που ψάχνει διαρκώς χειρόγραφες αλήθειες.
«Πώς είναι ένα φωτογραφικό οικογενειακό άλμπουμ από τα παλιά;», μου λέει. «Ανοίγεις μια σελίδα και μπορεί να έχει φωτογραφία ένα σκέτο μπαλόνι που τυχαία τραβήχτηκε, μετά να έχει κάτι παιδάκια και μετά μια γιαγιά που τρώει μια τούρτα. Κι είναι όλα στην ίδια σελίδα. Μια απλή καθημερινή συνθήκη, αλλά κάθε εικόνα δίνει μια πολύ διαφορετική υφή. Αυτό προσπάθησα να κάνω στην ταινία». Σε πρώιμες μορφές του σεναρίου περιλαμβάνοντας περιγραφές όπως «τώρα βλέπουμε το φεγγάρι» ή «σάπιο φαγητό». Πράγματα που δεν είναι σκηνές, παρά υφές.
Ήξερα από την πολύ αρχή ότι ήθελα να κάνω κάτι που είναι σπασμένο.
Εννοεί από την πολύ αρχή του γραψίματος της ταινίας, αλλά θα μπορούσε να αναφέρεται στην πολύ αρχή της ζωής της.
Ξεκίνησε να γράφει όταν ήταν 6 χρονών επειδή ένιωθε πως δεν είχε να μιλήσει πουθενά, πως θα έσκαγε, πως κάποιες σκέψεις έπρεπε απλά να βγουν από μέσα της. «Ό,τι κι αν ένιωθα πίστευα ότι δεν μπορούσα να το καταπιώ, πρέπει να βγει. Έτσι ξεκίνησα το γράψιμο. Δεν ήταν φοβερά τα κείμενα, αλλά και μόνο που κάτι άυλο μετουσιώνεται σε λέξη στο χαρτί, είναι θριαμβευτικό. Ήμουν 6 χρονών κι έλεγα πως νιώθω μόνη, ή πως μου λείπει ο μπαμπάς, ή η μαμά, δεν ξέρω ποιος μου έλειπε. Μου λείπαν όλοι».
Και άρχισε να τα γράφει – εξ ου και η ηρωίδα της, η Άρτεμις στην ταινία έχει ένα ημερολόγιο το οποίο είναι γεμάτο σημειώσεις, εικόνες, λέξεις, το οποίο η ίδια η Ζακλίν έφτιαχνε κατά την ετοιμασία (ακόμα και κατά το γύρισμα) της ταινίας.
Στην 3η δημοτικού έγραψε, λέει, το πρώτο της μυθιστόρημα. «Χειρόγραφο», τονίζει. Θα επανέλθουμε σε αυτό. Αφορούσε, θυμάται, ένα μικρό κορίτσι που έφυγε από το σπίτι του επειδή δεν περνούσε καλά, ήταν στους δρόμους κι έκανε βόλτες. «Εντάξει δεν είναι πολύ καλό!», γελάει.
Ένας δάσκαλος της είπε πως έχει ταλέντο κι η Ζακλίν πήγε να ανακοινώσει στη μητέρα της πως θα γίνει συγγραφέας. «Η μάνα μου δεν πολυασχολούταν, οπότε πάω στη γιαγιά μου και της το λέω. Και γυρνάει με φοβερά σνομπ ύφος και λέει, “Συγγραφέας;! Το ξέρεις ότι ο καθένας μπορεί να γράψει ένα βιβλίο και να πει πως είναι συγγραφέας”». Στεναχωρήθηκε αλλά κράτησε τη σκέψη λίγο πιο στην άκρη, σαν απόκομμα που φυλάς σε έναν μεγάλο πίνακα με μια πινέζα.
Όλο αυτό το διάστημα θυμάται πως έβλεπε ασταμάτητα ταινίες. «Σαν παρέα όμως, όχι arthouse. Έβλεπα Filmnet, πράγματα όχι για την ηλικία μου, Σκ– πιο μέινστριμ…». Τη διακόπτω. «Σκορσέζε πήγες να πεις;» Λάμπουν τα μάτια της. «Συνέχεια! Τρελαινόμουν για Σκορσέζε μικρή». Και για Ντε Νίρο: «Πήγαινα σχολείο κι έλεγα ότι είναι ο μπαμπάς μου. Είχα έρωτα! Τον αγαπάω».
Ποια ήταν όμως αυτή η σχεδόν κινηματογραφική στιγμή που άλλαξαν όλα και το σινεμά έγινε από παρέα, κάτι περισσότερο; «Ανοίγει ένα Seven στη γειτονιά μου στην Πυλαία και πάω και νοικιάζω συνέχεια DVD. Και βλέπω το εξώφυλλο του Elephant με το κίτρινο μαλλί». Πίσω στο 2003, το Elephant του Γκας βαν Σαντ, εν μέρει εμπνευσμένο από το σοκ του Κολουμπάιν, κερδίζει βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες, προσεγγίζει μια ακατανόητη τραγωδία με κινηματογραφική ματιά και σημαδεύει μια γενιά νέων σινεφίλ.
«Δεν ήξερα τι ήταν γιατί ποτέ δεν διαβάζω υποθέσεις. Το παίρνω, Σάββατο μεσημέρι, η μάνα μου έλειπε. Το βάζω και–». Σταματάει τη ροή της ομιλίας της. «Είναι πολύ εύκολο να αναβιώσω τη στιγμή. Πώς βλέπεις σε κάποιες ταινίες το κλισέ, που κάτι γίνεται κι αλλάζει η ζωή των ηρώων; Αυτό μου συνέβη. Αναρωτιόμουν, αυτό είναι ταινία; Είχε τόσο διαφορετική μορφή από αυτά που είχα συνηθίσει ως τότε. Είχα συνηθίσει μουσικές, σάουντρακ… Αυτό είχε τόση ησυχία. Είχα ενθουσιαστεί».
Τι ακολούθησε; Πήγε πάλι στη γιαγιά. «Της λέω, βρήκα δουλειά. Τι;, μου λέει. Λέω, Θα κάνω ταινία». Η γιαγιά της συγκινήθηκε: «Υποτίθεται, δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει, ότι ο παππούς μου του οποίου το όνομα έχω, που ήταν μεγαλοβιομήχανος, ήθελε σαν τελευταίο πρότζεκτ να κάνει μια εταιρεία παραγωγής». Τέλος – τα συμφώνησαν. Σινεμά. «Το ξέρω από τα 14 μου».
Συζητάμε για την αναπόφευκτη απογοήτευση συγγενών, καθηγητών. «Μου λέγανε, είναι δυνατόν με αυτούς τους βαθμούς να κάνεις αυτό;» Η Ζακλίν πιστεύει ωστόσο πως αυτό αλλάζει σιγά σιγά και πως σήμερα, όπως όλοι στα ‘70s θέλαν να γίνουν ροκ σταρ, τώρα θέλουν να γίνουν δημιουργοί ταινιών. «Θα γίνει τρελό μπουμ τώρα», πιστεύει.
Αναφέρω το TikTok ως νέα κινηματογραφική πηγή – ο Ράντου Ζούντε έχει πει κάτι αντίστοιχο. «Στεναχωριέμαι λίγο. Εγώ είμαι λίγο old school», παραδέχεται. «Το παρατηρώ, δεν μου αρέσει αυτός ο νέος κόσμος» λέει γελώντας. Αναφέρει πόσο απεχθάνεται την ονλάιν γραφειοκρατία. «Μου παίρνει ενέργεια ενώ δε θα έπρεπε. Προτιμώ με το χεράκι μου να γράφω. Και γενικά μου άρεσε πιο παλιά το cityscape», ομολογεί.
Θες κάτι αναλογικό.
«Σε όλα. Κι αν είχα πολλά χρήματα θα γυρνούσα μόνο με φιλμ, για αυτό το λόγο. Μου αρέσει το αναλογικό. Όταν κάποια πράγματα δεν νοηματοδοτούνται στον βωμό της τεχνολογίας, στεναχωριέμαι. Νιώθω θα μας φάνε τα ρομπότ στο τέλος, κάποιες φορές χάνεται η κοινή λογική».
Εγώ έχω ένα ημερολόγιο που θέλω να γράφω όλες τις δουλειές που κάνω και μετά να τις σβήνω. Όχι σε doc. Αλλιώς νιώθω ότι δεν έχω κάνει τίποτα.
«Αυτό που λες έχει να κάνει με το γράψιμο σαν πράξη. The act of writing. Είναι κάτι σημαντικό για τον οργανισμό μας». Όσο μιλάει βγάζει και μου δείχνει ένα μεγάλο σημειωματάριο που έχει μαζί της κι είναι γεμάτο. Δουλειές, σκέψεις, σχέδια. Το ξεφυλλίζει ψάχνοντας μια φωτογραφία – μάλλον είναι στο προηγούμενο, που έχει γεμίσει. «Γράφω δουλειές, τα κυκλώνω, τα κουνάω, μετά πάω πιο πίσω και λέω πώς τα πήγαμε τότε, αν δεν έχω κάνει κάτι το μεταφέρω…. Νιώθω τρομερά γειωμένη έτσι».
Κάθε φορά που σβήνω κάτι νιώθω ότι κάτι κατάφερα.
«Ενώ το άλλο είναι ψέματα!»
Με αυτή την κουβέντα θυμάται και κάτι ακόμα. Είχε δει σε όνειρο πως γίνεται φωτογράφος και το είχε πει στην Σοφία Κόκκαλη, η οποία της πήρε δώρο για τα γενέθλιά της χημικά, για να μπορεί να εμφανίζει μόνη της φιλμ. «Και στη φωτογραφία είμαι αυστηρά αναλογική. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου μια φωτογραφία που έχει τραβηχτεί ψηφιακά, έχει περάσει φώτοσοπ ψηφιακά και ψηφιακά τη βλέπω. Δεν με νοιάζει, δεν την θεωρώ φωτογραφία. Την θεωρώ ένα ιντερνετικό προϊόν. Ενώ μια φωτογραφία που κάποιος την τραβάει με το φιλμάκι του και την εμφανίζει και βλέπουμε πάνω στο αντικείμενο την αλήθεια της, αυτό ναι».
Νομίζω όσο πιο αναλογική, τόσο πιο αληθινή η ζωή. Για μένα τουλάχιστον
Ένα πράγμα που ανακάλυψε σκηνοθετώντας μικρού μήκους ταινίες στη διάρκεια των ‘10s ήταν πως δεν θέλει καθόλου τις πρόβες.
«Αισθάνομαι ότι μπορεί στις πρόβες να δω κάτι και μετά να μη μπορώ να το ανακτήσω, και θα τρελαθώ», εξηγεί. Θυμάται ένα περιστατικό κατά το γύρισμα της Αλεπούς, μια ταινία στην οποία χρειάστηκε δύο μικρά παιδιά για καστ. «Τα είχα βρει 10 μέρες πριν το γύρισμα κι ήταν φοβερά. Τα έφερνα σπίτι, παίζαμε εκεί με τη Λέξη [το σκυλάκι της, που όση ώρα πίνουμε καφέ μας κάνει παρέα] και ήταν το κοριτσάκι φοβερά λυμένο στο σπίτι, τραγουδούσε, χόρευε, πολύ αληθινή. Και μόλις πήγαμε στο γύρισμα, με τις κάμερες κι όλα αυτά γύρω, μπλοκάρει η γλυκούλα. Και λέω κοίτα να δεις- αν δεν είχα την εμπειρία του πώς την είχα δει, δε θα είχα απογοήτευση, ούτε θα ένιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά. Οπότε λέω, άστο, κάντο επί τόπου, όταν υπάρχουν τόσες συνθήκες εκτός του ελέγχου σου».
Πάλι λοιπόν με ένα τρόπο η συζήτηση επιστρέφει στο αληθινό και στο πώς αυτό εκφράζεται και αναγνωρίζεται. Τη Σελήνη έχει αρχίσει να την ετοιμάζει από το ‘12, και στο μεταξύ γυρίζει διαρκώς μικρού μήκους. «Ήθελα καταρχάς να γίνω καλή στη δουλειά μου. Είναι μια πρακτική, hands on δουλειά». («Τώρα είναι το δύσκολο», λέει, αναφερόμενη στο μεσοδιάστημα πρώτης και δεύτερης ταινίας. «Πρέπει να καταφέρουμε να κάνουμε μεγάλου μήκους με τη συχνότητα των μικρού».)
Όταν ρωτάω αν προήλθε από κάποιο συγκεκριμένο συμβάν η ταινία, χαμογελάει, με κοιτάει και λέει «…πώς νιώθεις όταν την βλέπεις;». Εξηγεί πως η αληθινή ιστορία είναι ακόμα πιο hardcore, αλλά σε κάθε περίπτωση παρόλο που η ταινία «εφορμάται από εντελώς προσωπικό βίωμα», δεν ήθελε ποτέ να πατήσει σε αυτό για να την πλασάρει. «Είμαι ένα παιδί που έχω περάσει πολύ δύσκολα, οπότε ξέρω πολύ καλά το τραύμα. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία για να γίνω εγώ καλά», ξεκαθαρίζει.
«Και ξέρεις κάτι; Είναι σημαντικό να το πω», λέει σα να ξαναπιάνει ένα ιστό σκέψης. «Επειδή γράφω πολλά χρόνια, από μικρούλα, δε θα μπορούσα ποτέ να γράψω για κάτι που δεν ξέρω καθόλου. Επειδή μόνη μου τα γράφω, μόνη μου τα σχεδιάζω, στο τετραδιάκι μου, κάτι πρέπει να το ξέρω. Αλλιώς θα ήμουν fake. Μελό». Γράφει τώρα κάτι που στην αρχή είχε πρωταγωνιστή ένα αγοράκι 15 χρονών. Το έγραφε κι ενώ της άρεσαν οι σκηνές, κάτι μέσα της κλώτσαγε κι αναρωτιόταν γιατί. «Γιατί δεν έχω υπάρξει ποτέ 15χρονο αγοράκι ρε φίλε, έχω υπάρξει 15χρονο αγοροκοριτσάκι. Κι αυτό το αλλάζει ξαφνικά όλο».
Στο Σελήνη, 66 Ερωτήσεις σύμφωνα με την ίδια, «ο πυρήνας όλης της ταινίας είναι για ένα κοριτσάκι που δεν τα πάει καλά με τον πατέρα του, θυσιάζει όλο της το είναι για να είναι εκεί, και δεν περνάει και καλά. Αυτό από μόνο του για μένα είναι πολύ τρυφερό». Και θαρραλέο. «Ήθελα να πω ότι αυτή η κοπέλα μεγάλωνε με έναν άνθρωπο που δεν… που αναρωτιόταν γιατί υπάρχουν τέτοια κενά, αφού είναι ο μπαμπάς μου. Ο δικός μου πατέρας με εμένα ήταν ακόμα πιο κλειστός από ό,τι ήταν με τους άλλους». Όταν η Άρτεμις ξεκλειδώνει κομμάτια, «η ταινία δεν λέει πως τον έμαθε κιόλας. Δεν χτίζονται τα κενά αυτά έτσι. Μπορεί να μην χτιστούν και ποτέ. Αλλά κάτι ξεκινάει».
«Υπάρχει και πάνω στη Σοφία μια ματαίωση κι αυτό περνάει στον θεατή. Δεν λες Α τι ωραία, αγαπήθηκαν τώρα. Πάει μέχρι ένα σημείο», εξηγεί η Λέντζου φτάνοντας και στο έτερο μεγάλο κεφάλαιο της ταινίας. Την πρωταγωνίστρια Σοφία Κόκκαλη, πιθανώς την κορυφαία ηθοποιό της γενιάς της στην Ελλάδα.
Μια επιπλέον πρόκληση είχε να κάνει με τον ρευστό χαρακτήρα του φιλμ. Η κολάζ ψυχή του. Πράγματα που άλλαζαν ή μετακινούνταν. Πολλά που συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή, επί τόπου. «Επίσης δεν ήθελα η Σοφία να ξέρει ποιος είναι ο ηθοποιός που παίζει τον μπαμπά της, τον είδε στο γύρισμα», μου λέει. Κι όσο για προετοιμασία; Το ημερολόγιο. «Της έγραφα σελίδες στο ημερολόγιο της Άρτεμις, και γράμματα και σκέψεις και όνειρα, και μικρότερα μέρη του κολάζ. Αυτά που της έχω στείλει θα μπορούσα να είναι όλα στην ταινία».
«Δεν νιώθω ότι έχω δουλέψει με τη Σοφία», ομολογεί. «Είναι δουλειά, κι έχει πολύ κόπο και συναισθηματικό και διανοητικό και σωματικό φυσικά. Αλλά δεν έχω νιώσει ότι δουλεύουμε». Οι δυο τους γνωρίστηκαν πρώτη φορά όταν η Ζακλίν πήγε να παίξει στο Νήμα, το εκπληκτικό χειροποίητο φιλμ του Αλέξανδρου Βούλγαρη και κυριολεκτικό one-woman show για την Κόκκαλη η οποία κέρδισε για εκείνο το φιλμ το «ελληνικό Όσκαρ», βραβείο Ίρις. (Έχει προταθεί συνολικά για 5.)
«Τότε την είχα γνωρίσει αλλά δεν κάναμε παρέα, τίποτα». Μετά ήρθε ο Έκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς κι η Ζακλίν θέλησε να κάνει εκείνη την ταινία με την Κόκκαλη εν μέρει και ως προετοιμασία γιατί ήξερε πως θα ακολουθούσε κάτι μεγαλύτερο. «Σκέφτηκα πως θα το κάνω με τη Σοφία για να τη δοκιμάσω, γιατί είχα ήδη στο μυαλό μου τη Σελήνη. Και μετά… έγινε η αγαπημένη μου ηθοποιός», λέει καθώς της φεύγει ένα σχεδόν παιδικό γέλιο.
«Ήθελα να κάνω κάτι που να είναι σπασμένο», λοιπόν. Κολάζ. Που κι αν αλλάξει η σειρά σκηνών να μην αλλάζει η αίσθηση του όλου. «Είναι πολλές φορές και μια αίσθηση που έχω μέσα στην ημέρα γιατί δεν πιστεύω στη γραμμικότητα. Από εκεί ξεκινάνε όλα αυτά», λέει.
«Δεν με ενδιαφέρει γενικά και δεν με ενδιέφερε και ειδικά. Η γραμμικότητα δεν είναι παρά ένα φτιαχτό πράγμα. Το πώς ρέει η συζήτηση δεν είναι καθόλου γραμμικό, μετά θα το κάνεις εσύ γραμμικό», εξηγεί. «Η αλήθεια είναι σε αυτό που κάνουμε τώρα, στη στιγμή. Αυτό με ενδιαφέρει στην ταινία, αυτή η αίσθηση. Δεν με ενδιέφερε να απαντήσω σε ερωτήματα, να εξηγήσω ποιος είναι ο καθένας. Για παράδειγμα στην αρχή της ταινίας εμφανίζεται ο Τσακίρογλου που είναι ένας τύπος που δεν καταλαβαίνεις–»
Ο ειρμός κόβεται γιατί η Λέξη πιάνει φιλίες με ένα άλλο σκυλάκι που περνά από τον πεζόδρομο. «Να, αυτό τώρα είναι γραμμικό γεγονός που ενώ μιλάμε σπάει η αφήγηση! Αυτό είναι η ζωή. Εμένα μου αρέσουν αυτές οι ταινίες που είναι πιο κοντά στην εμπειρία της ζωής. Όταν βλέπω μια ταινία που διασκεδάζω κι η οποία ακολουθεί “τακ, τακ, τακ” όλα τα αναμενόμενα σημεία, διασκεδάζω και χαμογελώ με τη σύμβαση πλέον».
(Μιλώντας για γραμμικότητα ή απουσία αυτής, η Μικρή Μαμά της Σελίν Σιαμά είναι μια ταινία που η Ζακλίν φέτος λάτρεψε περισσότερο από κάθε άλλη. «Είναι φτιαγμένο τόσο απλά και τόσο ταπεινά, και είναι κάτι τόσο τεράστιο παράλληλα».)
Στην προαναφερθείσα σκηνή αυτό που απουσιάζει είναι το κλασικό exposition στο οποίο πατούν συνήθως οι περισσότερες ταινίες. Μπαίνει η Άρτεμις, είναι ο πατέρας της εκεί, και εμφανίζεται μια τρίτη φιγούρα που κανείς δεν μας λέει ποιος είναι, πώς τον λένε. «Κάποιοι κλωτσάνε. Γιατί ρε παιδιά;», αναρωτιέται.
«Πας να βρεις έναν φίλο σου κι εκείνος έχει συναντήσει έναν φίλο του από το σχολείο που δεν τον ξέρεις εσύ. Υπάρχει κοινός χρόνος και τόπος με ένα άτομο που εκείνος το ξέρει κι εσύ δεν το ξέρεις. Τι κάνεις; Δεν μπορείς; Αυτό ήθελα να περάσω. Πρέπει να κόψω την ταινία, να χαλάσω τη ροή της και να βάλω κάποιο χαρακτήρα να λέει [κάνει μια ανάλαφρη χροιά φωνής] “Αχ, κύριε Ιάκωβε, ΠΟΣΑ χρόνια έχω να σας δώ;;”». Γελάμε δυνατά. Εξάλλου είπαμε: Η γραμμικότητα είναι ένα ψέμα. Σημασία έχει η στιγμή.