Μηχανή του Χρόνου: Γιατί οι νεκροί Μαραθωνομάχοι δεν ετάφησαν στην Αθήνα, αλλά στο πεδίο της μάχης
Ο Μαραθώνας ήρθε ξανά στην επικαιρότητα, λόγω της επίθεσης Ψινάκη στο ΚΑΣ. Πώς δημιουργήθηκε ο Τύμβος και τι συμβολίζει για όλη την ανθρωπότητα (Pics)
- 05 Σεπτεμβρίου 2015 09:49
Τις τελευταίες μέρες ο τύμβος του Μαραθώνα βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας από τον θόρυβο που προκάλεσαν οι απρεπείς χαρακτηρισμοί του δημάρχου Μαραθώνα Ηλία Ψινάκη προς τους αρχαιολόγους του ΚΑΣ, επειδή δεν έλαβε άδεια για να πραγματοποιήσει στο χώρο συναυλία με την Άλκηστις Πρωτοψάλτη.
Φυσικά, οι αντιρρήσεις, οι εντάσεις και η πολεμική ατμόσφαιρα για τη χρήση του αρχαιολογικού χώρου δεν μπορεί να επισκιάσει την πραγματική αξία του μνημείου και της ιστορίας του. Τι ακριβώς είχε συμβεί εκεί το 490 π.Χ στην κοσμοϊστορική μάχη του Μαραθώνα;
Ποιος είναι ο Τύμβος και πώς είναι σήμερα η περιοχή. Η «Μηχανή του Χρόνου» έκανε την αυτοψία και περιγράφει:
Η περσική εκστρατεία
Η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα, ένα χρόνο μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του στρατηγού Μαρδόνιου στη Μακεδονία. Ήταν μέρος του περσικού σχεδίου την «ειρήνευση» των δυτικών συνόρων της αυτοκρατορίας. Τότε, ο περσικός στόλος καταστράφηκε στο Όρος Άθως μετά από θαλασσοταραχή.
Η δεύτερη επίθεση διεξήχθη δύο χρόνια αργότερα το 490 π.Χ. με διοικητές τον Δάτη και τον Αρταφέρνη. Η περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας έγινε με σκοπό να τιμωρηθούν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς, επειδή είχαν βοηθήσει τους Ίωνες να ξεσηκωθούν κατά των Περσών. Παράλληλα, όμως, ήταν και η αρχή για την πραγματοποίηση του ευρύτερου σχεδίου υποταγής ολόκληρου του ελληνικού χώρου από τον Δαρείο. Μαζί τους, οι Πέρσες είχαν ως οδηγό και σύμβουλο τον πρώην τύραννο της Αθήνας, Ιππία, γιο του Πεισίστρατου.
Ο περσικός στόλος με το στρατό ακολούθησε αυτή τη φορά διαφορετικό δρόμο σε σχέση με την πρώτη εκστρατεία του Μαρδόνιου στη Μακεδονία (492 π.Χ). Από την Κιλικία, όπου συγκεντρώθηκε, έπλευσε στη Σάμο, πέρασε από τις Κυκλάδες, κατέλαβε τη Νάξο και έφθασε στην Ερέτρια.
Μετά την κατάληψη της Ερέτριας, οι Πέρσες είχαν στόχο να υποτάξουν την Αθήνα και να επαναφέρουν στην αρχή τον πιστό σε αυτούς Ιππία. Με την καθοδήγηση του ηλικιωμένου άνδρα πέρασαν από την Ερέτρια απέναντι στον Μαραθώνα και στην αμμώδη παραλία του σημερινού Σχοινιά.
Οι Αθηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, με αγγελιοφόρο τον Φειδιππίδη. Ωστόσο, οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να έρθουν αμέσως, λέγοντας ότι γιόρταζαν τα Κάρνεια. Oι 2.000 άνδρες που υποσχέθηκαν, έφθασαν όταν η μάχη είχε τελειώσει.
Η αριθμητική υπεροχή των Περσών
Η έναρξη της επίθεσης ορίστηκε για το πρωί, προκειμένου να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός των αντιπάλων. Η σύγκρουση έγινε στην περιοχή κοντά στον σημερινό Τύμβο, όπου βρισκόταν το περσικό στρατόπεδο. Οι Αθηναίοι έπρεπε να διατρέξουν απόσταση 8 σταδίων (περίπου 1,5 χιλιομέτρα) προς τις εχθρικές γραμμές για να αποφύγουν τα βέλη των Περσών. Στο δεξιό άκρο ηγήθηκε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος. Στο κέντρο ήταν ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής, που διέθεταν την απαραίτητη στρατιωτική ικανότητα.
Η δύναμη των Αθηναίων ανερχόταν σε 10.000 και των Πλαταιέων σε 1.000 άνδρες, ενώ των Περσών ήταν διπλάσια.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς που κατέγραψαν λεπτομέρειες της μάχης του 490 π.Χ., οι Πλαταιείς είχαν αναλάβει να καλύψουν το αριστερό πλευρό του ανθρώπινου μετώπου 1.625 μέτρων που είχε σχηματίσει ο Μιλτιάδης για να αντιμετωπίσει τον υπεράριθμο στρατό των Περσών και είχαν συμβάλλει αποφασιστικά στην τελική επικράτηση. Οι στρατηγοί των Αθηναίων είχαν διχαστεί, καθώς μερικοί δεν ήθελαν να ξεκινήσει η μάχη, προτού έλθει η βοήθεια των Σπαρτιατών. Τελικά, ο Μιλτιάδης τούς έπεισε να επιτεθούν αμέσως κατά των Περσών και του ανατέθηκε η αρχιστρατηγία.
Ο μύθος των αήττητων Περσών γκρεμίζεται μετά την ήττα στον Μαραθώνα
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αθηναίοι έχασαν στη μάχη 192 άνδρες και οι Πλαταιείς 11, ενώ οι απώλειες των Περσών ανήλθαν σε 6.400 νεκρούς και 7 βυθισμένα πλοία. Νεώτερες ιστορικές εκτιμήσεις ανεβάζουν τους νεκρούς των ελληνικών δυνάμεων σε 1.000 – 3.000 και υποβιβάζουν αυτές των Περσών στις 4.000 – 5.000. Οι Αθηναίοι, αφού έθαψαν τους νεκρούς τους στον Μαραθώνα, ανήγειραν μνημείο από λευκή πέτρα, πάνω στο οποίο χαράχτηκε το επίγραμμα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου:
Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν.
Απόδοση: Οι Έλληνες στο Μαραθώνα, με τους Αθηναίους στην πρώτη γραμμή μάχης, στέρησαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων. ( ή Υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι μαχόμενοι στον Μαραθώνα συνέτριψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων).
Η ξεκάθαρη αθηναϊκή νίκη παρέμεινε το ενδοξότερο γεγονός της ιστορίας της πόλης και ο Μαραθωνομάχος το πρότυπο του μαχητή για την ελευθερία. Το άγαλμα της Ίριδας, της αγγελιοφόρου των θεών που στήθηκε στην Ακρόπολη στη μνήμη του στρατηγού Καλλίμαχου που έπεσε στη μάχη, μαρτυρά το μήνυμα την νίκης αυτής.
O τύμβος των Μαραθωνομάχων
Με ύψος 10 μέτρα και διάμετρο 50 ο τύμβος του Μαραθώνα ο τύμβος του Μαραθώνα «σκέπασε» την κορύφωση της μάχης. Δημιουργήθηκε μετά την ιστορική μάχη, στον οποίο θάφτηκαν Αθηναίοι στρατιώτες που είχαν αγωνιστεί κατά των Περσών στο πλευρό του Μιλτιάδη
(Ο «Σορός», ο μεγάλος τύμβος χώματος κάλυψε τους 192 Αθηναίους που έπεσαν στη νικηφόρα μάχη κατά των Περσών το 490 π.Χ. Κάτω από το χώμα η ανασκαφική έρευνα έχει ανακαλύψει το τεφροφόρο στρώμα της πυράς με τα αποτεφρωμένα οστά. Μέσα στον Τύμβο βρέθηκαν και τα ίχνη του νεκρόδειπνου)
«Οι κυπαρισσένιες λάρνακες με τα λείψανα των νεκρών τοποθετούνται στο Δημόσιο Σήμα, στο ωραιότερο προάστιο της πόλης και πάντοτε σ’ αυτό θάβονται αυτοί που έχουν πέσει στους πολέμους, εκτός από εκείνους που έπεσαν στο Μαραθώνα. Αυτούς επειδή θεωρήθηκε η ανδρεία τους εντελώς εξαιρετική, τους έθαψαν στο πεδίο της μάχης», έγραψε χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης κάνοντας ειδική μνεία στους νεκρούς της ιστορικής μάχης, που αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της παγκόσμιας ιστορίας.
Επιτάφιοι αγώνες και λαμπαδηδρομίες οργανώθηκαν προς τιμήν των πεσόντων και ο τύμβος παρέμεινε ως τη ρωμαϊκή εποχή τόπος προσκυνήματος των αθηναίων εφήβων. Τον κάμπο «Σορό» ανακάλυψε και ανέσκαψε ο Βαλέριος Στάης το 1890/91, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια του Ερρίκου Σλήμαν το 1884.
(Φωτογραφίες: Χρίστος Βασιλόπουλος)