Ακρίβεια: Οι “μύθοι” και η σκληρή πραγματικότητα των τιμών
Διαβάζεται σε 6'Όσο κι αν μια οικονομία είναι “συναρθρωμένη” με το διεθνές πεδίο, χαράσσει ρότα και με “εθνικές” αποφάσεις. Εξαρτάται δηλαδή η πορεία της, από το πώς η εκάστοτε κυβέρνηση θα παρέμβει στην αγορά, ποιους και πώς θα φορολογήσει και βέβαια τι συνθήκες θα διαμορφώσει ώστε να άρει στρεβλώσεις.
- 25 Μαΐου 2024 07:25
Κυρίαρχη θέση στην ομιλία του Πρωθυπουργού στη Βουλή ήταν και πάλι η προσπάθεια να αναδείξει ότι η Ελλάδα δεν έχει τη “μοναδικότητα” στα θέματα της ακρίβειας. Συγκεκριμένα, έκανε λόγο για πέντε μύθους, που κυριαρχούν στη δημόσια “σφαίρα” σε σχέση με το ύψος των τιμών στην Ελλάδα αλλά και το επίπεδο των εισοδημάτων.
“Η Ελλάδα δεν είναι πρωταθλήτρια στην ακρίβεια, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που αντιμετωπίζουν όλες οι οικονομίες και αυτό οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν με τα επιτόκια. Αυτό έγινε γιατί υπήρχε ένα παγκόσμιο πρόβλημα ακρίβειας. Το να μιλάμε για ακρίβεια Μητσοτάκη είναι επιεικώς παραπλανητικό. Σας διαψεύδει η πραγματικότητα” τόνισε ο Κ. Μητσοτάκης απευθυνόμενος στην αντιπολίτευση.
Επίσης μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η Ελλάδα λόγω της “υβριδικής” χρεοκοπίας και των μνημονίων απώλεσε το 30% των εισοδημάτων της με αποτέλεσμα να έχει καταλάβει μια από τις χαμηλότερες θέσεις στην κατάταξη με την αγοραστική δύναμη των πολιτών της.
Προφανώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αποσείσει ευθύνες και να δώσει ένα στίγμα σε σχέση με το τι συμβαίνει στη χώρα παραδεχόμενος, επίσης, ότι τα κέρδη “απληστίας” είναι μέρος του προβλήματος. Μόνο που αυτό έχει και μια εθνική “σφραγίδα” τόσο στην πλευρά της διαμόρφωσης της ζήτησης (μισθοί κτλ), όσο και της προσφοράς (τιμές κτλ) και άρα συνδυάζεται με το τι πολιτικές επιλογές γίνονται κάθε φορά.
“Κέρδη απληστίας” και πολιτικές
Απλά να σημειωθεί ότι με βάση επίσημες αναφορές τα τελευταία χρόνια τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών είναι σε επίπεδα ρεκόρ. Αντιπροσωπεύουν το 5,5% του ΑΕΠ, όταν το 2019 τα κέρδη ήταν 1% και την εποχή Σημίτη -που ήταν η καλύτερη εποχή τους- βρίσκονταν στο 3,5% του ΑΕΠ, όπως ανέφερε σε πρόσφατη αρθογραφία του στο news247.gr ο Γιώργος Σταθάκης, πρώην υπουργός και υποψήφιος Ευρωβουλευτής με τη Νέα Αριστερά.
Είναι, επίσης, ενδεικτικό ότι με βάση πρόσφατη (πριν λίγες μέρες) ανάλυση της ΤτΕ για τις τιμές, “τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών αρχίζουν να ομαλοποιούνται αλλά συνεισέφεραν σημαντικά στην αδράνεια του πληθωρισμού ειδικά στα αγαθά Η μείωση του πληθωρισμού στα αγαθά θα ήταν ακόμα ταχύτερη εάν τα περιθώρια κέρδους των εταιριών (ειδικά στη λιανική αγορά καταναλωτικών αγαθών και ειδικότερα των τροφίμων) προσαρμόζονταν στην υποχώρηση των τιμών αρκετών πρώτων υλών, καθώς και άλλων εισαγόμενων παραγωγικών εισροών, κατά το 2023 και τους πρώτους μήνες του 2024” σημειώνει η ανάλυση της ΕΤΕ.
“Αυτό όμως”, όπως αναφέρεται, “ δε συνέβη στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, λόγω ισχυρής ζήτησης καθώς και χρόνιων διαρθρωτικών αγκυλώσεων της ελληνικής αγοράς αλλά και των πρακτικών τιμολόγησης των διεθνών αλυσίδων διάθεσης μεταποιημένων προϊόντων και πρώτων υλών. Αυτή η επίδραση από το λεγόμενο «πληθωρισμό απληστίας» δείχνει πλέον να υποχωρεί, στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα, από το 2ο εξάμηνο του 2023, όπως αποτυπώνεται και στις τάσεις εξομάλυνσης της εταιρικής κερδοφορίας (το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα του εταιρικού τομέα αρχίζει να μειώνεται ως ποσοστό στο ΑΕΠ μετά την κορύφωσή του κατά το 2022).”
Οι πολυεθνικές
Στο φόντο αυτό ο Πρωθυπουργός ανέδειξε την πρωτοβουλία του σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο δε θέλησε να πει κάτι σε σχέση με το τι θα πράξει εδώ. Απλά να σημειωθεί ότι π.χ. μετά πολλών κόπων π.χ. προωθήθηκαν στην Ελλάδα έκτακτες φορολογήσεις υπερκερδών μεγάλων ομίλων.
“Οι κολοσσοί του εμπορίου, οι πολυεθνικές δεν πρέπει να θέτουν γεωγραφικούς περιορισμούς ως προς τον εφοδιασμό του λιανεμπορίου, ώστε να κρατούν ψηλά τις τιμές σε χώρες με υψηλά μερίδια αγορά, ούτε να τις μειώνουν εκεί που θέλουν για να αποκτήσουν δεσπόζουσα θέση. Δεν γίνεται το ίδιο προϊόν να διατίθεται με τόσο μεγάλες διαφορές στις τιμές στο Παρίσι, στην Αθήνα ή αλλού. Είναι μία κερδοσκοπική τακτική που δεν συνδέεται μόνο με τα μεταφορικά κόστη και απαιτεί ευρωπαϊκή απάντηση. Σε αυτές τις πρακτικές η Ε.Ε. οφείλει να αντιτάξει μία πολιτική αυστηρών κανόνων” είπε.
Έτσι, βέβαια, έβαλε το όλο ζήτημα και πάλι σε μια Ευρωπαϊκή διάσταση. Προφανώς αυτή υπάρχει όπως καταδεικνύει και το μεγάλο πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Mondelez International, ωστόσο, υπάρχει κι ένα μεγάλο περιθώριο, όπου οι εθνικές πολιτικές είναι αυτές που καθορίζουν τις εξελίξεις. Αυτό άλλωστε αναφέρεται κι από την επικεφαλής της ΕΚΤ Κρ. Λαγκάρντ κατά καιρούς, οπότε και κάνει λόγο για «εγχώριους πληθωρισμούς» που συνυπολογίζονται προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις για τα επιτόκια.
Η σκληρή πραγματικότητα
Κι εκεί έρχεται να καταγραφεί η σκληρή πραγματικότητα, που όμως δεν οφείλεται πάντα στους “άλλους”, αλλά διαμορφώνεται κι από τις πολιτικές επιλογές της κάθε κυβέρνησης. Όσο κι αν μια οικονομία είναι “συναρθρωμένη” με το διεθνές πεδίο χαράσσει ρότα και με “εθνικές” αποφάσεις. Εξαρτάται δηλαδή η πορεία της από το πώς, δηλαδή, η κυβέρνηση θα παρέμβει στην αγορά, ποιους και πώς θα φορολογήσει και βέβαια τι συνθήκες θα διαμορφώσει ώστε να άρει στρεβλώσεις και ιδιαιτερότητες που “συντηρούν” φαινόμενα ακρίβειας.
Η διαμόρφωση των τιμών, άλλωστε, όπως αναφέρει τόσο η θεωρία, όσο και η “πιάτσα” ένα πολυπαραγοντικό αποτέλεσμα συνυπολογισμού κέρδους κόστους αλλά και άλλων παραγόντων, κάποιοι από τους οποίους έχουν στη χώρα μια “μοναδικότητα”.
Σε απλά ελληνικά, το κόστος ενός προϊόντος διαμορφώνεται κυρίως από τα όσα ο παραγωγός πρέπει να δαπανήσει για να “στείλει” ένα προϊόν στο πρώτο στάδιο της αλυσίδας εφοδιασμού. Στη δαπάνη εντάσσονται, είναι οι διάφορες “εισροές”, δηλαδή, πρώτες ύλες, φάρμακα, άλλα υλικά απαραίτητα για την παραγωγής, αλλά και βέβαια το ενεργειακό και εργασιακό κόστος, το κόστος χρήματος που αντιμετωπίζει ο ίδιος ο παραγωγός και βέβαια το κέρδος του που ποικίλει ανάλογα με το προϊόν τον κλάδο αλλά και την ίδια την επιχείρηση. Δαπάνη, επίσης, απαιτεί η ανάγκη για κανονιστική συμμόρφωση, δηλαδή τήρηση κανονισμών, που συνήθως ανεβάζουν τις απαιτήσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Ειδικά, δε, στην ΕΕ, όπου οι περιβαλλοντικοί, εργασιακοί και άλλοι κανονισμοί είναι σε πληθώρα, εύκολα γίνεται αντιληπτό, ότι τα κόστη ανεβαίνουν. Κι αυτό σε μια Ελλάδα, όπου ο παραγωγικός ιστός μειώνεται, ειδικά στον πρωτογενή κλάδο, αλλά και στη μεταποίηση, κάτι που αναδεικνύει την ανάγκη ουσιαστικών εθνικών πολιτικών.
Χαρακτηριστικά, με βάση τον Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ καθ. Νίκο Βέττα “για να μπορέσει να έχει ποιότητα προϊόντων και σε καλύτερες τιμές ο τρόπος είναι να αναπτύσσεται η προσφορά. Με επενδύσεις έτσι ώστε να σταθμιστεί το κόστος προς τα κάτω και μέσω του ανταγωνισμού να δούμε κλιμάκωση τιμών”, τόνισε ο κ. Βέττας.
Κάτι που βέβαια έχει να κάνει και με ιδιαιτερότητες, που μπορούν με σχετικό σχεδιασμό να “θεραπευτούν” καθώς έχουν να κάνουν με το υψηλό μεταφορικό κόστος κτλ. Εδώ έρχεται και η έλλειψη σιδηροδρομικών δικτύων, που μειώνουν τα κόστη μεταφοράς, για την ηπειρωτική χώρα, αλλά και τη θέσπιση μέτρων για το μεταφορικό ισοδύναμο για τη νησιωτική χώρα.