Ακρίβεια: Σθεναρή η “αντίσταση” των τιμών – Συνεχές “ρεύμα” ανόδου

Ακρίβεια: Σθεναρή η “αντίσταση” των τιμών – Συνεχές “ρεύμα” ανόδου
SOOC

Στην Ελλάδα ο δείκτης τιμών στα τρόφιμα υποχωρεί ελαφρά από το 12,8% στο 12,3%, όντας πάντως σε διπλάσιο ρυθμό ανόδου από ό,τι ο γενικός δείκτης. Ουισαστικά δηλαδή ο πληθωρισμός των τροφίμων κινείται “σθεναρά” σε ρυθμούς διψήφιους οδηγώντας τα νοικοκυριά σε απόγνωση.

Μπορεί να διαμορφώθηκε στο 6,5% διαμορφώθηκε ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα το Φεβρουάριο, από 7,3% τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία που δημοσιοποίησε πριν από μερικές ημέρες η Eurostat, ωστόσο παρά το ότι η τιμή αυτή είναι η χαμηλότερη των τελευταίων 12 μηνών, η ανησυχία για την πορεία των τιμών δε λείπει.

Άλλωστε, ειδικά στο τρόφιμα οι “αντιστάσεις” είναι ισχυρές, παρά το γεγονός ότι πτώση για ενδέκατο συνεχόμενο μήνα κατέγραψαν τον Φεβρουάριο οι διεθνείς τιμές των τροφίμων, με βάση τον παγκόσμιο δείκτη τιμών του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών. Ο τελευταίος διαμορφώθηκε σε επίπεδα κατά 19% χαμηλότερα από τα ιστορικά υψηλά των 159,3 μονάδων που είχαν καταγραφεί τον Μάρτιο του 2022, στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Ειδικότερα, ο παγκόσμιος δείκτης τιμών του FAO, ο οποίος παρακολουθεί τις τιμές των βασικών προϊόντων διατροφής, διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στις 129,8 μονάδες τον περασμένο μήνα, από 130,6 τον Ιανουάριο. Πρόκειται για την χαμηλότερη ένδειξη από τον Σεπτέμβριο του 2021.

Ο FAO αναφέρει ότι η “οριακή πτώση” του δείκτη τροφίμων οφείλεται σε σημαντικές μειώσεις των τιμών των φυτικών ελαίων και των γαλακτοκομικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τους χαμηλότερους δείκτες δημητριακών και κρέατος.

Ωστόσο η εικόνα που καταγράφεται στα ράφια είναι διαφορετική με τις τιμές να έχουν “κατοχυρώσει” υψηλά επίπεδα από όπου δε φαίνεται ότι άμεσα θα πέσουν. Δεν είναι τυχαία η αναφορά από τη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), που προειδοποίησε με νόημα ότι παρακολουθεί στενά την πιθανή αύξηση των τιμών των προϊόντων εκφράζοντας μια “έμμεση απειλή” για συνέχεια στις αυξήσεις επιτοκίων. Ουσιαστικά η ΕΚΤ “βλέπει” ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες εκμεταλλεύονται τον υψηλό πληθωρισμό για να ενισχύσουν τα περιθώρια κέρδους τους.

Σημειώνεται ότι οι τιμές των τροφίμων εμφανίζουν στην Ευρωζώνη έντονη αύξηση τον Φεβρουάριο, 15% έναντι 14,1% τον Ιανουάριο, ενώ αντιθέτως οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν κατά 13,7% έναντι 18,9% τον Ιανουάριο. Στην ομάδα των υπηρεσιών παρατηρείται ετήσια αύξηση τιμών 4,8% έναντι ετήσιας αύξησης 4,4% τον Ιανουάριο και στην ομάδα των μη ενεργειακών βιομηχανικών προϊόντων αύξηση 6,8% έναντι ετήσιας αύξησης 6,7% τον Ιανουάριο.

Επίσης ένα άλλο στοιχεία ανησυχίας είναι ότι ο δομικός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε τον Φεβρουάριο του 2023 σε 5,6% από 5,3% τον Ιανουάριο του 2023 και 5% τον Δεκέμβριο του 2022.

Είναι ακόμη χαρακτηριστικό, επίσης, ότι στη Γερμανίας, οι τιμές των τροφίμων με βάση τα στοιχεία της Eurostat, κινήθηκαν ανοδικά στο 21,8% τον Φεβρουάριο, έναντι 20,2% τον Ιανουάριο. Αντίθετα η εικόνα και για την Ελλάδα, ήταν ελαφρά καλύτερη με τον δείκτη να υποχωρεί ελαφρά από το 12,8% στο 12,3%, όντας πάντως σε διπλάσιο ρυθμό ανόδου από ό,τι ο γενικός δείκτης. Ουισαστικά δηλαδή ο πληθωρισμός των τορφίμων κινείται “σθεναρά” σε ρυθμούς διψήφιους οδηγώντας τα νοικοκυριά σε απόγνωση.

Κόστος παραγωγής

Βέβαια αυξητικό είναι το κόστος παραγωγής, κάτι που δημιουργεί περαιτερώ τάση πίεσης των τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση την ΕΛΣΤΑΤ αύξηση 13,5% σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία τον Ιανουάριο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιανουαρίου 2022, έναντι αύξησης 31,6% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2022 με το 2021.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η νέα αύξηση στο κόστος παραγωγής των εγχώριων βιομηχανιών οφείλεται στις εξής μεταβολές των δεικτών των επιμέρους αγορών:

α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εξωτερικής αγοράς κατά 14,1%, και

β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εγχώριας αγοράς κατά 13,4%.

Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 1,3% τον Ιανουάριο 2023 σε σύγκριση με τον δείκτη του Δεκεμβρίου 2022, έναντι αύξησης 4% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2022 με το 2021.

Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση την Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2022, που παρουσιάστηκε το περασμένο Σάββατο, για τις εμπορικές επιχειρήσεις, η μέση εξαμηνιαία αξία αγοράς εμπορευμάτων για το πρώτο εξάμηνο του 2022 ανέρχεται σε 42.543 ευρώ, η οποία παρουσιάζει αύξηση της τάξεως του 25% περίπου σε σχέση με το 2021. Επίσης, λόγω του ενεργειακού κόστους, το 76,7% των επιχειρήσεων εξωθήθηκε να αυξήσει τις τιμές των προϊόντων τους.

Η διακοπή των σιδηροδρομικών μεταφορών

Στο μεταξύ μια άλλη παράμετρος έχει προκύψει τελευταία σε σχέση με τα κόστη για τις επιχειρήσεις, ειδικά για τις εξαγωγικές, λόγω της διακοπής των σιδηροδρομικών μεταφορών. Όπως αναφέρει στο news247.gr ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού επιμελητηρίου Πειραιά (ΕΒΕΠ), Βασίλης Κορκίδηςαν και οι επιπτώσεις από τη διακοπή των Σιδηροδρομικών μεταφορών δεν συγκρίνονται με τους κινδύνους ανθρώπινων απωλειών” υπάρχουν ζητήματα,

“Η διακοπή λειτουργίας του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας μέχρι να καταστεί απόλυτα ασφαλές είναι απόλυτα σωστή. Οι ανθρώπινες ζωές επιβατών και εργαζομένων στους σιδηροδρόμους, άλλωστε, δεν κοστολογούνται. Ως εκ τούτου η όποια οικονομική επιβάρυνση των εμπορευματικών μεταφορών έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού και τις εμπορικές αμαξοστοιχίες τις χειρίζονται και εργάζονται συνάνθρωποι μας” αναφέρει ο κ. Κορκίδης και προσθέτει: “Οι αρχές και οι επενδυτές στους ελληνικούς σιδηροδρόμους πρέπει να ανταποκρίνονται στις τεχνολογικές απαιτήσεις της «ψηφιοποίησης» στην ΕΕ και να πληρούν όλους τους κανόνες ασφάλειας. Επίσης κάθε εθνικό σιδηροδρομικό δίκτυο είναι σημαντικό να είναι σύγχρονο, αφού είναι η προέκταση κάθε εμπορικού λιμανιού και εμπορευματικού κέντρου. Πόσο μάλλον αναγκαίο είναι να εκσυγχρονιστεί, εδώ και τώρα, το μόνο σιδηροδρομικό δίκτυο που εξυπηρετεί το 2ο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου και το 5ο μεγαλύτερο στην Ευρώπη.

Πληροφοριακά στις γραμμές του ΟΣΕ διακινείται κατά μέσο όρο ημερησίως φορτίο που αναλογεί σε 30 φορτηγά στο τμήμα Αθήνα – Θεσσαλονίκη και άλλα 30 φορτηγά στην αντίστροφη διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα.

Aναφορικά με τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, πέρσι σημειώθηκε αύξηση κατά 2,2%, από 461 χιλ. TEUs, σε 471 χιλ. TEUs το 2021 εκ των οποίων 8.000 TEUs μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς μεταξύ Θεσσαλονίκης και Σόφιας.

Κατά την ίδια περίοδο, οι ποσότητες συμβατικού φορτίου που διακινήθηκαν από τον ΟΛΘ στη Βουλγαρία αυξήθηκαν σημαντικά κατά 13,3%, από 3.741 χιλ. τόνους σε 4.236 χιλ. τόνους αντίστοιχα, αύξηση οφειλόμενη κυρίως σε διακίνηση νικελίου και κάρβουνου.

Η τιμή μεταφοράς της παλέτας από το λιμάνι του Πειραιά στη Θεσσαλονίκη οδικώς και σιδηροδρομικώς έχει 50 και 40 ευρώ αντίστοιχα. Γενικά πάντως υπολογίζεται πως το κόστος μεταφοράς από σιδηροδρομικώς σε οδικώς θα επιβαρύνει τις διεθνείς μεταφορές έως και 30%

Άγνωστες παραμένουν οι επιπτώσεις στις σιδηροδρομικές μεταφορές περίπου 100.000 εμπορευματοκιβωτίων από το λιμάνι του Πειραιά στους προορισμούς των χωρών της κεντρικής Ευρώπης. Θα πρέπει επίσης να ερωτηθεί η Cosco και η ΣΕΠ ΑΕ για τις συμφωνίες που έχει συνάψει και ενδεχόμενες ρήτρες που έχει υπογράψει.”

Καμπανάκι κινδύνου από το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών

Στο μεταξύ αποκαλυπτικά ευρήματα για την κατάσταση που βιώνει η ελληνική κοινωνία προκύπτουν από τη νέα μεγάλη έρευνα της Opinion Poll για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΕΑ), που δημοσιοποιήθηκε τη Δευτέρα.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το ΕΕΑ, η ακρίβεια συνεχίζει να αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους πολίτες, κάτι που έχει αρνητικές συνέπειες και για το επιχειρείν. Ταυτόχρονα φαίνεται και η δυσαρέσκεια της πλειονότητας των ερωτηθέντων για τα κυβερνητικά μέτρα που έχουν ληφθεί, οι περικοπές που έχουν αναγκαστεί να κάνουν, καθώς και η ανασφάλεια που έχουν για το μέλλον.

Όπως σημείωσε για τα ευρήματα της έρευνας ο Πρόεδρος του Ε.Ε.Α., Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, όταν το 50% των ελεύθερων επαγγελματιών και το 39.7% των επιχειρηματιών δηλώνουν δυσκολία ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις τους, όταν το 44% των ερωτηθέντων αναγκάζεται να περιορίσει βασικές ανάγκες λόγω της ακρίβειας ή όταν το 53% δηλώνει ότι τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση προσφέρουν σχεδόν μηδαμινή βοήθεια, δείχνουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι το πρόβλημα όχι απλώς παραμένει αλλά διογκώνεται και ότι απαιτούνται άλλου τύπου μέτρα στήριξης από όσα έχουν ληφθεί έως σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 88.6% τάσσεται υπέρ της μείωσης του Φ.Π.Α στα καταναλωτικά προϊόντα, το 88.4% υπέρ της μείωσης του Φ.Π.Α στα καύσιμα και το 77.4% υπέρ της αύξησης δόσεων αποπληρωμής υποχρεώσεων προς το Δημόσιο. Πρόκειται για προτάσεις που έχει καταθέσει εδώ και καιρό το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών. Από την στιγμή που τα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας δεν έχουν το αποτέλεσμα που θα θέλαμε όλοι, πρέπει να εφαρμοστεί ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής.

Είναι καιρός η κυβέρνηση αλλά και όλα τα πολιτικά κόμματα να ακούσουν την κοινωνία, να αφουγκραστούν τις πραγματικές ανάγκες της και να σταθούν δίπλα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες.”

Με βάση το ΕΕΑ ρα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τα ευρήματα της έρευνας είναι:

Το 53% θεωρεί ότι τα μέτρα που έχει λάβει μέχρι τώρα η Κυβέρνηση προσφέρουν σχεδόν μηδαμινή βοήθεια. Το 35% θεωρεί ότι αποτελούν μια μικρή αλλά αναγκαία βοήθεια και το 11% τα θεωρεί ως μια σημαντική βοήθεια δεδομένων των συνθηκών. Αυξημένα εμφανίζονται τα ποσοστά όσων τα θεωρούν ως μηδενική βοήθεια στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα με 55.5% και στους ελεύθερους επαγγελματίες / αυτοαπασχολούμενους με 51.7%.

Το 44% απαντά ότι λόγω της ακρίβειας αναγκάζεται να περιορίσει βασικές ανάγκες για να μπορέσει να ανταποκριθεί , ενώ το 13% δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Παράλληλα το 35% δηλώνει ότι η ακρίβεια του δημιουργεί δυσκολίες, αλλά μπορεί να ανταποκριθεί , ενώ το 8% ότι δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα. Το 45.3% των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα , το 32.8% των ελεύθερων επαγγελματιών/ αυτοαπασχολούμενων και το 41.7% των επιχειρηματιών θεωρεί ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί προσφέρουν σχεδόν μηδαμινή βοήθεια.

Η πλειοψηφία όσων απάντησαν σε ποσοστό 53% απαντούν ότι δυσκολεύονται πολύ και αρκετά να ανταποκριθούν συνολικά σε υποχρεώσεις όπως αποπληρωμές δανείων, καρτών κ.λ.π. Λίγο ή πολύ απαντά το 28%. Το 57% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, το 50% των ελεύθερων επαγγελματιών και το 39.7% των επιχειρηματιών δηλώνουν δυσκολία ανταπόκρισης.

Το 56% όσων απάντησαν αισθάνονται σίγουρα και μάλλον απαισιόδοξοι για το πώς αντιμετωπίζουν την προσωπική τους οικονομική κατάσταση. Το 43% δηλώνουν σίγουρα και μάλλον αισιόδοξοι, με το 9% από αυτούς να δηλώνουν σίγουρα αισιόδοξοι. Απαισιόδοξοι ( σίγουρα και μάλλον ) δηλώνουν το 53.3% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και το 50.9% των ελεύθερων επαγγελματιών/ αυτοαπασχολούμενων.

Ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα είναι ότι το κύμα ακρίβειας και οι επιπτώσεις τους, η πίεση στο μέσο νοικοκυριό και τους μικρομεσαίους ιδιαίτερα επιχειρηματίες αυξάνουν την ανασφάλεια για το μέλλον της εργασίας τους. Το 55% δηλώνει ανήσυχο για τo μέλλον της δουλειάς του. Το ποσοστό αυτό φτάνει το 75.4% στους υπαλλήλους ιδιωτικού τομέα. , το 81% στους ελεύθερους επαγγελματίες/ αυτοαπασχολούμενους, αλλά και το 41.7% ανάμεσα στους επιχειρηματίες.

Μαζί μ΄αυτά, από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει επίσης:

-Ότι το 44% ρίχνει τις βασικές ευθύνες για το κύμα ακρίβειας στην Κυβερνητική Πολιτική και το 41% στην διεθνή συγκυρία. Το εύρημα αυτό έχει σημασία γιατί δείχνει ότι σημαντικό τμήμα της κοινωνίας ρίχνει τις βασικές ευθύνες σε εξωγενείς παράγοντες . Ωστόσο στους τελευταίους μήνες οι συγκριτικά περισσότερες ευθύνες ρίχνονται στην Κυβέρνηση, ενώ στο προηγούμενο διάστημα η εικόνα ήταν απολύτως η αντίστροφη.

-Το 53% έχει αρνητική άποψη για τα μέτρα της Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και την στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ενώ θετική άποψη έχει το 46%.

Η μεγάλη πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της αναγκαιότητας λήψης συγκεκριμένων μέτρων που θα έφερναν άμεσο αποτέλεσμα στην μείωση των τιμών και του κόστους ζωής. Το 88.6% τάσσεται υπέρ της μείωσης του Φ.Π.Α στα καταναλωτικά προϊόντα, το 88.4% υπέρ της μείωσης του Φ.Π.Α στα καύσιμα και το 77.4% υπέρ της αύξησης δόσεων αποπληρωμής υποχρεώσεων προς το Δημόσιο.

Να σημειωθεί ότι η έρευνα που υλοποιήθηκε στις πρώτες μέρες του Μαρτίου, στηρίχθηκε στο κοινό εύρημα όλων των ερευνών κοινής γνώμης πανελλαδικά και παναττικά ότι το μείζον πρόβλημα που απασχολεί τους πολίτες είναι η ακρίβεια. Ζητούμενο επομένως ήταν να διερευνηθούν οι επιδράσεις της στην ζωή των πολιτών του Λεκανοπέδιου, οι εξηγήσεις που δίνουν για το φαινόμενο , η ικανοποίηση από τα μέτρα της Κυβέρνησης και ποια μέτρα αξιολογούν ως απαραίτητα για να αντιμετωπιστεί.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα