Ακρίβεια: Στην “πρώτη ταχύτητα” της Ευρώπης η Ελλάδα
Διαβάζεται σε 9'Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό Μαρτίου θα ανακοινωθούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή την επόμενη Τετάρτη 10 Απριλίου, ωστόσο τα “σήματα”, που έδωσε η Eurostat είναι άκρως ανησυχητικά.
- 04 Απριλίου 2024 09:57
Ένας στους δύο Έλληνες θεωρεί την ακρίβεια ως το κορυφαίο πρόβλημα της κοινωνίας με βάση την έρευνα της εταιρείας Pulse, η οποία παρουσιάστηκε το βράδυ της Τετάρτης στο κεντρικό δελτίο του ΣΚΑΪ
Συγκεκριμένα για το 44% των ερωτηθέντων, η ακρίβεια, μακράν, είναι στην κορυφή της λίστας με τα θέματα που προβληματίζουν την κοινωνία. Στο κλίμα αυτό αποτυπώνεται εύγλωττα το μέγεθος της πολιτικής απειλής που καταγράφεται για την κυβέρνηση, έστω κι αν η τελευταία είτε με μέτρα που έχει πάρει, πολλά από τα οποία συναντούν μεγάλη αποδοχή π.χ η δημιουργία συνθηκών για καθαρές τιμές και διαφάνεια στην αγορά, είτε με τις αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς προσπαθεί να στείλει ένα μήνυμα συνεχούς προσπάθειας. Ωστόσο, όπως φαίνεται από αναλύσεις και αναφορές το ζήτημα είναι πολυσύνθετο και προς ώρας τα όποια “αναχώματα’ δεν αρκουν.
Δεν είναι τυχαία η αναφορά που κάνει στην ανάλυση επικαιρότητας, πριν λίγες εβδομάδες το ΚΕΠΕ, αναφερόμενο στον πληθωρισμό των «κερδών», ή πληθωρισμό της «απληστίας» (greedflation), εστιάζοντας στις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες. “Ανεξαρτήτως όμως της επιστημονικής τεκμηρίωσης του greedflation” αναφέρει το ΚΕΠΕ, στο σημείωμά του με τίτλο “Bankflation: Ο πληθωρισμός της «τραπεζικής απληστίας”, “το μόνο βέβαιο είναι ότι ο πληθωρισμός τροφίμων δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, καθώς τρέχει με υψηλούς ρυθμούς τόσο στον Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην Ελλάδα, δυσχεραίνοντας τις συνθήκες διαβίωσης εκατομμυρίων πολιτών.
Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με δεδομένα από την Eurostat, πάνω από το 22% του πληθυσμού στις χώρες της ΕΕ 27 βρίσκεται αντιμέτωπο με τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό τα τελευταία οκτώ χρόνια. Επιπλέον, η μεταβολή του δείκτη τιμών των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών το 2023 (2022) ανήλθε στο +12,64% (+11,89%) για την ΕΕ 27 και +11,61% (+11,69%) για την Ελλάδα, έναντι +1,55% και +1,48% για το 2021, αντίστοιχα. Εναλλακτικά, η σωρευτική αύξηση των τιμών των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών την περίοδο 2019-2023 ήταν 31,25% για την ΕΕ 27 και 28,50% για την Ελλάδα.
Τρέχουμε πιο γρήγορα από την Ευρώπη
Στο μεταξύ σε “ρότα” ανατιμήσεων συνεχίζει η αγορά καθώς όπως καταγράφει η Eurostat με ρυθμό αύξησης της τάξης του 3,4% κινήθηκε ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Μάρτιο, ενώ μάλιστα παρουσιάζει αύξηση σε σχέση με τον Φεβρουάριο που ήταν 3,1%. Η Ελλάδα είναι η χώρα με την 5η χειρότερη επίδοση από όλους. Συγκεκριμένα η Κροατία είχε πληθωρισμό στο +4,9% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο, η Αυστρία +4,2%, η Εσθονία +4,1%, το Βέλγιο +3,8%, η Σλοβενία 3,4%), η Ισπανία 3,2%. Αντιθέτως, η Πορτογαλία έχει 2,6% ενώ η Κύπρος έχει σταθεροποιηθεί στο 1,3%.
Βέβαια η εικόνα αυτή πρέπει να συνδυαστεί και με την μειωμένη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, όπως καταγράφηκε από τη Eurostat κι όπου το 2023, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) εκπεφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ήταν στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ, δηλαδή στη προτελευταία θέση.
Σε μέσο επίπεδο Ευρωζώνης ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 2,4% από το 2,6%. Έχει, δε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι δείκτης με τον οποίο συγκρίνεται η ακρίβεια για όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβάνοντας ομοειδή αγαθά και υπηρεσίες (εναρμονισμένος δείκτης Τιμών Καταναλωτή) τον μήνα Μάρτιο στην Ευρωζώνη αυξήθηκε με ρυθμό 0,8% σε μηνιαία βάση, Ωστόσο στη χώρα μας είχε υπερδιπλάσιο ρυθμό και αυξήθηκε με ρυθμό 1,8%. Να σημειωθεί ότι σε πολλές χώρες του Νότου λη αύξηση Τιμαρίθμου τον Μάρτιο ξεπέρασε το 1% (Ισπανία 1,3%, Ιταλία 1,2% , Μάλτα 1,1%).
Στον αντίποδα, οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά είχαν μηδαμινή αύξηση ή και μείωση του πληθωρισμού τον μήνα Μάρτιο: Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία +0,6%, Γαλλία +0,3%, Φινλανδία και Σλοβακία 0% με μόνη εξαίρεση τη Λετονία όπου αυξήθηκε 1,2%
Επίσης με βάση τα στοιχεία της Eurostat:
- Καταγράφεται σε επίπεδο Ευρωζώνης, μικρότερη άνοδος πληθωρισμού στα τρόφιμα, όπου η αύξηση “φρέναρε” στο 4,8% τον Μάρτιο από 5,8% τον Φεβρουάριο και 7,1% τον Ιανουάριο. Βέβαια παραμένει μεγάλη η αύξηση των τιμών ακόμη και μετά το “φρένο”.
- “Εμπεδώνεται” η μείωση στις τιμές της ενέργειας. Υποχώρησαν κατά 1% , έναντι μείωσης 2,8% τον Φεβρουάριο.
- Ενισχύεται η ακρίβεια στον τομέα των υπηρεσιών όπου το Μάρτιο οι τιμές ανέβηκαν κατά 3,9% από 3,5% τον Φεβρουάριο.
Επίσης, ο δομικός πληθωρισμός (δηλαδή το «καλάθι» με όλα τα αγαθά και υπηρεσίες εκτός από τα ευμετάβλητα προϊόντα τροφίμων και ενέργειας) τον Μάρτιο αυξήθηκε στο σύνολο της Ευρωζώνης στο 3,4% από 3% τον Φεβρουάριο και 3,1% τον Ιανουάριο, κάτι που σημαίνει ότι η ακρίβεια έχει “μπολιάσει” τη λειτουργία της οικονομίας.
Ρυθμός ανόδου τιμών
Να σημειωθεί ότι με βάση τα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat για τον Μάρτιο, η Ελλάδα καταγράφει το δεύτερο μεγαλύτερο ρυθμό ανόδου των τιμών μέσα σε ένα μήνα, εν σχέσει με τον Φεβρουάριο. Πρώτη με τη μεγαλύτερη μηνιαία άνοδο από όλες τις χώρες της Ευρωζώνης ήταν η Πορτογαλία με αύξηση 2,3% μέσα σε ένα μήνα
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν “πέσει”, αν και φαίνεται ότι τελικά ότι αυτό δεν είναι επαρκής λόγος για ανάσχεση του ρυθμού αύξησης των τιμών.
Δεν είναι τυχαία η απάντηση, την περασμένη Τρίτη, του Άγγελου Καλογεράκου, Γενικού Διευθυντή Ελλάδος της Τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν, σε ερώτηση τους news247.gr για την εικόνα των τιμών στα οικοδομικά υλικά και τη συνάρτησή τους με την πορεία των ενεργειακών τιμών. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο κ. Καλογεράκος, βαθύς γνώστης της αγοράς, το ενεργειακό κόστος είναι σημαντικά μεγαλύτερο, ακόμη, για τη βιομηχανία, σε σχέση με το προ κρίσης επίπεδα, ειδικά σε υλικά με βάση “κρίσιμες” πρώτες ύλες όπως ο χαλκός κτλ. Αυτό δίνει μια πρώτη ερμηνεία για το ότι περαιτέρω αύξηση κατά 5,6% σημείωσαν οι τιμές στα οικοδομικά υλικά συνολικά τον Φεβρουάριο εφέτος, καθώς καταγράφηκαν ανατιμήσεις σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες των υλικών, με εξαίρεση το πετρέλαιο κίνησης και τον ηλεκτρισμό.
Βέβαια αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν και στο πώς πολλές εταιρείες “βλέπουν” την αγορά. Με βάση δημόσιες αναφορές αναλυτών η αγορά βλέπει ότι η ζήτηση, παρά την ακρίβεια, δεν φρενάρει, π.χ. στην οικοδομή, μια και η λιμνάζουσα ρευστότητα, διεθνώς, είναι μεγάλη. Κι έτσι “πατώντας” στη συνθήκη αυτή ανεβάζουν τις κερδοφορίες τους.
Ανησυχία για τα τρόφιμα
Στο μεταξύ το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην ανάλυσή του για το Δ’ Τρίμημο του 2023 καταγράφει έντονη ανησυχία για την πορεία του πληθωρισμού το 2024.
Το Γραφείο σημειώνει, ότι ιδιαίτερα επίμονος παρουσιάζεται και ο πληθωρισμός τροφίμων που σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου συνεισέφερε κατά 56% στον συνολικό ετήσιο πληθωρισμό μεταξύ Ιανουαρίου 2023 και Ιανουαρίου 2024, αφαιρώντας από την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
«Είναι επομένως απαραίτητο να ενταθούν οι παρεμβάσεις πολιτικής προς την κατεύθυνση ενίσχυσης του ανταγωνισμού σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα. Επίσης, πολιτικές ενίσχυσης της διαφάνειας τιμών, και έλεγχος για περιπτώσεις αδικαιολόγητα μεγάλης αύξησης τιμών στα τρόφιμα και βασικές υπηρεσίες, θα ήταν προς την σωστή κατεύθυνση. Πράγματι, ενδυνάμωση των καταναλωτών με περισσότερες πληροφορίες και εργαλεία για τη σύγκριση τιμών μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην μετρίαση των επιπτώσεων του πληθωρισμού. Ένα τέτοιο εργαλείο θα μπορούσε να ήταν η εκτεταμένη χρήση ιστοσελίδων
και apps τύπου marketwatch ανά συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, με συχνή επικαιροποίηση, online, των τιμών που εμφανίζονται στο «ράφι» για διάφορα προϊόντα και υπηρεσίες», αναφέρεται στην έκθεση.
Όταν οι καταναλωτές μπορούν εύκολα να συγκρίνουν τιμές και να επιλέγουν λιγότερο ακριβές εναλλακτικές, και οι επιχειρήσεις είναι ενήμερες για τη λειτουργία ενός τέτοιου αποτελεσματικού πλαισίου ενημέρωσης, τότε οι τελευταίες είναι πιθανότερο να προσαρμόσουν τις τιμολογιακές τους στρατηγικές για να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Καθώς στοχεύουν άμεσα τις τιμές, οι πολιτικές αυτές ορθά εφαρμοζόμενες θα μπορούσαν να είχαν καλύτερο αποτέλεσμα για την επίτευξη του στόχου της πληθωριστικής αποκλιμάκωσης, συγκριτικά με ευρείες δημοσιονομικές παρεμβάσεις στήριξης εισοδημάτων λαμβάνοντας υπόψη και το δημοσιονομικό κόστος που οι τελευταίες συνεπάγονται.
Οι μισθοί
«Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού βρίσκεται οριακά μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας, αν δεν τις ξεπερνάει», ανέφερε, επίσης, χαρακτηριστικά ο συντονιστής του Γραφείου, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς, κατά την παρουσίαση της έκθεσης σημειώνοντας πως είναι κρίσιμο το αν η αύξηση στον βασικό θα οδηγήσει σε αύξηση των ονομαστικών μισθών γενικώς.
«Οι αυξήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες των δυνατοτήτων της οικονομίας ώστε να μην υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα της. Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6,4% βρίσκεται οριακά μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας, αν δεν τις ξεπερνάει. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η οικονομία επιτύχει έναν ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης μέσα στο 2024. Διαφορετικά είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να εμποδίσει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού», σημειώνεται στην έκθεση.
Ειδικά για την επίδραση των αυξήσεων των μισθών στον πληθωρισμό σημειώνεται πως αυτή θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η αύξηση του μισθολογικού κόστους μπορεί να απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις, καθώς και από το εάν η αύξηση αυτή θα συνδυαστεί με αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ειδικότερα, προχώρησε επίσης σε ανάλυση ενός σεναρίου πληθωριστικών πιέσεων κατά το οποίων ο υπερβάλλων πληθωρισμός προέρχεται μέσω έντονων απαιτήσεων για αύξηση ονομαστικών μισθών σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από αυτό που προκύπτει από το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας. Σε αυτό το σενάριο «ενεργοποιείται ένα αντιπαραγωγικό και αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ αυξήσεων μισθών και τιμών, οδηγώντας τελικά τον πληθωρισμό σε υψηλότερο επίπεδο κατά μία ποσοστιαία μονάδα για το 2024, στο 3,9%».
«Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις, και ιδιαίτερα εκείνες που παρουσιάζουν υψηλή κερδοφορία, θα πρέπει, επιδεικνύοντας κοινωνική ευθύνη, να απορροφήσουν στα κέρδη τους την αύξηση του μισθολογικού κόστους που αναμένεται για το 2024 –ώστε να λειτουργήσουν ως φρένο και όχι ως καταλύτης σε περαιτέρω άνοδο τιμών– ενώ και οι όποιες απαιτήσεις για αυξήσεις ονομαστικών μισθών θα πρέπει να είναι λελογισμένες και μέσα στα περιθώρια αντοχής της οικονομίας», σημειώνεται σχετικά.