AlphaBank: Ο αντίκτυπος της κρίσης στην αγορά εργασίας
Η οικονομική δραστηριότητα και η απασχόληση θα πληγούν λόγω της κρίσης του κορονοϊού σημαντικά σύμφωνα με την AlphaBank. Ωστόσο μακροπρόθεσμα θα μεταβληθούν τόσο η επιχειρηματική δράση, όσο και η αγορά εργασίας.
- 14 Απριλίου 2020 06:20
Η διαταραχή που ενέσκηψε στην ελληνική και την παγκόσμια οικονομία, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης και των μέτρων περιορισμού της εξάπλωσής της αναμένεται πολύ ισχυρή στον βραχύ χρονικό ορίζοντα, ιδιαίτερα τα δύο επόμενα τρίμηνα. Η οικονομική δραστηριότητα και κατά συνέπεια η απασχόληση εκτιμάται ότι θα πληγούν σημαντικά. Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όμως, θα οδηγήσει σε νέες τάσεις, που θα μεταβάλλουν δομικά τόσο την επιχειρηματική δράση, όσο και την αγορά εργασίας, αναφέρει η AlphaBank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Στην τρέχουσα συγκυρία, οι χώρες που παράγουν περίπου το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ έχουν εφαρμόσει αυστηρούς περιορισμούς μετακίνησης και δραστηριότητας, με αποτέλεσμα τη διαταραχή του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και τη μεγάλη πτώση της παραγωγής. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO Monitor 2nd edition: COVID-19 andtheWorldofWork, 7.4.2020), εκτιμά πλέον ότι η αύξηση του αριθμού των ανέργων παγκοσμίως, στο τέλος του 2020, αναμένεται να υπερβεί κατά πολύ τις αρχικές εκτιμήσεις του (25 εκατ.). Ως εκ τούτου, τα μέτρα στήριξης που θα υιοθετήσουν οι κυβερνήσεις, σε συνεργασία με τους διεθνείς οργανισμούς, για τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων στη δημόσια υγεία, την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, θεωρούνται εξαιρετικά σημαντικά και επείγοντα.
Σε μακροχρόνιο ορίζοντα, η πανδημική κρίση και η αντίδραση αφενός του επιχειρηματικού τομέα και αφετέρου της οικονομικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο, αναμένεται να επιφέρουν δομικές αλλαγές στην παραγωγική δομή και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπως:
Πρώτον, την επιτάχυνση της υιοθέτησης των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), η οποία θα διαμορφώσει ένα νέο εργασιακό περιβάλλον, ιδιαίτερα σε ορισμένους κλάδους των υπηρεσιών και του εμπορίου.
Δεύτερον, την ανάγκη μεγέθυνσης του κλάδου Υγείας και των υποδομών του, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του δημόσιου τομέα στην υγειονομική περίθαλψη και τις επιχειρησιακές του δυνατότητες για τη διαχείριση αντίστοιχων κρίσεων.
Τρίτον, την αναβάθμιση των υποδομών υγειονομικής ασφάλειας και των συνθηκών στον κλάδο των μεταφορών και ιδιαίτερα των αερομεταφορών, η οποία δημιουργεί την ανάγκη νέων επενδύσεων.
Τέλος, την προσαρμογή των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων σε παρόμοιες κρίσεις, που θα απαιτήσει σε αρκετές περιπτώσεις επανεξέταση και αναδιοργάνωση των υποκείμενων παραγωγικών διαδικασιών.
Παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, στην τρέχουσα φάση, ο οικονομικός αντίκτυπος της εν εξελίξει πανδημίας στην απασχόληση, στο παρόν Δελτίο επιχειρούμε μια γενική εκτίμηση των πιθανών, βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων και εξετάζουμε την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων που η ελληνική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησαν πρόσφατα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη -μεγάλων διαστάσεων- διαταραχή στις αγορές εργασίας των κρατών-μελών της ΕΕ.
Βραχυπρόθεσμες Επιπτώσεις – Δείκτες Προσδοκιών και Μέτρα Πολιτικής
Η πανδημία Covid-19 έχει επεκταθεί σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις σε ένα ευρύ φάσμα τομέων της οικονομίας να είναι αντιμέτωπες με μεγάλες απώλειες. Παράλληλα, εκατομμύρια εργαζομένων κινδυνεύουν με απώλεια εισοδήματος και θέσεων εργασίας, ενώ οι επιπτώσεις θα είναι δυσμενέστερες για τις πιο ευπαθείς ομάδες απασχολουμένων (κυρίως εκείνων που απασχολούνται σε παραοικονομικές δραστηριότητες ή δεν έχουν κοινωνική ασφάλιση), καθώς δεν καλύπτονται από τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης.
Μια πανδημία εκτός από τις άμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, δύναται να έχει και έμμεσες αρνητικές επιπτώσεις, μέσω της αλλαγής στη συμπεριφορά των πολιτών (behavioraleffect), αφού υπό τον κίνδυνο της μετάδοσης, μειώνεται η κατανάλωση συγκεκριμένων υπηρεσιών και αγαθών, κυρίως υψηλής ελαστικότητας ζήτησης, εξέλιξη που με τη σειρά της οδηγεί σε πρόσθετη ζημία στην παραγωγή και στην αγορά εργασίας. Στον παραπάνω προβληματισμό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι είναι πολύ πιθανό οι τουρίστες, οι ταξιδιώτες για επαγγελματικούς λόγους και οι επισκέπτες σε εστιατόρια, χώρους τεχνών και ψυχαγωγίας να είναι πιο επιφυλακτικοί έως ότου αναπτυχθεί το εμβόλιο, ή μια ευρέως διαθέσιμη θεραπεία. Μέχρι τότε, οι κανόνες «κοινωνικής αποστασιοποίησης» ακόμη και αν καταστούν πιο χαλαροί, θα συνεχισθούν εκούσια για κάποιο χρονικό διάστημα.
Οι κλάδοι, λοιπόν, που αναμένεται να πληγούν περισσότερο – και συνεπώς και η απασχόληση σε αυτούς – είναι εκείνοι των υπηρεσιών του τουρισμού, των αερομεταφορών, του εμπορίου, των τεχνών και της ψυχαγωγίας, των μεταφορών και αποθήκευσης (logistics), αλλά και της μεταποίησης. Οι κλάδοι αυτοί απασχολούν σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας, 1,25 δισ. εργαζόμενους, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 38% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα, το 2019, οι περισσότεροι κλάδοι (με εξαίρεση τον πρωτογενή τομέα και τον κατασκευαστικό κλάδο), συνέβαλαν στην αύξηση των θέσεων εργασίας. Τη μεγαλύτερη συμβολή, ωστόσο, είχαν ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, ο οποίος απορρόφησε 15,6 χιλιάδες εργαζόμενους, οι λοιπές υπηρεσίες (14 χιλ.) και ο τουρισμός (10,1 χιλ.).
Ως εκ τούτου, απαιτείται άμεση δημοσιονομική αντιμετώπιση για τη στήριξη αυτών των κλάδων της οικονομίας. Για παράδειγμα, ο τουρισμός θεωρείται η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, αφού η άμεση συνεισφορά του φθάνει περίπου το 11% του ΑΕΠ, ενώ οι ετήσιες τουριστικές εισπράξεις υπερέβησαν το 2019 τα Ευρώ 18 δισ.. Αν δεν στηριχθεί ο συγκεκριμένος κλάδος, μπορεί να αναλογισθεί κανείς τις άμεσες και πολλαπλασιαστικές, αρνητικές επιπτώσεις στην ευρύτερη οικονομία.
Στη χώρα μας, δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία για το βαθμό στον οποίο έχει επηρεασθεί η απασχόληση. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, αφορούν στον Ιανουάριο, όταν δεν είχε εξαπλωθεί ο Covid-19 ακόμα στην Ευρώπη και σύμφωνα με τα οποία η ανεργία διαμορφώθηκε σε 16,4% (εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία), όσο και τον Δεκέμβριο του 2019.
Η Κυβέρνηση, έως τώρα, έχει λάβει μέτρα για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, συνολικού ύψους Ευρώ 6,8 δισ. (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων 31.3.2020), ενώ αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω η ρευστότητα των επιχειρήσεων μέσω χρηματοδότησης, που θα υποστηριχθεί από κοινοτικούς πόρους και από εγγυήσεις (ΕΣΠΑ, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων). Επιπλέον, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα νέο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ύψους 2,5 δισ., που θα αφορά στην κατασκευή έργων, ιδίως στους τομείς των υποδομών, της ψηφιακής σύγκλισης, της βιώσιμης ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και στην προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών πολιτικής προστασίας και προστασίας της δημόσιας υγείας, από το οποίο προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν 40.000 νέες θέσεις εργασίας.
Βάσει πρόσφατων εκτιμήσεων του ΚΕΠΕ (Αναλύσεις Επικαιρότητας, 8.4.2020), η αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών αναμένεται, υπό προϋποθέσεις, να έχει ισχυρές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο ΑΕΠ και την απασχόληση και ως εκ τούτου να αντισταθμισθεί σημαντικό μέρος των αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη, για κάθε Ευρώ 1 εκατ. αύξησης των κρατικών δαπανών, εκτιμάται ότι προκαλείται μία συνολική αύξηση του ΑΕΠ της οικονομίας κατά περίπου Ευρώ 1,5 εκατ.
Πιο αναλυτικά, τα μέτρα στήριξης της ελληνικής κυβέρνησης για τους εργαζόμενους σε κλάδους που πλήττονται δραστικά από την εξάπλωση της πανδημίας, περιλαμβάνουν:
· αποζημίωση ειδικού σκοπού προς τους εργαζόμενους, των οποίων έχει ανασταλεί προσωρινά η σύμβαση εργασίας, ύψους 800 ευρώ. Επιπλέον προβλέπεται πλήρης κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών τους, καθώς και αναστολή πληρωμής βεβαιωμένων οφειλών προς τη φορολογική διοίκηση, με δυνατότητα έκπτωσης 25% εάν καταβληθούν εμπρόθεσμα
· ενίσχυση 800 ευρώ για τους αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις που πλήττονται, για το διάστημα 15 Μαρτίου – 30 Απριλίου, αναβολή των φορολογικών υποχρεώσεων, καθώς επίσης και αναστολή πληρωμής ασφαλιστικών εισφορών
· πρόγραμμα τηλεκατάρτισης, με αμοιβή Ευρώ 600 για τους επιστήμονες-ελεύθερους επαγγελματίες και αναστολή πληρωμής ασφαλιστικών εισφορών
· έκπτωση ενοικίου 40% για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις που πλήττονται για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο.
Πέραν όμως της εθνικής πρωτοβουλίας, το Eurogroup στις 9.4.2020 συμφώνησε σε ένα πακέτο €540 δισ. για τη στήριξη των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το εν λόγω πακέτο περιλαμβάνει:
· την ενίσχυση των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων, μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που ανέλαβε τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγυήσεων ύψους Ευρώ 25 δισ., το οποίο δύναται να στηρίξει χρηματοδοτικούς πόρους Ευρώ 200 δισ.
· το πρόγραμμα SURE (SupporttomitigateUnemploymentRisksinanEmergency) μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την επιδότηση των θέσεων εργασίας και των ανέργων, ύψους Ευρώ 100 δισ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δανειστεί 100 δισ. μέσω ομολογιών από τις αγορές, με εγγυήσεις των κρατών-μελών και θα παρέχει σε αυτά δεκαετή δάνεια, με δυνατότητα επέκτασης της περιόδου αποπληρωμής. Στόχος του μηχανισμού είναι να παράσχει χρηματοδοτική συνδρομή σε ένα κράτος-μέλος, το οποίο αντιμετωπίζει οικονομικές διαταραχές που προκλήθηκαν από την κρίση του Covid-19, για τη χρηματοδότηση εργασίας με μειωμένο ωράριο ή παρόμοιων μέτρων με στόχο την προστασία των εργαζομένων και των αυτοαπασχολούμενων και, ως εκ τούτου, τη μείωση της ανεργίας και της απώλειας εισοδήματος.
· τη στήριξη των χωρών-μελών μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), ύψους Ευρώ 240 δισ. Το χορηγούμενο ποσό θα αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ του κάθε-κράτους μέλους. Δεν θα υπάρχουν δημοσιονομικοί όροι, παρά μόνο ο όρος ότι οι χώρες που θα προσφύγουν στον ESM, θα πρέπει να δεσμευθούν ότι θα χρησιμοποιήσουν την πιστωτική γραμμή αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας, θεραπειών και πρόληψης και σχετικών δαπανών που οφείλονται στην κρίση του Covid-19.
Ωστόσο, τα μέτρα αυτά έχουν βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και ο στόχος τους είναι να ανακουφίσουν τις ευάλωτες ομάδες εργαζομένων, μετριάζοντας μια μεγάλη και προσωρινή – για όσο διάστημα διαρκέσει η παύση της οικονομικής δραστηριότητας – αύξηση του ποσοστού ανεργίας. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει, είναι το κατά πόσον, αμέσως μετά την επανεκκίνηση της παραγωγικής δραστηριότητας, η οικονομία θα αποδειχθεί τόσο «ευέλικτη», ώστε οι οικονομικές συνέπειες να μην είναι μόνιμες.
Αντιδράσεις
Οι πρώτες αντιδράσεις των ελληνικών επιχειρήσεων και των Ελλήνων καταναλωτών απεικονίζονται στις προσδοκίες τους, οι οποίες επιδεινώθηκαν τον Μάρτιο, σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο, μήνας που σημειώθηκαν ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης κατέγραψε τον Φεβρουάριο την καλύτερη επίδοση από τον Ιούλιο του 2000 (-4,8 μονάδες).
Οι συνιστώσες των δεικτών επιχειρηματικών προσδοκιών και καταναλωτικής εμπιστοσύνης, σημείωσαν αξιοσημείωτη μηνιαία μείωση τον Μάρτιο και συνέβαλαν σημαντικά στην επιδείνωση των προσδοκιών επιχειρήσεων και καταναλωτών. Ιδιαίτερα μεγάλη πτώση σημείωσαν οι εκτιμήσεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση της χώρας τους επόμενους 12 μήνες, αλλά και για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών τους, ενώ πέρασαν και σε αρνητικό έδαφος (πτώση 23 και 20 μονάδων αντίστοιχα). Σημειώνεται, ωστόσο ότι η πρόθεση των νοικοκυριών για πραγματοποίηση μείζονων αγορών το επόμενο δωδεκάμηνο, αν και παραμένει σε αρνητικό έδαφος, επιδεινώθηκε ελάχιστα, γεγονός που ίσως αποτελεί ένδειξη ότι τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί, εν μέρει αμβλύνουν τις αρνητικές επιδράσεις της νέας κρίσης.
Επιπλέον, στη Βιομηχανία περισσότερο απαισιόδοξοι είναι οι επιχειρηματίες για την παραγωγή στο προσεχές διάστημα (-5 μονάδες), γεγονός που αντανακλάται και στο δείκτη των υπευθύνων για τις προμήθειες του κλάδου της μεταποίησης (PMI). Ο εν λόγω δείκτης υποχώρησε κάτω από τις 50 μονάδες (42,5 μονάδες), μετά από 33 συνεχείς μήνες, το οποίο συνεπάγεται ότι ο κλάδος βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης. Σημαντικά επιδεινώθηκαν τέλος, οι εκτιμήσεις των επιχειρηματιών στο Λιανικό Εμπόριο και τις Υπηρεσίες αναφορικά με τη ζήτηση τους επόμενους 3 μήνες (πτώση 8 και 12 μονάδων αντίστοιχα).
Επιπρόσθετα, απεικονίζονται, διαχρονικά, οι δείκτες των επιχειρηματικών προσδοκιών για την εξέλιξη της απασχόλησης κατά τους προσεχείς μήνες, στους βασικούς τομείς της οικονομίας, καθώς και οι εκτιμήσεις των καταναλωτών για την εξέλιξη της ανεργίας. Όσον αφορά τις προσδοκίες των επιχειρηματιών για την απασχόληση, φαίνεται ότι τον Μάρτιο του 2020 δεν επιδεινώθηκαν (με εξαίρεση τις υπηρεσίες που σημειώθηκε οριακή χειροτέρευση). Το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευθεί είτε επειδή οι επιχειρηματίες δεν μετέβαλαν τις εκτιμήσεις τους για την απασχόληση λόγω των μέτρων στήριξης της κυβέρνησης προς τις επιχειρήσεις τους, υπό την προϋπόθεση να μην προβούν σε απολύσεις, είτε επειδή η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα 26.2-23.3, όταν δεν είχε ενσωματωθεί όλη η πληροφόρηση που αποτύπωνε την πραγματική εικόνα. Αντίθετα, οι καταναλωτές φαίνεται να είναι πιο απαισιόδοξοι, ίσως επειδή τα πρώιμα μέτρα (κλείσιμο σχολείων κ.ά.) που έλαβε η κυβέρνηση λειτούργησαν επιβαρυντικά στην ψυχολογία τους. Σημειώνεται, ότι το ισοζύγιο απαντήσεων των καταναλωτών αφορά τις προσδοκίες τους για την εξέλιξη της ανεργίας κατά τους προσεχείς 12 μήνες. Συνεπώς, όσο μεγαλύτερο είναι το ισοζύγιο απαντήσεων (θετικό), τόσο δυσμενέστερες είναι οι εκτιμήσεις των καταναλωτών για την εξέλιξη της ανεργίας.
Ευκαιρίες ανάπτυξης
Μέσα από την κρίση, ωστόσο, μπορούν να αναδειχθούν ευκαιρίες ανάπτυξης κλάδων, όπως της Υγείας. Η θωράκιση των δημόσιων συστημάτων υγείας έναντι πιθανών και ανάλογου μεγέθους κρίσεων στο μέλλον, επιτάσσει την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων, ώστε να καταστούν ανθεκτικότερα σε τέτοιου είδους εξωτερικές διαταραχές. Επενδύσεις, σε υψηλού επιπέδου εξοπλισμό, εγκαταστάσεις, επιμόρφωση του ιατρικού και υγειονομικού προσωπικού και γενικότερα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας. Παράλληλα, θα πρέπει να αναβαθμισθεί μέσω επενδύσεων και ο κλάδος των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, ώστε να επιτευχθεί ο μέγιστος βαθμός συνέργειας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για την προάσπιση του υπέρτατου κοινωνικού αγαθού που είναι η Δημόσια Υγεία. Επίσης, ένας άλλος κλάδος που έχει δυνατότητες ανάπτυξης είναι ο κλάδος των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας, αφού οι ανάγκες των επιχειρήσεων για τηλεργασία, επισπεύδουν τη χρήση των σύγχρονων μορφών τηλεπικοινωνίας και ψηφιακής τεχνολογίας.
Η ανάλυση ασχολείται με την ιδιαιτερότητα της οικονομικής ύφεσης που προξενεί η πανδημία του Covid-19.
Μια πρωτόγνωρη οικονομική δοκιμασία με σημαντικές επιπτώσεις. Εξετάζει τη νομισματική πολιτική ως αρωγό στην προσπάθεια άμβλυνσης της οικονομικής δυσπραγίας, καθώς και το βάθος της οικονομικής ύφεσης το οποίο θα προσδιοριστεί από τη χρονική διάρκεια της πανδημίας.