Άμεσα και δραστικά μέτρα για τη μείωση των κόκκινων δανείων ζητά η ΤτΕ
Σύσταση στον τραπεζικό τομέα της χώρας να εντείνει τις προσπάθειες για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα κάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας
- 18 Ιανουαρίου 2018 16:25
Όπως διευκρινίζει ο κ. Στουρνάρας, οι επιχειρησιακοί στόχοι των τραπεζών παραμένουν για τα επόμενα δύο έτη υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Μεταξύ άλλων η νέα έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος εστιάζει στο μίγμα των εξής πολιτικών:
- Επιτάχυνση της μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
- περαιτέρω περικοπή στο λειτουργικό τους κόστος
- έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών.
Άλλωστε, το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), την αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τονίζει ο κ. Στουρνάρας «είναι θετικό που υπάρχει ένα απόθεμα ασφαλείας, με σκοπό τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, για την ενδεχόμενη στήριξη του τραπεζικού τομέα εάν αυτή καταστεί αναγκαία».
Ωστόσο, προσθέτει πως «στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα ΜΕΑ (Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα), οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».
Επιπλέον τονίζει ότι «οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις».
Επιπλέον, καλεί τις τραπεζικές διοικήσεις να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο, δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και την περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους.
Ειδικότερα, στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης αναφέρονται τα εξής:
Για την οικονομία:
Η σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017.
Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και η πρόοδος στην εφαρμογή του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας του πραγματικού τομέα της οικονομίας.
Ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), την απεξάρτηση των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) και την ανταπόκρισή τους στις αυξανόμενες εποπτικές απαιτήσεις.
Για το 2018 η κεντρική τράπεζα αναμένει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,40%.
Για τις τράπεζες:
Την περίοδο Ιανουαρίου Σεπτεμβρίου του 2017 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση (287 εκατ. ευρώ), βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016.
Στη βελτίωση της κερδοφορίας συνέβαλαν η αύξηση των καθαρών εσόδων από μη τοκοφόρες εργασίες και η περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού κόστους.
Ο σχηματισμός προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των καθαρών εσόδων.
Παράλληλα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών βελτιώθηκαν οριακά, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό στο πλαίσιο της σταδιακής απομόχλευσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Πιστωτικοί κίνδυνοι
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις. Το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται για έξι συνεχόμενα τρίμηνα, και διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2017 σε 100,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 7,6% (ή 8,2 δισεκ. ευρώ) σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016.
Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών.
Οριακή μείωση εμφάνισε και το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων (Σεπτέμβριος 2017: 44,6%, Δεκέμβριος 2016: 44,8%), ενώ επιπλέον, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται ικανοποιητική η πρόοδος ως προς την επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων, που έχουν προσδιοριστεί για τα ΜΕΑ.
Επιπροσθέτως, για την αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΑ, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλουν ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η σταδιακή ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, ακόμη και στο επίπεδο μιας πολύ χαμηλής τιμής της τάξεως του 3% της ονομαστικής αξίας των ανοιγμάτων, θα μπορούσαν να διαθέσουν το 64,7% του συνόλου των καταγελλμένων και σε καθυστέρηση άνω των 360 ημερών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών απαιτήσεων, ήτοι ποσό αθροιστικά 29,8 δισεκ. ευρώ, χωρίς ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) να υποχωρήσει κάτω από το 12,5%.
Χρηματοδότηση – αγορές ομολόγων – ρευστότητα
Σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών.
Η μείωση αυτή αποδίδεται
α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο πλαίσιο εφαρμογής των βραχυπρόθεσμων μέτρων για τη διαχείριση του χρέους και
β) στη μείωση του ενεργητικού των τραπεζών εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών και της απομόχλευσης.
Σημαντική μείωση παρατηρήθηκε και στη χρηματοδότηση από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA), η οποία υποχώρησε κάτω από 20 δισεκ. ευρώ ήδη από το Νοέμβριο του 2017, σε σύγκριση με τα 43,7 δισεκ. το Δεκέμβριο του 2016.
Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις συνέβαλαν στη μείωση του κινδύνου χρηματοδότησης των τραπεζών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων.
Οι τράπεζες προχώρησαν το Νοέμβριο στην έκδοση καλυμμένων ομολογιών, ενώ παρατηρήθηκε εμβάθυνση της αγοράς εταιρικών ομολόγων.
Τέλος, σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε ο κίνδυνος αγοράς των τραπεζών, εξαιτίας της μικρής έκθεσής τους σε μετοχές και Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου.
Θετική επίδραση στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος άσκησε η απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, δηλαδή των υποδομών της αγοράς, οι οποίες συνέβαλαν στην αποτελεσματική διεκπεραίωση των συναλλαγών.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί η εκτενής χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, εν μέρει εξαιτίας της εφαρμογής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε τα έσοδα προμηθειών των τραπεζών, συνέβαλε στην πιο αποτελεσματική διενέργεια των συναλλαγών (π.χ. κόστος καταμέτρησης και διακίνησης χαρτονομισμάτων) και στην προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Θετικός ρυθμός ανάπτυξης το 2018
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2018 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεώτερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 2,4%.
Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική. Σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος Ιανουάριος 2018 και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές.