Ανάλυση: Oι επιπτώσεις από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank

Ανάλυση: Oι επιπτώσεις από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank
Silicon Valley Bank ap

Τόσο στην ιστορία της κατάρρευσης της SVB, όσο και της Credit Suisse που ακολούθησε, παρατηρούμε σημαντικά λάθη στη διαχείριση του ρίσκου και στην διάρθρωση των επενδύσεών τους.

Η Silicon Valley Bank (SVB), ήταν μια τράπεζα που εξειδικευόταν στο να υποστηρίζει νεοφυείς επιχείρησης (start-ups) στο χώρο της τεχνολογίας και των ιατρικών υπηρεσιών. Η SVB ήταν στην κυριολεξία η τράπεζα της Silicon Valley, καθότι είχε ως πελάτες της τις μισές εταιρείες τεχνολογίας, αλλά και τα περισσότερα venture capital (κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών).

H εν λόγω τράπεζα είχε, λοιπόν, επενδύσει τις καταθέσεις των εταιρειών νέας τεχνολογίας, σε μακροχρόνια ομόλογα του Αμερικανικού Δημοσίου τα οποία, όμως, αγόρασε ακριβά, όταν οι αποδόσεις τους ήταν χαμηλές. Θεωρητικά έκανε την πιο ασφαλή επένδυση που μπορούσε να κάνει, εκθέτοντας όμως τον ισολογισμό της στον κίνδυνο ανόδου των επιτοκίων και αντίστοιχης πτώσης της εμπορικής αξίας των ανωτέρω ομολογιακών επενδύσεων.

Όταν η fed (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Η.Π.Α.) άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της SVB άρχισε να χάνει αξία, καθώς τα ομόλογα έχουν αντίστροφη σχέση με τα επιτόκια.

Λόγω της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος τον τελευταίο χρόνο, οι εταιρείες τεχνολογίας επηρεάστηκαν ιδιαίτερα και άρχισαν να ζητούν τις καταθέσεις τους. Η SVB μη δυνάμενη να ανταποκριθεί στις αυξημένες αναλήψεις των καταθετών της, άρχισε να πουλά τα ομόλογά της με μεγάλες ζημιές. Ομόλογα που αν μπορούσε να διακρατήσει μέχρι τη λήξης τους θα εισέπραττε κανονικά.

Την ημέρα που πτώχευε η Silvergate, μια άλλη μικρή αμερικανική τράπεζα που εξειδικευόταν στο να παρέχει πιστωτικές υπηρεσίες σε εταιρείες κρυπτονομισμάτων, η SVB ενημέρωσε το κοινό ότι, πρώτον, έχει αυξηθεί σημαντικά η εκτίμησή της για το ρυθμό ανάληψης των καταθέσεων πελατών και, δεύτερον, ότι ρευστοποίησε το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων προς πώληση τίτλων της με ζημιά 2 δις δολαρίων, αντίθετα με τις προσδοκίες της αγοράς ότι θα αξιοποιούσε εναλλακτικά κανάλια για να αντλήσει ρευστότητα.

Όπως ήταν αναμενόμενο μετά από τέτοιες ανακοινώσεις, οι καταθέτες έκαναν ουρά για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Έτσι, λοιπόν, η τράπεζα αναγκάστηκε να πουλάει μαζικά τα ομόλογα του Αμερικάνικου Δημοσίου που είχε επενδύσει, σε ολοένα και χαμηλότερες τιμές για να αντλήσει απεγνωσμένα ρευστότητα προκειμένου να ικανοποιήσει τους καταθέτες της, τις εταιρείες νέας τεχνολογίας, που απέσυραν με αυξανόμενους ρυθμούς τις καταθέσεις τους, οδηγώντας την τράπεζα σε αδιέξοδο. Εξαιτίας, λοιπόν, του bank run η SVB κατέστη, τελικά, αφερέγγυα και πτώχευσε.

Τόσο στην ιστορία της κατάρρευσης της SVB, όσο και της Credit Suisse που ακολούθησε, παρατηρούμε σημαντικά λάθη στη διαχείριση του ρίσκου και στην διάρθρωση των επενδύσεών τους, που δεν θα αναμένονταν, λογικά, από τα υψηλόβαθμα και καλοπληρωμένα στελέχη αυτών των τραπεζών.

Προφανώς και αναζητούνται ευθύνες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Η.Π.Α., για τις συνθήκες και τις ενέργειες των ανώτερων τραπεζικών στελεχών που προκάλεσαν την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε καλά, ποτέ δεν καταδικάστηκε κανένας τραπεζίτης για κακή διαχείριση του ρίσκου με τέτοιες ποινές που να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για όσους επιχειρήσουν κάτι ανάλογο στο μέλλον.

Παρήγορο, αν μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς ως τέτοιο, είναι ότι στις περιπτώσεις αυτών των τραπεζών το «χέρι στην τσέπη» δεν θα το βάλουν πλέον οι φορολογούμενοι, αλλά οι μέτοχοι.

Εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι : Κατά πόσο λειτούργησαν σωστά οι μηχανισμοί εποπτείας με βάση τους αναθεωρημένους, μετά την κρίση του 2008, κανόνες της Βασιλείας, ιδιαίτερα στην μεταβατική περίοδο, μετά την πανδημία.

Tο πλέον κρίσιμο ερώτημα, όμως, που τίθεται είναι:

Βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας συστημικής κρίσης, ανάλογης πχ του 2008, που μπορεί να προκαλέσει ένα ντόμινο αρνητικών επιπτώσεων στο παγκόσμιο τραπεζικό κλάδο ή η κατάρρευση της Silicon Valley Bank, αλλά και της Silvergate και της Credit Suisse, οφείλονται στα δικά τους λάθη και παραλείψεις;

Η ορθότερη απάντηση φαίνεται να είναι μάλλον η δεύτερη. Οι τράπεζες αυτές πτώχευσαν, κυρίως, λόγω των δικών τους «αμαρτημάτων», πχ η Credit Suisse έκανε κακές επενδύσεις και ήταν αναμεμειγμένη επί σειρά ετών σε σκάνδαλα που είχαν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των πελατών. Κυρίως, όμως, οι τράπεζες αυτές κατέρρευσαν, λόγω της κακής διαχείρισης του ρίσκου. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει πιθανότητα να καταρρεύσουν και άλλες τράπεζες που μπορεί να έχουν εκτεθεί σε παρόμοια ρίσκα ή να έχουν κάνει παρόμοια λάθη.

Σημαντικό είναι ότι η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα προστασίας των καταθέσεων της υπό εκκαθάριση SVB. Όσο για τη fed, παρουσίασε ένα νέο μηχανισμό που επιτρέπει στις τράπεζες να δανείζονται κεφάλαια με ενέχυρο κρατικούς τίτλους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών τους. Αυτός ο μηχανισμός δίνει την ευκαιρία στις τράπεζες να αποφύγουν να πουλήσουν κρατικά ομόλογα, για παράδειγμα, που έχουν χάσει την αξία τους λόγω της αύξησης των επιτοκίων.

Ειδικά, για την Ευρωζώνη, που μας ενδιαφέρει περισσότερο, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν φαίνεται να είναι σημαντικά εκτεθειμένα στον κίνδυνο μεταβολής των επιτοκίων. Αυτό υποδηλώνει και η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στα πλαίσια μιας άσκησης ισορροπίας για την επίτευξη αντιτιθέμενων, εν πολλοίς, στόχων.

Φυσικά, όλα αυτά θα τα δούμε να δοκιμάζονται στην πράξη στο προσεχές μέλλον, καθότι το πιστωτικό σύστημα, όπως το λέει και το όνομά του, βασίζεται σε κάτι πολύ ευαίσθητο, όπως η «πίστη».

(*) Ο Κωνσταντίνος Ζιάβρας, Οικονομολόγος (ΜΒΑ), έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Οικονομικός Διευθυντής σε εισηγμένη εταιρεία στο Χ.Α.Α. και είναι μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου των Οικολόγων Πράσινων

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα