Ανάπτυξη: Η “αντίστροφη” καταγραφή πραγματικότητας στην κυβερνητική αισιοδοξία

Ανάπτυξη: Η “αντίστροφη” καταγραφή πραγματικότητας στην κυβερνητική αισιοδοξία
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο συνέδριο του Economist Eurokinissi

Την αισιοδοξία του για την πορεία της οικονομίας κατέθεσε στο συνέδριο του Economist ο Πρωθυπουργός. Ωστόσο η δύσκολη πραγματικότητα θέτει σε αμφισβήτηση τις όποιες θετικές προβλέψεις.

Εφικτή είναι σύμφωνα με όσα κατέθεσε χτες στο συνέδριο του Economist τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και πλειάδα κυβερνητικών στελεχών αλλά και κοινοτικών αξιωματούχων μια αυξητική πορεία του ΑΕΠ που ποικίλει από το 3,6% έως το 4,3%. Βέβαια ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας επέλεξε να κρατήσει χαμηλά τον πήχη στο 3,6% ωστόσο οι περισσότεροι των ομιλητών εξέφραζαν την αισιοδοξία τους ενώ ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ τόνισε ότι είναι δυνατή μια ανάπτυξη στο 4,3%.

Βέβαια πίσω από τις εκτιμήσεις αυτές αλλά τους τέσσερεις λόγους για αισιοδοξία που παρέθεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, Πρωθυπουργός της Ελλάδας (αυξημένες καταθέσεις που θα επιστρέψουν στην αγορά, το ‘Σχέδιο Ελλάδα 2.0’ από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα χαμηλά επιτόκια κρατικού δανεισμού, η μείωση των κόκκινων δανείων και οι μεταρρυθμίσεις) υπάρχει και μια άλλη «αντίστροφη» πραγματικότητα.

Η “άλλη πραγματικότητα”

Ακόμη και στο βασικό επιχείρημα του Πρωθυπουργού ότι πλέον στην Ελλάδα οι φορολογούμενοι πληρώνουν χαμηλότερους φόρους και εισφορές ήλθε πριν λίγες μέρες η απάντηση από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ), (που βρίσκεται όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, κοντά στο «φιλελεύθερο στρατόπεδο»). Όπως ανέφερε η Ελλάδα, καταγράφει μία από τις 7 υψηλότερες επιβαρύνσεις από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για το 2019 (12 ημέρες πάνω από τον μέσο όρο) και το χαμηλότερο βαθμό αποτελεσματικότητας της κοινωνικής πολιτικής, σε σχέση με τον μέσο όρο των υπό μελέτη χωρών (3,6 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο). Σημείωσε δε ότι για 179 από τις 365 μέρες του έτους θα εργαστούμε για το κράτος.

Επιστροφή καταθέσεων

Πέρα από το πόσο και τι πληρώνουμε για το κράτος το «τετράπτυχο» των επιχειρημάτων για τη θετική πορεία της οικονομίας σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Πιο συγκεκριμένα η επιστροφή των καταθέσεων ή μέρους των καταθέσεων στην αγορά δεν είναι δεδομένη. Προφανώς η ενίσχυση του κουμπαρά των τραπεζών που βέβαια οφείλεται και στην μεταφορά πόρων από το κράτος στους φορολογούμενους είναι άκρως θετική, ωστόσο σε καιρούς με έντονη ανασφάλεια αλλά και αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες η επιστροφή της ζήτησης είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Και βέβαια εν όψει επιστροφής σε μια τροχιά πλεονασμάτων, ανάσχεσης του «παγώματος» πολλών πληρωμών αλλά και ανάγκης μεγάλων αποπληρωμών (Επιστρεπτέα Προκαταβολής, χρέη κτλ) μεγάλο ποσοστό των χρημάτων αυτών θα πάει στο κρατικό ταμείο και πάλι.

Ταμείο Ανάκαμψης

Άλλος ένας «πυλώνας» στήριξης των υποθέσεων για ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0». Βέβαια κι εδώ πέρα από τη δυνατότητα απορρόφησης υπάρχει και το μεγάλο ζήτημα για το πώς οι πόροι αυτοί θα μετατρέψουν τη χώρα σε μια «νησίδα» καινοτομίας με εγχωρίως παραγόμενη προστιθέμενη αξία. Με άλλα λόγια θα πρέπει τα χρήματα αυτά να απορροφηθούν αποτελεσματικά και με όρους τέτοιους, που θα μετασχηματίζουν την οικονομία και δε θα μεταφέρουν αξία στις άλλες χώρες του πλούσιου ευρωπαϊκού βορρά, όπως έγινε στο παρελθόν με πολλές από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.

Ακόμη και ο κ. Ρέγκλινγκ επανέλαβε πολλές φορές την μεγάλη δυσκολία υλοποίησης του Σχεδίου Ανάκαμψης, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλες τις χώρες «και στη Γερμανία». Εξήγησε πως όταν τα κυβερνητικά σχέδια προβλέπουν μεγάλη αύξηση των επενδύσεων υπάρχει δυσκολία υλοποίησης.

Κι από την πλευρά του ο πρόεδρος του EWG, Τόμας Τ. Σαρανχέιμο στάθηκε στο μεγάλο στοίχημα του Ταμείου Ανάκαμψης. «Το ελληνικό σχέδιο ξεκινά από καλύτερη βάση από αρκετές χώρες της ΕΕ το πλάνο για το Ταμείο Ανάκαμψης» ωστόσο έκανε λόγο για προκλήσεις που παρουσιάζουν τα Σχέδια Ανάκαμψης όλων των κρατών μελών.

Τα χαμηλά επιτόκια

Μεγάλη αναμφισβήτητα είναι η συνδρομή στην «ταμειακή άνεση» του κρατικού κορβανά η επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ αλλά και η απόφαση να χαλαρώσει το στόχο του 2%, μετά από 20 χρόνια, για τον πληθωρισμό Ωστόσο το ζήτημα με την Ελλάδα είναι ότι έχει στην πλάτη ένα χρέος που ακουμπά στο 205% του ΑΕΠ και το επόμενο διάστημα θα κληθεί να διαχειριστεί πληρωμές και να το εξυπηρετήσει χρηματοδοτικά. Υπενθυμίζεται ότι με βάση τις προ πανδημίας αποφάσεις εφόσον οι χρηματοδοτικές ανάγκες του χρέους είναι κάτω από το15% του ΑΕΠ τότε το χρέος είναι βιώσιμο. Προφανώς με τη διόγκωση του χρέους ο στόχος του 15% δημιουργεί παράπλευρες δυσκολίες τόσο σε σχέση με μειώσεις των συνδεόμενων στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα (που επιστρέφουν από το 2023) όσο και per se τήρησής του. Με λίγα λόγια πώς η χώρα θα «χαλαρώσει» το ζωνάρι των πλεονασμάτων που προς ώρας φαίνεται ότι θα επιστρέψουν δυναμικά με το πέρας της πανδημίας, εάν παράλληλα θα πρέπει να βρίσκει χρήμα να εξυπηρετεί ένα χρέος «βουνό»; Μονόδρομος βέβαια είναι η διατηρήσιμη και ισχυρή ανάπτυξη που όμως δεν είναι δεδομένη.

Μεταρρυθμίσεις και κόκκινα δάνεια

Ο τέταρτος λόγος αισιοδοξίας του Πρωθυπουργού έχει να κάνει με την προώθηση μεταρρυθμίσεων και τα κόκκινα δάνεια. Σε σχέση με τις τράπεζες θα πρέπει να υπάρξει αναμονή για το λογαριασμό της πανδημίας και την αποτύπωσή της στους ισολογισμούς, ενώ για τις μεταρρυθμίσεις το επιχείρημα σηκώνει μεγάλο αντίλογο. Εάν προσμετρήσει κάποιος πχ την εργασιακή μεταρρύθμιση ή την ασφαλιστική τότε τα ρίσκα είναι πολλαπλάσια καθώς η χώρα οδεύει σε μια άκρως απορυθμισμένη και εύθραυστη αγορά εργασίας. Προφανώς υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης μπορεί, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, να συνυπάρξουν με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Άλλωστε μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας πολλοί είναι εκείνοι, ακόμη και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ή το ΙΟΒΕ, που επισημαίνουν ότι υπάρχει ο κίνδυνος των λουκέτων.

Ειδικότερα, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας τον Απρίλιο του 2021 ανήλθε σε 17,0% έναντι του διορθωμένου προς τα κάτω 15,9% τον Απρίλιο του 2020 και του διορθωμένου προς τα άνω 16,8% τον Μάρτιο του 2021. Οι άνεργοι ανήλθαν σε 762.553 άτομα σημειώνοντας αύξηση κατά 31.202 άτομα σε σχέση με τον Απρίλιο του 2020 (+4,3%) και κατά 21.990 άτομα σε σχέση με τον Μάρτιο του 2021 (+3,0%). Στις γυναίκες, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 21,4% (από 18,7% τον Απρίλιο πέρυσι), ενώ στους άνδρες παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο (13,6% από 13,7%). Ηλικιακά, στις ομάδες 15- 24 ετών αυξήθηκε στο 46,8% (από 33,6% τον Απρίλιο 2020), και στις ηλικίες 25- 74 ετών διαμορφώθηκε στο 15,6% από 14,9%.

Για του λόγου το αληθές επισημαίνεται ότι το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έκανε λόγο για εκτίναξη της ανεργίας όποτε εκλείψει ο «παραμορφωτικός φακός» των αναστολών συμβάσεων εργασίας.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα