Capital controls: Χαλάρωση για επιχειρήσεις, αναμονή για ιδιώτες
Τα τέσσερα βήματα που απαιτούνται άμεσα για να φτάσουμε τελικά σε μια σταδιακή χαλάρωση των capital controls. Σύντομη λύση για τις επιχειρήσεις, με πρωτοβουλία και σχετική εισήγηση της ΤτΕ. Τι ισχύει για τους ιδιώτες
- 22 Ιουνίου 2017 08:30
Η αδημονία για την χαλάρωση των capital controls είναι εμφανής, αλλά ακόμη έχει πολύ χρόνο μπροστά της για να λάβει «σάρκα και οστά»η προοπτική αυτή.
Αυτή είναι μία από τις βασικές εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, που εστιάζουν στο «ρεαλιστικό» κομμάτι της «επόμενης μέρας» από την αξιολόγηση της οικονομίας, έστω και αν δεν συνοδεύτηκε με όσα προσδοκούσε η ελληνική πλευρά, αναφορικά με το χρέος και την πολυπόθητη ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το QE.
Βέβαια, όλοι παραδέχονται και συμφωνούν ότι το αποτέλεσμα της δεύτερης αξιολόγησης είναι από μόνο του ένα πολύ θετικό γεγονός, είναι η απαρχή της προσπάθειας επανάκτησης της εμπιστοσύνης, αν και ακόμη υπάρχουν πράγματα να γίνουν.
Η ψυχολογία όμως είναι πολύ σημαντικός παράγοντας και ήδη δημιουργεί μια μεγαλύτερη ευφορία στην μέχρι σήμερα «επιφυλακτική» αγορά. Και αν ακόμη ο δρόμος είναι μακρύς για μια χαλάρωση, πόσο μάλλον για μια άρση, των capital controls, διαμορφώνονται οι συνθήκες για μια σταδιακή, ενδεχομένως περιορισμένη και «επιλεκτική» χαλάρωση κάποιων πιστωτικών περιορισμών.
Κατ΄αρχήν, δεν τίθεται θέμα να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές για τους ιδιώτες. Άλλωστε, όπως επισημαίνουν οι τραπεζίτες, οι καταθέτες εν πολλοίς ικανοποιούνται από τη δυνατότητα αναλήψεων έως 840 ευρώ ανά δεκαπενθήμερο. Και δεύτερον, οι περιορισμοί θα αρθούν μόνο όταν αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη στο σύστημα. Όταν δηλαδή, επιστρέψουν οι καταθέσεις στις τράπεζες (ας μην ξεχνάμε και τα 4 δις ευρώ που έφυγαν από τις αρχές του έτους) και όταν βελτιωθεί το κλίμα περαιτέρω, κάτι που θα προκύψει με την ένταξη της οικονομίας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE).
Σταδιακή χαλάρωση, αναμένεται να υπάρξει όμως για τις επιχειρήσεις, με πρωτοβουλία και σχετική εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Για παράδειγμα, σήμερα μπορεί μια επιχείρηση να πραγματοποιήσει εισαγωγές μέχρι 10.000 ευρώ από τραπεζικό κατάστημα, χωρίς επιπλέον διαδικαστικά και γραφειοκρατία. Το όριο αυτό, έχει ζητηθεί να αυξηθεί στα 20.000-30.000 ευρώ και είναι πιθανό τώρα, μετά τις εξελίξεις στην αξιολόγηση να συμβεί. Με την εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος και την έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στ. Ιωάννου : 4 βήματα που απαιτούνται άμεσα
“Ο δρόμος δεν είναι ούτε εύκολος ούτε απλός. Υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν”, είπε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του χθες προς τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγών, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, κ. Στ. Ιωάννου, που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας σταδιακής χαλάρωσης των capital controls.
«Πέραν της προσέλκυσης σημαντικών ξένων άμεσων επενδύσεων που θα καλύψουν το τεράστιο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης, καθοριστικής σημασίας, είναι η ομαλοποίηση στην παροχή ρευστότητας και χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας με σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος» πρόσθεσε σχετικά. Και υπογράμμισε ότι για .να γίνει αυτό απαιτούνται συγκεκριμένα βήματα:
Πρώτον: Aποκατάσταση συνθηκών εμπιστοσύνης στην οικονομία, ώστε να επιστρέψουν καταθέσεις στις τράπεζες και να προχωρήσει σταδιακά η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών που επιβλήθηκαν στη χώρα το καλοκαίρι του 2015. Κάποια πρώτα δείγματα άρσης είμαι πεπεισμένος ότι θα δούμε μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Δεύτερον: Επιστροφή του δημοσίου στις διεθνείς αγορές, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη χρηματοδότηση και των μεγάλων επιχειρήσεων, να οικοδομηθούν πάλι σχέσεις εμπιστοσύνης με τις διεθνείς αγορές. Σημαντικός παράγοντας που θα μπορούσε να βοηθήσει στην κατεύθυνση αυτή θα ήταν μια θετική εξέλιξη σχετικά με την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς θα βελτιωνόταν άμεσα το κλίμα για την ελληνική οικονομία στη διεθνή επενδυτική κοινότητα.
Τρίτον: Τήρηση με συνέπεια και χωρίς παλινδρομήσεις των συμφωνηθέντων με τους εταίρους μας και ειδικότερα στον τομέα της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων. Κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει ως εγγύηση απέναντι στους διεθνείς επενδυτές που δυστυχώς για εμάς παραμένουν επιφυλακτικοί και πρέπει να πειστούν για την αποφασιστικότητα μας ως χώρα. Η υιοθέτηση από πλευράς μας των αναγκαίων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη που με τη σειρά της είναι απαραίτητη για να μπορούμε να στηρίξουμε τους φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους που έχουμε αναλάβει για πρωτογενή πλεονάσματα μέσα στα επόμενα χρόνια.
Τέταρτον: Καθοριστικής σημασίας παράγοντας, όπως προαναφέρθηκε ήδη, που θα συμβάλλει στην απελευθέρωση ρευστότητας προς, υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις, είναι η αποτελεσματική μείωση των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΝΡΕs) έχουν εκτιναχθεί στα 106 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια, υπό το βάρος της κρίσης, της ανεργίας αλλά και της αύξησης των στρατηγικών κακοπληρωτών που εκμεταλλεύθηκαν και εκμεταλλεύονται τις δυσμενείς συνθήκες στην οικονομία για να μην είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους. Οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί έναντι των εποπτικών αρχών να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, κατά περίπου 40%, την επόμενη τριετία και μπορεί αυτό να φαίνεται ένας φιλόδοξος στόχος, αλλά θεωρώ πως είναι και εφικτός.
Κλείνοντας θετικά την τοποθέτησή του, ο κ. Στ. Ιωάννου, επεσήμανε τα εξής: «Παρά τις προκλήσεις, η κατάσταση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα σταδιακά σταθεροποιείται. Οι τράπεζες επέστρεψαν στην οργανική κερδοφορία το 2017, η διατραπεζική ρευστότητα βελτιώνεται, μειώνεται σταδιακά η εξάρτηση για χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα και με αργούς ρυθμούς σταθεροποιείται και η πορεία των καταθέσεων. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν προετοιμαστεί ώστε σε ένα βελτιωμένο αναπτυξιακό περιβάλλον, από εδώ και στο εξής, να μπορούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να περάσουν σε νέα φάση ανάπτυξης, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ενεργοποίηση της ελληνικής οικονομίας».