ΔΕΘ: Μεγάλο πλήγμα για την οικονομία της Θεσσαλονίκης η ακύρωση της
Ο κορονοϊός είναι η αιτία που δεν θα πραγματοποιηθεί η ΔΕΘ για πρώτη φορά στην μεταπολεμική Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη είναι από το απόγευμα της Δευτέρας μουδιασμένη.
- 11 Αυγούστου 2020 08:01
Ο κορονοϊός κατάφερε στην ΔΕΘ αυτό που δεν είχε καταφέρει ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης το 1978, να κρατήσει τις πύλες της κλειστές.
Για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης δεν θα πραγματοποιηθεί υπό τον φόβο περαιτέρω διασποράς της πανδημίας στην ιδιαίτερα επιβαρυμένη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας.
Μπορεί για τους περισσότερους η ακύρωση να ήταν κάτι σαν κοινό μυστικό όμως για αρκετούς η πιθανότητα υλοποίησης ήταν και μία κρυφή ελπίδα καθώς η μία εβδομάδα λειτουργίας της Έκθεσης έχει πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στα οικονομικά της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετά ξενοδοχεία της συμπρωτεύουσας που δεν είχαν ανοίξει καθόλου από την επιβολή των περιοριστικών μέτρων την περασμένη Άνοιξη, θα άνοιγαν καθώς είχαν τις πρώτες και μοναδικές τους κρατήσεις με αφορμή την ΔΕΘ.
Ο οικονομικός αντίκτυπος
Σε παλαιότερη έρευνα που είχε πραγματοποιήσει το ΠΑΜΑΚ φαίνεται πόσο άρρηκτα είναι συνδεδεμένη η ΔΕΘ με την οικονομία της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί μία πιθανή “εξαφάνιση” της ΔΕΘ – Helexpo το ΑΕΠ της Θεσσαλονίκης θα μειώνονταν κατά 117,28 εκατ. ευρώ ενώ ο συνολικός αντίκτυπος για την Θεσσαλονίκη θα ήταν απώλεια 547,36 εκατ. ευρώ.
Και αν τα παραπάνω νούμερα φαντάζουν για κάποιους υψηλά δεν χρειάζεται παρά να ανατρέξει στα εξοδολόγια που καταθέτει στα λογιστήρια όταν επιστρέφει ένας επισκέπτης από την ΔΕΘ, συν τα προσωπικά του έξοδα. Είναι το ταξί που θα το πάρει και θα τον φέρει από το αεροδρόμιο αλλά και που θα χρησιμοποιήσει για τις μετακινήσεις του στην πόλη, τα καθημερινά σνακ, καφέδες, γεύματα και τα δείπνα, η νυχτερινή διασκέδαση και τα πιθανά δώρα που θα πάρει ή και οι αγορές που θα πραγματοποιήσει για τον ίδιο από τα καταστήματα της πόλης.
Στα παραπάνω προσθέστε όλους του κλάδους που θα εργαστούν στο φουλ για διάστημα ένος περίπου μήνα, από τον τεχνικό στην κατασκευή των περιπτέρων μέχρι και τις κομμώτριες που θα περιποιούνται σε καθημερινή βάση τις κυρίες των περιπτέρων της ΔΕΘ. Σημαντικό πλήγμα και για την εποχική απασχόληση στην τοπική κοινωνία καθώς πάρα πολλοί εργάζονταν είτε στα περίπτερα είτε ως πωλητές.
Η επόμενη μέρα
Τη θλίψη, αλλά και την κατανόηση της HELEXPO-ΔΕΘ ΑΕ για «τη δύσκολη και στενάχωρη απόφαση» ακύρωσης της 85ης ΔΕΘ, εξέφρασε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της εταιρείας, Τάσος Τζήκας, σημειώνοντας ότι η ζημία για την ίδια την εταιρεία, αλλά και ευρύτερα για την πόλη της Θεσσαλονίκης θα είναι μεγάλη, αλλά «σε κάθε περίπτωση η δημόσια υγεία προηγείται της οικονομίας».
Η διοίκηση της ΔΕΘ, που συνέχισε κανονικά τις προετοιμασίες για τη διοργάνωση μέχρι και αυτή την εβδομάδα, επικεντρώνεται τώρα στην επόμενη μέρα: «Η ΔΕΘ υπέστη πολύ μεγάλη ζημία σε όλη την περίοδο της πανδημίας. Τώρα, μετά και την ακύρωση της ΔΕΘ, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με τις κλαδικές εκθέσεις του φθινοπώρου, πώς θα τις προσαρμόσουμε στα νέα δεδομένα», εξηγεί. Όσον αφορά το αν θα υπάρξει κάτι που θα μπορούσε -έστω σε περιορισμένο βαθμό- να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στην ακύρωση της ΔΕΘ, σημειώνει ότι θα πρέπει να εξεταστούν εναλλακτικά σενάρια, όπως η διοργάνωση ενός πολιτικο-οικονομικού φόρουμ, ενός περιφερειακού ηλεκτρονικού «Νταβός» στη Θεσσαλονίκη.
Στήριξη για την Θεσσαλονίκη
«Η ματαίωση αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στην Οικονομία της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας γενικότερα, πλήγμα από το οποίο πολύ δύσκολα να συνέλθει η περιοχή μας», τονίζει ο πρόεδρος του ΕΕΘ Μιχάλης Ζορπίδης και σημειώνει πως «η Κυβέρνηση, στο πλαίσιο της αρχής που λέει ότι όποιος θίγεται θα πρέπει να ενισχύεται, είναι υποχρεωμένη απέναντι στο Λαό της Θεσσαλονίκης και τους φορείς να βρει άλλους τρόπους με τους οποίους θα μπορεί να ισοφαρίσει το χτύπημα αυτό», όπως «ένα χρηματοδοτημένο από ευρωπαϊκούς πόρους ειδικό πακέτο στήριξης προς την περιοχή μας, με κίνητρα και ελαφρύνσεις προς τις επιχειρήσεις αλλά και η επίσπευση της κατασκευής έργων υποδομής και η συμπλήρωση του σχεδιασμού τους με νέα».