ΕΚΤ: Τα κενά και οι παραλήψεις στο σχέδιο νόμου για την α΄ κατοικία

ΕΚΤ: Τα κενά και οι παραλήψεις στο σχέδιο νόμου για την α΄ κατοικία
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι AP

Οι παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην αιτιολογημένη γνώμη της αναφορικά με σχέδιο νόμου για την προστασία της κύριας κατοικίας.

Σημαντικά κενά και παραλήψεις διαπιστώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην αιτιολογημένη γνώμη της αναφορικά με σχέδιο νόμου για την προστασία της κύριας κατοικίας που θα αντικαταστήσει το νόμο Κατσέλη.

Οι παρατηρήσεις της ΕΚΤ αφορούν τις επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα, τις επιπτώσεις στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία και τους ηθικούς κινδύνους και τον συνολικό αντίκτυπο στη νοοτροπία των πληρωμών, ενώ όπως τονίζεται η εφαρμογή του νόμου ίσως επιτρέψει στα πιστωτικά ιδρύματα να αυστηροποιήσουν αδικαιολόγητα τους όρους δανειοδότησης κάτι που θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος των δανειοληπτών, ακόμη και αυτών που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.

Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ συστήνει στην αιτούσα αρχή να διαβουλευτεί ουσιαστικά και έγκαιρα με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της ως της εθνικής αρχής μακροτροληπτικής εποπτείας, διότι οι διαβουλεύσεις μπορούν να αποσαφηνίσουν πτυχές του σχεδίου νόμου που δεν είναι άμεσα εμφανείς.

Η ΕΚΤ επισημαίνει την ανάγκη να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις του νομοσχεδίου που θ’ αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη στην κεφαλαιακή επάρκεια και τη χρηματοοικονομική θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το σχέδιο νόμου που της απέστειλε η κυβέρνηση στις 22 Φεβρουαρίου, δεν συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων σε επίπεδο χρηματοπιστωτικό ή οικονομικό.

Εκτιμά ακόμη, ότι το σχέδιο νόμου μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τις ανάγκες σχηματισμού προβλέψεων και την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους, καθώς αυτά ενδέχεται να υποχρεωθούν σε προσαρμογές των όρων αποτίμησης των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Κάτι τέτοιο – σύμφωνα πάντα με την ΕΚΤ – θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα επίπεδα προβλέψεων και στο κεφάλαιο των πιστωτικών ιδρυμάτων λόγω της αβεβαιότητας που το σχέδιο νόμου εισάγει ενδεικτικά, σε ό,τι αφορά τον αριθμό των προσώπων που εν τέλει θα υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στις διατάξεις του, το ποσό της οφειλής που θα συμπεριληφθεί, το ύψος των περικοπών (haircuts) που θα εφαρμοστούν και την αποτίμηση που η εισαγωγή του ενδέχεται να καταστήσει αναγκαία για εποπτικούς και λογιστικούς σκοπούς.

Το σχέδιο νόμου ενδέχεται ακόμη να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις πωλήσεις δανείων και στις τιτλοποιήσεις, καθώς επιτρέπει σε οφειλές που τιτλοποιούνται βάσει του νόμου 3156/2003 για ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες διατάξεις, καθώς και σε οφειλές που μεταβιβάζονται βάσει του νόμου για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να ρυθμίζονται και βάσει των διατάξεών του, παρέχει δε νομική προστασία σε ένα ευρύ φάσμα οφειλών που περιλαμβάνουν και τις επιχειρηματικές.

Οι συγκεκριμένες διατάξεις ενέχουν τον πιθανό κίνδυνο να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ως προς μελλοντικές πωλήσεις και τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων ( ΜΕΔ) και να επηρεάσουν όσες έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Εν προκειμένω, το σχέδιο νόμου ενδέχεται να δυσχεράνει την πρόσβαση των πιστωτικών ιδρυμάτων στις αγορές τιτλοποιήσεων για σκοπούς μεταβίβασης χαρτοφυλακίων ΜΕΔ και άντλησης ρευστότητας και, συνεπώς, τη χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία.

Η ΕΚΤ υποστηρίζει ακόμη ότι είναι σημαντικό να εξεταστεί προσεκτικά ο αντίκτυπος του σχεδίου νόμου στις συμβάσεις πίστωσης προκειμένου να διαφυλαχθεί η ασφάλεια δικαίου, να αποσοβηθούν αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στα συμβατικά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποτραπεί ο ηθικός κίνδυνος στις σχέσεις των οφειλετών με τους πιστωτές τους.

Η ΕΚΤ διαβλέπει κινδύνους στο μέλλον για την χορήγηση στεγαστικών δανείων, όσο και για τους συνεπείς δανειολήπτες, τονίζοντας ότι τα πιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν με τη σειρά τους να αυστηροποιήσουν αδικαιολόγητα τους όρους δανειοδότησης, ιδίως προκειμένου να αντισταθμίσουν τυχόν πιστωτικές ζημίες από την εφαρμογή του σχεδίου νόμου, ανεβάζοντας έτσι το κόστος χρηματοδότησης γενικότερα για την οικονομία, και ειδικότερα για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που αν και αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, συνεχίζουν να εξυπηρετούν τις οφειλές τους.

Η λειτουργία του νέου πλαισίου παράλληλα με το παλαιό (νόμος Κατσέλη) κρύβει σύμφωνα με την ΕΚΤ κινδύνους, καθώς, πρώτον, υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων που εκκρεμούν σε σχέση με τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και δημιουργίας πρόσθετης συμφόρησης στα δικαστήρια. Η συσσώρευση των δικαστικών υποθέσεων, σε συνδυασμό με την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης, επηρεάζει τη δυνατότητα των τραπεζών να εισπράττουν τις δανειακές τους απαιτήσεις και, κατ’ επέκταση, να χορηγούν δάνεια. Δεύτερον, υπάρχει κίνδυνος υποτροπής στην αθέτηση υποχρεώσεων από πλευράς οφειλετών που έχουν ήδη υπαχθεί σε διαδικασία ρύθμισης και διαγραφής των οφειλών τους, βάσει του νόμου για την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Τρίτον, υπάρχει κίνδυνος οι οφειλέτες να υπαχθούν δύο φορές στην εν λόγω διαδικασία.

Τέλος ο νέος νόμος δεν ορίζει τη μέθοδο αποτίμησης σχετικών περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς διακρίβωσης της μη επιλεξιμότητας, και δεν προβλέπει τον τρόπο προσδιορισμού της «εμπορικής» αξίας της ακίνητης περιουσίας στις διατάξεις του όπου χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα