Έκθεση Πισσαρίδη: Τι προβλέπει για το ασφαλιστικό – Διαρκώς μειούμενες οι συντάξεις
Οι προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη για τη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Τι σημαίνει η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα. Όσα πρέπει να γνωρίζουν οι πολίτες.
- 01 Δεκεμβρίου 2020 09:10
Τα όσα προβλέπονται και καταγράφονται στην έκθεση Πισσαρίδη για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα δεν αποτελούν έκπληξη. Ανάλογες προτάσεις με διάφορες παραλλαγές, ανάλογα με τον ιστορικό χρόνο αλλά και την πολιτική συγκυρία, έχουν κατατεθεί πολλές φορές στο δημόσιο διάλογο τα τελευταία 30 χρόνια. Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, τη δεκαετία της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Το NEWS 24/7 προχωρά στην ανάλυση του περιεχομένου της πρότασης για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί η κυβέρνηση έχει δείξει ότι ενστερνίζεται τις απόψεις που διατυπώνονται και τις λύσεις που προτείνονται και δεύτερον διότι ο πολίτης οφείλει να είναι επαρκώς ενημερώμενος για τις κυοφορούμενες αλλαγές που θα επηρεάσουν τη ζωή του τα επόμενα χρόνια.
Για περισσότερη ευκολία, θα παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα του Σχεδίου που αφορούν το ασφαλιστικό και εν συνεχεία θα προσθέτουμε την ανάλυση και το σχολιασμό μας.
“Το ασφαλιστικό σύστημα χρειάζεται συνολική μεταρρύθμιση, ώστε να προσαρμοστεί στις δημογραφικές τάσεις,διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μεσοπρόθεσμα την επάρκεια των συντάξεων και τη δημοσιονομική ισορροπία. Το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να είναι μοχλός ανάπτυξης και όχι τροχοπέδη, και να στηρίζει τα εισοδήματα όχι μόνο των συνταξιούχων αλλά και των εργαζομένων. Κεντρικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση καλείται να παίξει η κεφαλαιοποιητική ασφάλιση, η οποία αποτελεί βασικό μέρος της απάντησης στις δημογραφικές πιέσεις”.
Λίγοι θα διαφωνούσαν ότι το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας χρειάζεται μεταρρύθμιση. Το θέμα είναι προς ποια κατεύθυνση και με ποια λογική. Η “κεφαλαιοποιητική ασφάλιση” στην οποία επανέρχονται πολλές φορές οι συγγραφείς του Σχεδίου δεν είναι τίποτα άλλο από την είσοδο του ιδιωτικού τομέα (ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες) στο σύστημα αλλά και τη ριζική αλλαγή της φιλοσοφίας του. Μείωση του αναδιανεμητικού του χαρακτήρα και ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού. Το σχέδιο κάνει λόγο επίσης για “δημογραφικές πιέσεις”. Η διάγνωση είναι σωστή, την επιβεβαιώνουν άλλωστε όλες οι σχετικές έρευνες για το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Η μείωση όμως των συντάξεων, γιατί περί αυτού πρόκειται, δεν μπορεί να είναι η απάντηση στο δημογραφικό, ή, τουλάχιστον, η μοναδική απάντηση.
“Οι παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα κατά την τελευταία δεκαετία βελτίωσαν σημαντικά τους δείκτες μακροχρόνιας βιωσιμότητάς του. H συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ (16,5% έναντι 13,2% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), με τη χώρα να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση στην Ευρωζώνη, παρά τις διαδοχικές περικοπές και αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα από το 2010”.
Η επιτροπή Πισσαρίδη δεν παραθέτει όλα τα σχετικά νούμερα για να στηρίξει τον ισχυρισμό της. Είναι γεγονός ότι την προηγούμενη δεκαετία και μετά από τρία μνημόνια και πάνω από δέκα μειώσεις στις συντάξεις, οι Ελληνες συνταξιούχοι έχασαν το ιλιγγιώδες ποσό των 63 δισεκατομμυρίων ευρώ. Άλλωστε η πλειοψηφία των Ελλήνων συνταξιούχων λαμβάνουν λιγότερα από 1000 ευρώ το μήνα.
Ως προς τη συνταξιοδοτική δαπάνη, η Επιτροπή αναφέρει ότι ανέρχεται στα 16,5%. Δεν συμφωνούν όλοι με αυτήν την εκτίμηση. Ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και βαθύς γνώστης του ασφαλιστικού, Σάββας Ρομπόλης τονίζει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνα αφορά το 15,6% (δεν είναι αμελητέα η διαφορά του 1% του ΑΕΠ, όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό). Η απόκλιση από το μέσο ευρωπαϊκό όρο υφίσταται αλλά απέχει παρασάγγας από το να χαρακτηριστεί τεράστια.
“Θα πρέπει να ενισχυθούν οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες ώστε μέρος των συντάξεων να καλύπτεται από συσσωρευμένη αποταμίευση. Οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες είναι επιθυμητό να δρουν συμπληρωματικά με τον κύριο, έχοντας ένα δευτερεύοντα αλλά κρίσιμο ρόλο. Το κύριο όφελος από τη μετάβαση σε ένα μερικώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι η ενίσχυση των κινήτρων για περισσότερη και επίσημη εργασία καθώς και για αποταμίευση των νοικοκυριών”.
Η Επιτροπή Πισσαρίδη ισχυρίζεται ότι η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του συστήματος (η οποία , όπως θα δούμε παρακάτω, θα στοιχίσει πολύ στο Ελληνικό δημόσιο) θα αποτελέσει κίνητρο για περισσότερη και επίσημη εργασία. Το “περισσότερη” είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς. Το “επίσημη” έχει να κάνει με την αδήλωτη, φαινόμενο που σαφώς παρατηρείται στη χώρα και δεν έχει να κάνει μόνο με τη συγκυρία όπως αυτή διαμορφώθηκε την τελευταία δεκαετία. Η Επιτροπή δεν αναφέρει ότι ο κεφαλαιοποιητικός χαρακτήρας “χρεώνεται” κυρίως στον εργαζόμενο και απαλλάσσει τους εργοδότες από τους περισσότερες σχετικές υποχρεώσεις τους. Ως προς τον κρίσιμο ρόλο που θα έχουν οι νέοι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες, η Επιτροπή έχει δίκιο. Με την Εθνική Σύνταξη να μειώνεται, εφόσον εφαρμοστεί το σύνολο των προτάσεών της, οι άλλοι πυλώνες σαφώς θα είναι πολύ σημαντικοί για τη διαμόρφωση του τελικού ύψους της σύνταξης.
“Η σταδιακή μετατροπή μέρους των εισφορών αυτών σε εισφορές κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα θα έχει ευεργετική επίδραση στις εγχώριες αποταμιεύσεις και επενδύσεις, όπως παρατηρείται σε χώρες με περισσότερο ισορροπημένα συνταξιοδοτικά συστήματα”.
Λίγα λόγια γι’ αυτό το συμπέρασμα. Οι εγχώριες αποταμιεύσεις αλλά και επενδύσεις θα εξαρτηθούν κυρίως από άλους, πιο σοβαρούς παράγοντες και όχι από τις εισφορές του ασφαλιστικού συστήματος. Το συνολικό οικονομικό περιβάλλον στον κόσμο, οι πολιτικές αποφάσεις, σε επίπεδο χώρας αλλά και Ευρωπαϊκής Ενωσης, η γεωπολιτική κατάσταση σίγουρα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.
“Δεδομένης της υφιστάμενης δομής του ασφαλιστικού συστήματος, η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα του συστήματος προϋποθέτει μείωση της επιβάρυνσης από εισφορές που κατευθύνονται στον διανεμητικό πυλώνα (κύρια και επικουρική σύνταξη)”.
Η γλώσσα που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι συντάκτες του Σχεδίου Πισσαρίδη εξωραϊζει, τρόπον τινά, την πραγματικότητα. Τι σημαίνει πρακτικά “μείωση της επιβάρυνσης από εισφορές που κατευθύνονται στο διανεμητικό πυλώνα;” Μα τι άλλο από μείωση, ουσιαστικά, της εθνικής σύνταξης (η οποία σήμερα διαμορφώνεται στα 384 ευρώ για ασφάλιση 20 χρόνων και στα 345 για ασφάλιση 15 χρόνων). Με λίγα λόγια το εγγυημένο από το κράτος ποσό μειώνεται. Για το υπόλοιπο ύψος της σύνταξης θα αποφασίζουν ουσιαστικά οι χρηματαγορές και το επενδυτικό ρίσκο.
“Η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων δημιουργεί ένα χρηματοδοτικό κενό καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων. Το χρηματοδοτικό κενό από καθολική μετάβαση σε κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη (από την πρώτη ημέρα και για όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους), χωρίς μείωση στις παρεχόμενες συντάξεις και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ, υπολογίζεται σε 1,3% του ΑΕΠ του πρώτου χρόνου της εφαρμογής, το οποίο υποχωρεί σε κάτω του 0,3% του ΑΕΠ σε βάθος 40 ετών”.
Η μεγάλη παγίδα της εφαρμογής ενός περισσότερο κεφαλαιοποιητικού συστήματος και την αλλαγής φιλοσοφίας που θα επιχειρηθεί. Μέχρι σήμερα οι συντάξεις πληρώνονται από τις εισφορές των εργαζόμενων, σύμφωνα με την αρχή της αλληλεγγύης των γενεών. Για να εφαρμοστεί όμως το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, θα πρέπει οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας (και όσοι από τους “παλιούς” το θελήσουν) να αποθηκεύουν τις εισφορές τους σε ατομικούς λογαριασμούς. Ναι αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση πως θα πληρώνονται οι συντάξεις των νυν συνταξιούχων; Πολύ σημαντικό ερώτημα. Η Επιτροπή Πισσαρίδη μιλά για “χρηματοδοτικό κενό”, μάλλον σοφτ όρος. Επί της ουσίας πρόκειται για κόστος μετάβασης που θα το πληρώσει η ελληνική οικονομία.
Οι συντάκτες της Επιτροπής το υπολογίζουν χοντρικά από 35 έως 55 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Σάββας Ρομπόλης έκανε μία τελείως διαφορετική εκτίμηση και υπολόγισε το κόστος από τα 57 έως τα 67 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε κάθε περίπτωση τα χρήματα είναι πάρα πολλά. Και κρατήστε το εξής: Το υπέρογκο αυτό κόστος θα πρέπει να αποτυπωθεί στους Εθνικούς Λογαριασμούς, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Τούτο σημαίνει επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών της χώρας τα οποία έχουν δεχθεί πολύ μεγάλη πίεση τα προηγούμενα 10 χρόνια και αναμένεται να δεχθούν παρόμοια ή και μεγαλύτερη πίεση τα επόμενα, λόγω και των συνεπειών της πανδημίας. Το κόστος θα βαρύνει, όπως και να έχει, τα κρατικά ταμεία, τον Ελληνα φορολογούμενο αλλά και ασφαλισμένο. Δεν είναι καθόλου απίθανο αυτό να αντιμετωπιστεί με αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
“Το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής γυναικών άνω των 55 ετών οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην επιλογή, μέχρι πρόσφατα για μητέρες ανήλικων παιδιών, να συνταξιοδοτηθούν σε νεαρή ηλικία με λιγότερα από 20 έτη ασφάλισης. Ενώ αυτοί οι κανόνες έχουν αλλάξει σταδιακά από το 2010, είναι ακόμη δυνατό για τις γυναίκες να συνταξιοδοτηθούν νωρίς εάν το 2015 είχαν φτάσει την απαιτούμενη ηλικία συνταξιοδότησης και είχαν (περιορισμένα) έτη ασφάλισης. Με βάση τις αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αναμένεται ότι έως το 2022, οι επιλογές πρόωρης συνταξιοδότησης θα έχουν καταργηθεί και θα ισχύει μια γενική ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών (ή των 62 ετών με εισφορές 40 ετών). Δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων για την Ελλάδα, δεν θα πρέπει να επανεισαχθούν εξαιρέσεις από αυτούς τους καθολικούς κανόνες”.
Ο κύβος ερρίφθη. Σύνταξη στα 67 για όλους, ή στα 62 αν υπάρχουν εισφορές 40 χρόνων (αδιάλλειπτα). Είναι τρομερά δύσκολο στη συγκυρία, όπως αυτή διαμορφώθηκε ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία, να έχει κάποιος συνεχή εργασιακή πορεία, χωρίς διακοπές για 40 χρόνια. Εκτός αυτού, πολλοί αναγκάστηκαν και αναγκάζονται να δουλεύουν αδήλωτα, χωρίς ασφάλιση προκειμένουν να έχουν τουλάχιστον μεροκάματο. Η σύνταξη, έτσι, θα έρχεται στα 67. Το ερώτημα είναι βέβαια, εκτός πολλών άλλων, αν οι φυσικές δυνάμεις μπορούν να κρατήσουν ένα εργαζόμενο στην παραγωγική διαδικασία μέχρι αυτή την προχωρημένη ηλικία. Η Επιτροπή, πάντως, είναι σαφής: “Δεν θα πρέπει να επανεισαχθούν εξαιρέσεις από αυτούς τους καθολικούς κανόνες”.
“Αναπροσαρμογή των κανόνων υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης με τρόπο που να είναι αναλογιστικά και ουσιαστικά περισσότερο ανταποδοτική και συνδεδεμένη με την ηλικία συνταξιοδότησης”.
Εδώ ας κάνουμε focus στο “συνδεμένη με την ηλικία συνταξιοδότησης”. Δεν είναι δύσκολη βέβαια η “μετάφραση” της τεχνοκρατικής γλώσσας. Αν ο ασφαλισμένος επιλέξει (εφόσον μπορεί φυσικά) να αποσυρθεί από την εργασία, τότε η σύνταξή του θα είναι μειωμένη. Υπάρχουν τέτοιου είδους “πέναλτι” και στο υπάρχον σύστημα, μόνο που η Επιτροπή φαίνεται ότι θέλει να τα καταστήσει ακόμα πιο “σκληρά”. Η φιλοσοφία είναι η εξής: Αν θες να πάρεις αξιοπρεπή σύνταξη, θα πρέπει να φτάσει μέχρι το τελικό ηλιακό όριο που ο νόμος ορίζει, δηλαδή τα 67 χρόνια.
“Αντικατάσταση της ποσοστιαίας εισφοράς υγείας των μισθωτών με ένα σταθερό ποσό ή ένα σύστημα λίγων κλάσεων, όπως ισχύει και με τους αυτοαπασχολούμενους. Εναλλακτικά, διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος αναλογικών εισφορών αλλά με ακόμα χαμηλότερο πλαφόν ασφαλιστέων αποδοχών υγείας. Το σχετικό κενό θα μπορεί να καλυφθεί από γενικά φορολογικά έσοδα”.
Η παραπάνω πρόταση της Επιτροπής διατυπώνεται εν καιρό πανδημίας και με το δημόσιο σύστημα υγείας να βρίσκεται στα κόκκινα. Αυτό ας το κρατήσουμε. Σε απλά ελληνικά, η Επιτροπή εισηγείται μείωση των εισφορών για τον ΕΟΠΥΥ η οποία σήμερα διαμορφώνεται στο 7,1% (6,45% για παροχές σε είδος, εκ του οποίου 2,15% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 4,30% βαρύνει τον εργοδότη και ποσοστό 0,65% για παροχές σε χρήμα, εκ του οποίου 0,40% βαρύνει τον ασφαλισμένο και 0,25% βαρύνει τον εργοδότη). Προφανώς η μείωση της εν λόγω εισφοράς θα αυξήσει, κατά τι, τις “καθαρές” αποδοχές των εργαζόμενων. Θα μείωσει όμως, την ίδια ώρα, το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών από τον ΕΟΠΥΥ με ότι αυτό συνεπάγεται. Ο ασφαλισμένος, άρα, εφόσον δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών του ΕΟΠΥΥ, θα προσφεύγει στον ιδιωτικό τομέα. Αν το αντέχει η τσέπη του φυσικά.
Η όλη φιλοσοφία, όπως αναπτύσσεται στις προτάσεις της Επιτροπής, προωθεί τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Αρα γιατί να μην ενισχυθεί, επί της ευκαιρίας, και ο κλάδος των ασφαλειών υγείας αφού έτσι και αλλιώς, βάσει των προτάσεων της Επιτροπής, το επίπεδο του δημόσιου συστήματος αναμένεται να πέσει περαιτέρω. Σε ότι αφορά το συνταξιοδοτικό η πραγματικότητα σε σχέση με την ελληνική αγορά των ασφαλιστικών εταιριών (που θα κληθεί να εφαρμόσει τα “συμβόλαια” των ασφαλισμένων στη χρηματαγορά) είναι τουλάχιστον προβληματική.
Οι made in Greece παίκτες είναι πλέον ελάχιστοι (και θα γίνουν ακόμη λιγότεροι αν πωληθεί η Εθνική Ασφαλιστική (που είναι μάλλον θέμα χρόνου) κάτι που σημαίνει ότι ο πακτωλός χρήματος (από τους ατομικούς λογαριασμούς των εργαζόμενων) θα καταλήξει σε διεθνείς παίκτες, άρα θα μπορεί να “ταξιδέψει” και στις διεθνείς χρηματαγορές. Από εκεί και πέρα η επένδυση θα εξαρτάται από τις συνθήκες που θα επικρατούν στον παγκόσμιο καπιταλισμό αλλά και σε επί μέρους αγορές. Ενα παράδειγμα: Ποσά των Χιλιανών εργαζόμενων είχαν επενδυθεί τη δεκαετία του ’90 από τις εταιρίες που τα διαχειρίζονταν στις χρηματαγορές της Ασίας. Η τοπική οικονομική κρίση ήρθε και σάρωσε τις αποταμιεύσεις συνταξιοδοτικού χαρακτήρα των Χιλιανών. Η Επιτροπή δεν μας διαφωτίζει σχετικά με αυτούς τους κινδύνους.
“Η Έκθεση Πισσαρίδη, είναι ένα Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία που έχει εκπονηθεί από επιτροπή με επικεφαλής τον Νομπελίστα οικονομολόγο, Χριστόφορο Πισσαρίδη. Η Έκθεση Πισσαρίδη για μια αναπτυξιακή μελέτη η οποία έχει ως στόχο θα θέσει ένα πλαίσιο προτάσεων και ύστερα από εκτενή συζήτηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και των κοινωνικών εταίρων, να αποτελέσει το πλαίσιο πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης είναι νομπελίστας οικονομολόγος και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και διδάσκει στο London School of Economics. Δείτε όλο το κείμενο της έκθεσης Πισσαρίδη σε pdf”.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.