Επενδύσεις: Το Airbnb, οι ΑΠΕ, η καινοτομία και το στοίχημα της επόμενης μέρας για κάλυψη του παραγωγικού κενού

Επενδύσεις: Το Airbnb, οι ΑΠΕ, η καινοτομία και το στοίχημα της επόμενης μέρας για κάλυψη του παραγωγικού κενού
Ακίνητα στο κέντρο της Αθήνας eurokinissi

Το ερώτημα για το πόσο ταχύς είναι ο περιορισμός του παραγωγικού κενού και ποιοί παράγοντες μπορούν να ενισχύσουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας θα πρέπει να είναι κεντρικό στην προεκλογική συζήτηση.

Μπορεί η σημερινή μέρα να “σφραγίζεται” σε επίπεδο οικονομικής επικαιρότητας από τις ανακοινώσεις της Eurostat για το έλλειμμα και το χρέος του 2022, αλλά και της S&P για το ελληνικό αξιόχρεο, ωστόσο, πέρα από τη θετική “αχλή” που αναμένεται να σηκώσουν, τα στοιχήματα μιας βιώσιμης οικονομικής πορείας της χώρας, αλλά και της αναδόμησης του παραγωγικού μοντέλου είναι τα κομβικά, εν όψει και των εκλογών.

Συνδεόμενα με αυτά είναι και τα θέματα των επενδύσεων και της κάλυψης του παραγωγικού κενού, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ του δυνητικού από το πραγματικό ΑΕΠ, δηλαδή του προϊόντος που πράγματι παράγεται και του δυνάμενου να παραχθεί, εάν χρησιμοποιούνταν πλήρως οι διαθέσιμοι παραγωγικοί συντελεστές (Δηλαδή το πραγματικό μείον το δυνητικό ΑΕΠ, ορίζεται ως παραγωγικό κενό).

Στον “αγώνα”, λοιπόν, για την ψήφο του Έλληνα πολίτη, για το ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος για να “κρατήσει” το τιμόνι της οικονομίας έχει ενδιαφέρον να καταγραφεί η “παλέτα” των πραγματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η οικονομία. Άραγε, λοιπόν, η χώρα βιώνει μια βιώσιμη οικονομικά πορεία, με επενδύσεις που γυρίζουν “σελίδᔨκαι ωθούν σε μια οικονομία που παράγει υπεραξίες με έμφαση στην καινοτομία; Ή μήπως έχει ακόμη δρόμο να διανύσει καθώς ακόμη βασίζεται σε ένα μοντέλο, όπου οι επενδύσεις που έρχονται κύρια οδεύουν σε κλάδους που δεν εισφέρουν σε αυτό που ονομάζεται παραγωγική ανασυγκρότηση, δηλαδή σε μια “μονοκαλλιέργεια” τουριστική, με έμφαση μάλιστα στην οικονομία διαμοιρασμού, τις βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb;

Η κυβέρνηση

Από την πλευρά της πάντως η κυβέρνηση, δίνει ένα στίγμα έντονης αισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας, εάν παραμείνει στην εξουσία, τονίζοντας μάλιστα ότι το “μίγμα” επενδύσεων που έχει διασφαλίσει “κλειδώνει” υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για την επόμενη μέρα και ανεξάρτητα από τη διεθνή συγκυρία.

Χαρακτηριστικές οι αναφορές πριν λίγες μέρες κορυφαίου στελέχους του οικονομικού επιτελείου. “Η Ελλάδα έχει, λόγω του χαμηλού δείκτη επενδύσεων και της ευκαιρίας να πάρουμε επενδυτική βαθμίδα, τη δυνατότητα να κινηθεί ως η εξαίρεση της γενικής διεθνούς οικονομικής εικόνας. Να έχει ταχύτερους ρυθμούς από το μέσο όρο της ΕΕ. Αυτή είναι η ευκαιρία της δεκαετίας” ανέφερε και προσομοίωσε την οικονομία με ένα “συμπιεσμένο ελατήριο, που παρέμεινε συμπιεσμένο γιατί τα κίνητρα ήταν λάθος. Εμείς τα 4 χρόνια τα αλλάξαμε τα κίνητρα και παρά τα δημοσιονομικά ζητήματα, πχ εξωγενής πληθωρισμός που μειώνει το ΑΕΠ, τα διάφορα με την πανδημική και ενεργειακή κρίση, κινηθήκαμε πολύ καλύτερα του μέσου όρου γιατι άλλαξε η πολιτική. Και θα συνεχίσουμε. Όταν έχεις δει σε 3 χρόνια μια πανδημική και ενεργειακή κρίση δε σε φοβίζει να πάει λίγο χαμηλότερα η διεθνής οικονομία” προσέθεσε το στέλεχος του οικονομικού επιτελείου. Υπεραμύνθηκε, δε, της ποιότητας των επενδύσεων και της ώθησης που μπορεί να δώσουν αυτές στην οικονομία.

“Οι επενδύσεις θα πάνε φέτος πολύ καλά μια κι έχουμε μεγάλο απόθεμα τόσο από δημόσιες αλλά και ιδιωτικές π.χ. από το Ταμείο Ανάκαμψης. Εχουμε π.χ. ενάμιση χρόνο αναμονή σε ιδιωτικές επενδύσεις και τρία χρόνια σε δημόσιες επενδύσεις. Άρα, τώρα έχουμε πολλά πράγματα που ξεκινάμε, που δίνουν αυξημένο πολλαπλασιαστή στην οικονομία. Όταν, δηλαδή, τελειώνουν οι επενδύσεις, ιδιαίτερα οι ιδιωτικές παραγωγικές έχουν μεγάλη επίπτωση στο ΑΕΠ”.

Παράλληλα, όπως αναφέρει το ίδιο στέλεχος, βοηθούν και την ανταγωνιστικότητα. “Έχουμε μια εκπληκτική αύξηση των επενδύσεων σε ΑΠΕ που μας “χτύπησε” στο ισοζύγιο με αυξημένες εισαγωγές, αλλά τώρα που μπαίνουν κανονικά σε παραγωγή οδηγούν σε υποκατάσταση εισαγωγών” ανέφερε το στέλεχος του οικονομικού επιτελείου τονίζοντας ενδεικτικά ότι πέρα από τις επενδυσεις σε ΑΠΕ που τονώνουν εγχώρια παραγωγή ενέργειας, όσες γίνονται στην ηλεκτροκίνηση έχουν θετικό αποτύπωμα, παρά την διόγκωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου λόγω των εισαγωγών εξοπλισμού. “Και αυτές μειώνουν τις εισαγωγές σε βάθος χρόνου π.χ. στο μέτωπο των καυσίμων. Δεν είναι και καταναλωτικές ακόμη κι αν μιλάμε για αυτοκίνητα μια τα ηλεκτρικά και λειτουργούν ως μια τεράστια μπαταρία που βοηθούν στην ευστάθεια του συστήματος.”

Μάλιστα το στέλεχος καλεί όσους ασκούν κριτική για το τι άμεσες ξένες επενδύσεις προσελκύει η χώρα, καθώς αναφέρουν ότι κινούνται κύρια σε τουρισμό και ΑΠΕ, να δουν πόσες από αυτές εισφέρουν στο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. “Δεν καταλαβαίνω με τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Είναι ωραίες ως συμβολικό πράγμα αλλά το πραγματικό μέτρο είναι ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου. Στα 2 χρόνια, 2021,22 αυξήθηκαν 45% οι επενδύσεις ήμασταν στο 12% του ΑΕΠ του 2019. Η αύξηση τους είναι περίπου στα 10 δισεκ. ευρώ. Είμαστε πιο κάτω από ΕΕ αλλά θα συνεχίσει η ανάπτυξη να ωθείται από τις επενδύσεις και θα είναι ο βασικός μοχλός για την ανάπτυξη και όχι πλέον η κατανάλωση” τόνισε το στέλεχος του οικονομικού επιτελείου θυμίζοντας, σε απάντηση των όσων επικριτικών ανέφερε ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης σε αρθρογραφία του για την ποιότητα των σημερινών επενδύσεων, ότι τη δεκαετία του 2000 είχαμε επενδύσεις σε εξοχικές κατοικίες, που όμως ήταν μικρής αξίας.

Η κριτική και το Airbnb

Βέβαια, με βάση όσα αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, με δεδομένη και τη δυσκολία που καταγράφεται στην πιστωτική επέκταση (δείγμα ότι έχει δρόμο ακόμη η οικονομία) κύρια οι επενδύσεις που γίνονται αφορούν και τώρα το real estate, έστω κι αν είναι μεγαλύτερης κλίμακας, το Airbnb, τις ΑΠΕ, βέβαια, και δευτερευόντως τη μεταποίηση ή άλλους παραγωγικούς κλάδους, όπως καταφαίνεται άλλωστε και από τη λίστα με τις στρατηγικές επενδύσεις, όπου κυριαρχεί ο τουρισμός και η ενέργεια.

Η ανάλυση

Στο φόντο αυτό ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση της Alpha Bank για το στοίχημα κάλυψης του παραγωγικού κενού. “Η ισχυρότερη οικονομική μεγέθυνση της Ελλάδας σε σχέση με την Ευρώπη στη μεταπανδημική περίοδο, επαναφέρει το ζήτημα της σύγκλισης στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πόσο έχει μείνει πίσω η χώρα μας σε αυτό το μέτωπο, μετά τη χαμένη δεκαετία ύφεσης και στασιμότητας; Πόσο ταχύς είναι ο περιορισμός του παραγωγικού κενού που συντελείται την τελευταία διετία και ποιοι παράγοντες μπορούν να ενισχύσουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας;” διερωτάται το τμήμα αναλύσεων της συστημικής τράπεζας και προσθέτει:

“Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ανήλθε το 2022, με βάση τις Ισοτιμίες Αγοραστικής Δύναμης, στο επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2008, τη χρονιά που ξεκίνησε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Ωστόσο, ο βαθμός σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ως ποσοστό του κοινοτικού μέσου δεν έχει προσεγγίσει το επίπεδο εκείνης της χρονιάς, αφού, από το 2009 έως το 2018, η οικονομική μεγέθυνση στη χώρα μας είτε ήταν αρνητική, είτε υπολειπόταν του ευρωπαϊκού μέσου. Παρά το γεγονός ότι το 2022 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 15%, το ποσοστό σύγκλισης εξακολουθεί να είναι αρκετά χαμηλό, καθώς διαμορφώθηκε στο 68% . Το εν λόγω ποσοστό ήταν το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) το 2022 και σημαντικά μειωμένο σε σύγκριση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση στη χώρα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2002 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ανερχόταν στο 93,3% του αντίστοιχου μεγέθους της ΕΕ-27.”

Παράλληλα στην έκθεση αναφέρεται ότι: “Η κρίση χρέους στην Ελλάδα, κατά την προηγούμενη δεκαετία, είχε, όπως προαναφέρθηκε, ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά στον παραγωγικό συντελεστή εργασία, το εργατικό δυναμικό μειώθηκε σημαντικά στο εν λόγω χρονικό διάστημα, γεγονός που οφείλεται στο φαινόμενο του brain drain, αλλά και στη γήρανση του πληθυσμού. Επιπρόσθετα, το καθαρό απόθεμα του κεφαλαίου εξασθένησε, καθώς το επίπεδο της επενδυτικής δαπάνης βρισκόταν συστηματικά χαμηλότερα από το ύψος των αποσβέσεων. Τέλος, το γεγονός ότι δεν ενσωματώθηκαν έγκαιρα στην παραγωγική διαδικασία νέες και καινοτόμες τεχνολογίες επηρέασε αρνητικά την ποιότητα του φυσικού κεφαλαίου της χώρας και τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών.

Το εργατικό δυναμικό συνέχισε να μειώνεται, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς οι υγειονομικές συνθήκες αλλά και τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας ώθησαν σημαντικό αριθμό εργαζομένων και ανέργων στον μη ενεργό πληθυσμό. Η παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας, ωστόσο, καταγράφει ανοδική τροχιά από το 2021 και μετά, ενώ η άνοδος των επενδύσεων ενίσχυσε το απόθεμα του κεφαλαίου κατά το περασμένο έτος. Βάσει των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ), το εργατικό δυναμικό αναμένεται να αυξηθεί οριακά (0,4%) το 2024, σε σύγκριση με το 2022, χωρίς ωστόσο να εκτιμάται ότι θα ανακάμψει πλήρως στα προπανδημικά επίπεδα. Ανοδικά θα κινηθεί, επίσης, το καθαρό απόθεμα του κεφαλαίου (0,7%), εξαιτίας του σημαντικού ύψους των επενδύσεων που αναμένεται να πραγματοποιηθούν την επόμενη διετία. Το τελευταίο θα συμβάλει και στη σημαντική βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας (1%), η οποία θα επανέλθει σταδιακά, βάσει των εκτιμήσεων της ΕΕ, σε επίπεδα αντίστοιχα της περιόδου πριν την οικονομική κρίση στη χώρα. Στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, ωστόσο, ο δημογραφικός παράγοντας εκτιμάται ότι θα έχει αρνητική επίπτωση στις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας” σημειώνει η μελέτη που εκφράζει την αισιοδοξία ότι το επόμενο διάστημα η χώρα θα καλύψει το παραγωγικό κενό, έχοντας ωστόσο μια “νάρκη”, που δεν είναι άλλη από το δημογραφικό.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα