Επενδυτική βαθμίδα: Οι προκλήσεις της επόμενης μέρας και οι σκληρές πραγματικότητες
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δε σημαίνει “χαλάρωση” του “λουριού” της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς ήδη το "μήνυμα" παραπέμπει σε “σφιχτές” πολιτικές για πλεονάσματα.
- 07 Αυγούστου 2023 07:41
Ο γερμανικός οίκος Scope Ratings ανακοίνωσε την Παρασκευή την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα BBB- με σταθερή προοπτική, από ΒΒ+ με θετική προοπτική προηγουμένως, κάτι που εν πολλοίς ήταν αναμενόμενο, ωστόσο δίνει ένα στίγμα για την πορεία ολικής εποστροφής της χώρας σε μια κανονικότητα, ως προς το δανεισμό της, κυρίως.
Επόμενος σταθμός της προσπάθειας για να φιταχτεί και πάλι η “βιτρίνα” του αξιόχρεου είναι η 8η Σεπτεμβρίου, όπου είναι η σειρά του καναδικού οίκου DBRS. Η δεύτερη αξιολόγηση του συγκεκριμένου οίκου είναι προγραμματισμένη για τις 15 Σεπτεμβρίου. Ιδιαίτερα κομβική είναι η έκθεση της Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου, καθώς διατηρεί τη χώρα τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική στην κατηγορία «Ba3» σε σχέση με τους υπόλοιπους οίκους. Επίσης η Standard & Poor’s έχει “ραντεβού” και πάλι με την ελληνική οικονομία στις 20 Οκτωβρίου, οπότε είναι προγραμματισμένη η δεύτερη έκθεση της S&P.
Αυτή είναι λίγο πολύ η πορεία αξιολογήσεων, όπου θα καταγραφεί και μια αναλυτική “βαθμολογία” που θα επιτρέψει στη χώρα, παρά το μεγάλο, σε απόλυτο αριθμό χρέος, να ισχυριστεί ότι αποτελεί μια ώριμη αγορά που μπορεί να απευθύνεται σε επενδυτές μακροχρόνιου προφίλ για το δανεισμό της.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση της Scope Ratings συγκροτεί τη δεύτερη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στην εβδομάδα (προηγήθηκε την περασμένη Δευτέρα ο Ιαπωνικός οίκος R&I), εξέλιξη που ενισχύει περαιτέρω τις προβλέψεις για αναβάθμιση έως το τέλος του έτους και από τους αναγνωρισμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οίκους αξιολόγησης.
Το “τρίπτυχο” και οι πραγματικότητες
Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την έκθεση της Scope Ratings, οι τρεις αιτίες που οδήγησαν στην επενδυτική βαθμίδα είναι:
1. Η συνεχιζόμενη στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ταμείο Ανάκαμψης κ.α.) που υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους και συμβάλει στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. “Εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει να εφαρμόζει δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Scope θεωρεί ότι το Ευρωσύστημα είναι πιθανό να στηρίξει την Ελλάδα στο μέλλον σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων στις αγορές. Η πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίστηκε μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ενισχύει την ικανότητα της κυβέρνησης για περαιτέρω υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων”, τονίζεται στην έκθεση. Κάτι που καταδεικνύει τη σημασία της πορείας της χώρας, εντός της ΕΕ μετά και τις αμφισβητήσεις των περασμένων ετών.
2. Η σταθερή πορεία μείωσης του δημοσίου χρέους το οποίο προβλέπεται να υποχωρήσει στο 160,7 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2023, (οπότε θα είναι μειωμένο κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020) και στο 141.6% το 2028, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2012. Να σημειωθεί ότι “κλειδί” για την πορεία αυτή είναι αφενός η συμφωνία που “κλείδωσε” επί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και διαμορφώνει ένα “κέλυφος” προστασίας, αλλά και η θετική ρότα ανάπτυξης των τελευταίων ετών.
3. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα, αύξηση των επενδύσεων με έμφαση στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, την κατάρτιση κ.ά.
Ουσιαστικά το “τρίπτυχο” αυτό διαμορφώνει και τις προκλήσεις της επόμενης μέρας. Δηλαδή τον οδικό χάρτη πολιτικής, από όπου δεν πρέπει να υπάρξει η παραμικρή παρέκκλιση, κάτι για το οποίο έστειλε το σχετικό μήνυμα το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στη σχετική δήλωσή του.
Συγκεκριμένα, από τη πλευρά του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας επισημαίνεται ότι η αναβάθμιση είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα 4 χρόνια και οδήγησε, παρά τις διεθνείς κρίσεις, στη μείωση του χρέους, στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών αλλά και στην αξιοποίηση των κεφαλαίων που διατίθενται από την ΕΕ.
Απόφαση της κυβέρνησης είναι να συνεχίσει χωρίς παρεκκλίσεις και ταλαντεύσεις την ίδια πολιτική δημοσιονομικής σοβαρότητας και ευθύνης η οποία είναι και η μόνη σταθερή βάση για την ανάπτυξη και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Όπως άλλωστε έχει σημειώσει κατ’ επανάληψη ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης. “Απόφασή μας είναι να δίνουμε αυτά που έχουμε και όχι αυτά που δεν έχουμε. Σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να γίνουμε πρόσκαιρα ευχάριστοι, θέλουμε να είμαστε μεσομακροπρόθεσμα χρήσιμοι για την οικονομία και την πατρίδα μας” έχει τονίσει ο κ. Χατζηδάκης “ξορκίζοντας” φαντάσματα της “προμνημονιακής” εποχής.
Τι σημαίνει;
Σε απλά ελληνικά η αναβάθμιση σημαίνει την ολική επιστροφή της χώρας σε μια πλήρη κανονικότητα διεθνούς δανεισμού από τις αγορές. Βέβαια, όπως φαίνεται από τη μέχρι τώρα “ακτινογραφία” που έχουν κάνει οι διεθνείς οίκοι, βασικοί παράμετροι της επιστροφής της Ελλάδας σε ένα στατους “πρώτης” ταχύτητας σε σχέση με το αξιόχρεο, είναι η προσήλωση σε δημοσιονομική σταθερότητα αλλά και τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και του χρέους, αλλά και της αναπτυξιακής πορείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση αναφορές της S&P την περασμένη Άνοιξη ένα από τα “συν” της όλης διαδικασίας είναι ότι “το προφίλ του Χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων, παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως”. Βέβαια, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο όγκος του χρέους παραμένει μεγάλος και γιαυτό η όποια βιωσιμότητά του εξαρτάται, πέρα από το προφίλ του (ωριμάνσεις και πληρωμές) και από την πορεία της ανάπτυξης και των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Γι’ αυτό, άλλωστε, οι θεσμοί, για την τρέχουσα δεκαετία, θεωρούν ότι θα πρέπει η Ελλάδα να πετυχαίνει ολοένα ψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι ώστε το 2033, οπότε και τελειώνει το “κέλυφος” που εξασφαλίζει μειωμένους τόκους από τα δάνεια του EFSF, να έχει ρίξει το Χρέος της στο 125,4% του ΑΕΠ. Είναι ενδεικτικό ότι από το 2027 και μετά, ως βασικό σενάριο στόχων μπαίνουν πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3%. Για να μην έλθει, λοιπόν, ακραία λιτότητα, θα πρέπει να διασφαλιστεί υψηλή ανάπτυξη που επιτρέπει υψηλά πλεονάσματα. Κι όλα αυτά σε μια δεκαετία όπου προβλέπεται τα επιτόκια να είναι σε επίπεδο τουλάχιστον υψηλότερα από τα σχεδόν μηδενικά των προηγούμενων χρόνων. Δηλαδή προβλέπεται με βάση όσα έχουν πει και διεθνείς οργανισμοί (π.χ, το ΔΝΤ στην τελευταία του σύνοδο) μια δύσκολη δεκαετία.
Στα θετικά είναι, βέβαια, ότι η Ελλάδα, μέσα από τη συμφωνία που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση, έχει ένα μακρύ διάστημα “ασφάλειας” για το χρέος, έως και το 2032, χωρίς να έχει κίνδυνο για ένα πιστωτικό γεγονός, αλλά και με δανειακές ανάγκες χαμηλές αφού π.χ. για το 2023 δεν ξεπερνούν τα 7 δισ. ευρώ.
Το κέρδος και το στοίχημα
Πάντως πέρα από κινήσεις εντυπώσεων, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όσο κι αν στην κοινωνία φαίνεται κάτι μακρινό, αποφέρει σημαντικά κέρδη. Συγκεκριμένα, με βάση εκτιμήσεις, στα 900 εκατ. με 1 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι μπορεί να φτάσει το ετήσιο δημοσιονομικό όφελος, καθώς το δημόσιο, θα μπορέσει να “ανασάνει” μειώνοντας τα έντοκα και ενδεχομένως την ανάγκη τήρησης ενός τόσο μεγάλου “μαξιλιαριού” ρευστότητας.
Επίσης, ενδεχομένως αλλά όχι σίγουρα, μπορεί να διασφαλίσει χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για το ελληνικό δημόσιο, αν και όπως ήδη φαίνεται από την πορεία του ελληνικού ομολόγου, ήση έχει δημιουργηθεί μια ισορροπία, π.χ. με αντίστοιχα της Ιταλίας ή άλλων κρατών – μελών του Ευρωπαϊκού Νότου. Το πιο σημαντικό, όπως τονίζεται, είναι το ότι πλέον “ώριμοι” επενδυτές και χαρτοφυλάκια “βλέπουν” και πάλι την ελληνική αγορά δίνοντάς της ευχέρεια για εκδίσεις χρέους. Βέβαια, όπως τονίζεται, έγκειται στην πολιτική της κυβέρνησης, στο πού και πώς θα αξιοποιηθούν τα χρήματα τόσο του δανεισμού, όσο κυρίως αυτών που θα εξοικονομηθούν από τη μείωση των διαθεσίων, ή των εκδόσεων εντόκων. “Κλειδί” είναι, δηλαδή, η αξιοποίησή της για να γίνει η οικονομία πιο ανθεκτική και κυρίως εξωστρφής και ανταγωνσστική.
Ουσιαστικά, αποτελεί διακύβευμα το πώς θα γίνει η διαχείριση αυτού του ποσού, ώστε, όπως τονίζουν γνώστες των εξελίξεων, να υπάρξουν αναπτυξιακά οφέλη, να μεγαλώσει η “πίτα” της οικονομίας και να αυξηθεί ο “παρονομαστής” του χρέους, δηλαδή το ΑΕΠ. ‘Ετσι, όπως τονίζεται, θα “πιάσει” τόπο η αναβάθμιση και θα διευκολυνθεί η ύπαρξη ανοιχτού διαύλου επικοινωνίας με τους επενδυτές.
Βέβαια, τονίζεται, ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δε σημαίνει “χαλάρωση” του “λουριού” της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς ήδη το μήνυμα για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες παραπέμπει σε “σφιχτές” πολιτικές για πλεονάσματα, που ούτως ή άλλως είναι απαραίτητα για την διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Γιαυτό η στήριξη της ανάπτυξης, όπως σημειώνεται, κι όχι άκριτες παροχές είναι το κλειδί και για τα υγιή δημοσιονομικά. “Εάν τροφοδοτούμε την ανάπτυξη διασφαλίζουμε έσοδα. Π.χ με 1 δισεκ. αύξηση του ΑΕΠ έχουμε 350 εκ δημόσια έσοδα” αναφέρουν γνώστες των δημοσιονομικών δεδομένων που σημειώνουν ότι η ανάπτυξης είναι ο μόνος δρόμος για την διασφάλιση της ισορροπίας τόσο για το δυσθεώρητο χρέος όσο και για τα δημοσιονομικά.
Το Χρηματιστήριο
Επίσης, και το Χρηματιστήριο, βασικός μοχλός της οικονομίας θα ωφεληθεί. Όπως έχει σημειώσει στο πρόσφατο παρλεθόν και ο CEO του Χ.Α., κ. Γιάννος Κοντόπουλος, η αναβάθμιση του Χ.Α. προϋποθέτει και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδα από την Ελλάδα. Ωστόσο, όπως εκτιμάται, το Χ.Α. θα μπορούσε να προβιβαστεί στις ανεπτυγμένες αγορές στα τέλη του 2024 έως τα μέσα του 2025, ενώ το καλοκαίρι του 2024 αναμένεται οι οίκοι να θέσουν το Χ.Α. σε “watch list για αναβάθμιση”, το οποίο και θα αποτελέσει σημαντικό “σήμα” για την ενίσχυση των θέσεων των επενδυτών στις ελληνικές μετοχές, προσβλέποντας σε αυτό το ορόσημο. Για να αναβαθμίσουν οι οίκοι το Ελληνικό Χρηματιστήριο στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών, ένα κύριο κριτήριό τους είναι και η άποψη των επενδυτών εάν όντως αποτελεί για αυτούς μια ανεπτυγμένη αγορά.
Κάτι ανάλογο έχει επισημάνει και η Axia Ventures σε πρόσφατο report της. Όπως είχε σημειώσει, η Ελλάδα αναμένεται να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα προς το τέλος του 2023. Αυτό δεν σημαίνει την αυτόματη αναβάθμιση του Χ.Α., η οποία μπορεί να χρειαστεί άλλους 12-24 μήνες για να επιτευχθεί, δηλαδή τέλη 2024 με τέλη 2025.
Πάντως, με βάση αναλυτές, εν πολλοίς η άνοδος του Χρηματιστηρίου το τελευταίο διάστημα έχει “ενσωματώσει” ή για άλλους προεξοφλήσει το νέο της αναβάθμισης. Ωστόσο, πολλές εταιρείες, με σενάριο ανάπτυξης, δυναμικές εξαγορές (στα σκαριά μάλιστα είναι μια σημαντική από κορυφαία εταιρεία της χώρας) αναμένεται να επωφεληθούν σημαντικά στην προσπάθειά τους για ανέυρεση κεφαλαίων και συνεπώς για ανάπτυξη, όπως, βέβαια και οι ελληνικές τράπζες.
Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις