Επισιτιστική κρίση: Προβλέψεις “φωτιά” και στο βάθος ράλι πληθωρισμού
Η κρίση στην Ουκρανία εντείνει τις προκλήσεις, καθώς η εφαρμογή κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τα σχετικά αντίμετρα δημιουργούν πιέσεις στη διεθνή προσφορά συγκεκριμένων ενεργειακών αγαθών και πρώτων υλών, με πιθανές δευτερογενείς επιδράσεις στην παραγωγή και τον πληθωρισμό.
- 24 Μαρτίου 2022 06:06
Σήματα κινδύνου εκπέμπουν αναλυτές, οργανισμοί και οικονομικοί παράγοντες για τις εξελίξεις στο μέτωπο της προσφοράς στην οικονομία αλλά και των τιμών.
Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με την Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), οι τιμές π.χ. των λιπασμάτων πρόκειται να αυξηθούν κατά 13% μέχρι το 2023 με αποτέλεσμα να οδηγείται το κόστος παραγωγής σε δυσθεώρητα ύψη αλλά και να απειλείται να μειωθεί η σοδειά για το διάστημα 2022-2023.
Εφιστώντας, μάλιστα, την προσοχή των κυβερνήσεων στις επιπτώσεις των μέτρων που λαμβάνουν για να διασφαλίσουν επάρκεια τροφίμων, ο επικεφαλής των οικονομολόγων της FAO, Μάξιμο Τορέρο, τόνισε πως «όσα κάνουν τώρα οι χώρες επιδεινώνουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ήδη με τις τιμές των τροφίμων, και ο πόλεμος ενδέχεται να μας οδηγήσει σε μια παγκόσμια διατροφική κρίση».
Εισαγωγές από Ρωσία
Με βάση πάντως την εβδομαδιαία ανάλυση του τμήματος μελετών της Alpha Bank η έκθεση της χώρας σε εισαγωγές προϊόντων από τις εμπόλεμες ζώνες αφορά κυρίως την ενέργεια και βασικά πολύτιμα μέταλλα και μη σιδηρούχα μέταλλα, κομβικά για μια σειρά από προϊόντα.
Αναλυτικά η Alpha Bank αναφέρει ότι από το σύνολο των εισαγωγών της Ελλάδας το 2021, περίπου το 1/4 αφορούσε σε προϊόντα ενέργειας (16% αργό πετρέλαιο, 6% προϊόντα διύλισης πετρελαίου και 4% φυσικό αέριο), το 3% βασικά πολύτιμα μέταλλα και άλλα μη σιδηρούχα μέταλλαi, ενώ το 1% στα δημητριακά (εκτός ρυζιού), τα όσπρια και τους ελαιούχους σπόρους. Το 44% των εισαγωγών φυσικού αερίου προήλθε από τη Ρωσία και το 21% από τις ΗΠΑ, ενώ το 63% του αργού πετρελαίου η Ελλάδα το εισήγαγε κατά το προηγούμενο έτος από το Ιράκ (42%) και το Καζακστάν (21%).
Οι εισαγωγές από τη Ρωσία διαμορφώθηκαν, αντίστοιχα, στο 8% επί του συνόλου των εισαγωγών αργού πετρελαίου. Σε ό,τι αφορά στα βασικά πολύτιμα μέταλλα και άλλα μη σιδηρούχα μέταλλα, η Ρωσία είναι ο κύριος εξαγωγέας της Ελλάδας με μερίδιο 21%.
Τέλος, το μεγαλύτερο μερίδιο εισαγωγών δημητριακών στην Ελλάδα, το 2021, κατείχε η Βουλγαρία (32,9% επί του συνόλου), ενώ ακολούθησε η Ρωσία (13,4%), η Βραζιλία (7,4%) και οι ΗΠΑ (6,7%).
Επιδράσεις στην παραγωγή
Παράλληλα, η Εθνική Τράπεζα σε μελέτη της αναφέρει ότι “το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας αλλά και της επαρκούς προσφοράς μιας σειράς αγαθών και πρώτων υλών, των οποίων Ρωσία και Ουκρανία είναι βασικοί εξαγωγείς (κυρίως σιτηρά, λιπάσματα, συγκεκριμένα μέταλλα και πρώτες ύλες για τη χημική βιομηχανία και την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή), αποτελούν παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν, τουλάχιστον βραχυπροθέσμα, σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην παραγωγική διαδικασία.
Συγκεκριμένα θα μπορούσαν να επιτείνουν τις δυσλειτουργίες της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, οι οποίες είχαν ήδη εκδηλωθεί, ως συνέπεια της υπερβάλλουσας ζήτησης, το 2021, όταν η οικονομία ανέκαμπτε ταχύτατα από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία. Η κρίση στην Ουκρανία εντείνει τις προκλήσεις, καθώς η εφαρμογή κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τα σχετικά αντίμετρα δημιουργούν πιέσεις στη διεθνή προσφορά συγκεκριμένων ενεργειακών αγαθών και πρώτων υλών, με πιθανές δευτερογενείς επιδράσεις στην παραγωγή και τον πληθωρισμό.”
Καθησυχάζει το ΥΠΑΑΤ
Πάντως όπως τόνισε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Γιώργος Γεωργαντάς μιλώντας στη Βουλή χθες για τη ρύθμιση για την υποχρέωση καταγραφής των αποθεμάτων δεν υπάρχει πρόβλημα τροφοδοσίας και επάρκειας στην αγορά.
Ο ίδιος διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση θα διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία της αγοράς των συγκεκριμένων προϊόντων μεγάλοι εξαγωγείς των οποίων είναι η Ρωσία και η Ουκρανία, προκειμένου να μην τεθεί ζήτημα ως προς την επισιτιστική επάρκεια της χώρας. Εξηγώντας τον διττό στόχο της τροπολογίας ο κ. Γεωργαντάς επισήμανε την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης για πάταξη της κερδοσκοπίας.
Παρουσιάζοντας, δε, την τροπολογία για την υποχρέωση ταχείας καταγραφής των αποθεμάτων συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων και τροφίμων από τις επιχειρήσεις, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων υπογράμμισε πως: «Η μη ομαλή εξέλιξη της αγοράς δίνει σε μερικούς την αίσθηση ότι θα μπορέσουν να κερδοσκοπήσουν σε βάρος των αγροτών και των κτηνοτρόφων. Δεν πρόκειται να το επιτρέψουμε».
«Υπάρχει η αίσθηση ότι κάποιοι από τους εμπλεκόμενους στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν μετέχουν στην προσπάθεια αντιμετώπισης της συγκυρίας. Με την τροπολογία υποχρεώνουμε τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με πώληση ζωοτροφών, λιπασμάτων κ.α. να δηλώνουν τα αποθέματά τους. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα να κερδοσκοπήσει», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ακρίβεια χωρίς τέλος
Στο φόντο πάντως της έντονης ανησυχίας για τη λειτουργία του τομέα προσφοράς στην οικονομία ο πληθωρισμός θεριεύει.
Με βάση την ίδια έκθεση της Εθνικής Τράπεζας εκτιμάται θα επιβαρυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας στο 3,0% για το 2022, από 4,4% που εκτιμούσε τον Δεκέμβριο του 2021, ενώ προβλέπεται ότι ο πληθωρισμός θα εκτιναχτεί στο 8,0%-8,5% τον Μάρτιο με Απρίλιο του 2022. Σύμφωνα με την έκθεση, η κλιμάκωση της κρίσης στην Ουκρανία, πέραν των τραγικών συνεπειών της, αποτελεί μία νέα εστία οξείας οικονομικής αβεβαιότητας, η οποία επιτείνει τις πληθωριστικές προκλήσεις – οδηγώντας τις τιμές ενέργειας και βασικών πρώτων υλών σε νέα ιστορικά υψηλά – και αναπόφευκτα επιβαρύνει τις οικονομικές επιδόσεις του 2022.
Όπως αναφέρεται από την ΕΤΕ, οι πληθωριστικές επιδράσεις εντείνονται – με τον εγχώριο πληθωρισμό να ανέρχεται σε υψηλό 25ετίας, στο 7,2% το Φεβρουάριο – με τη διάχυση των εισαγόμενων πληθωριστικών επιδράσεων να αποδυναμώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και να αυξάνει το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων, με αρνητικές επιπτώσεις και στην κερδοφορία του εταιρικού τομέα (ο οποίος προφανώς προσπαθεί να απορροφήσει τμήμα του αυξημένου κόστους εισροών, ώστε μην το μετακυλήσει σε μεγάλο βαθμό στον τελικό καταναλωτή).
H ALPHA Bank
Από την πλευρά της Alpha Bank σημειώνει ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μεταβάλλει βιαίως τον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης καθιστώντας αδύνατη την έστω και σταδιακή επιστροφή στην ασθενή προπανδημική πληθωριστική δυναμική.
Ο πόλεμος στην Ευρώπη επηρεάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας, πρωτίστως, μέσω της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, η οποία σε συνδυασμό με την εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές, έχει αρνητικό αντίκτυπο, τόσο στο κόστος παραγωγής και την κερδοφορία των επιχειρήσεων, όσο και στο διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών λόγω του πολέμου, τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αναμένεται βραχυπρόθεσμα να αντιμετωπίσουν υψηλότερο πληθωρισμό και βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη από την αναμενόμενη, καθώς, μεταξύ άλλων, η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας παραμένει υψηλή.
Συγκεκριμένα, εισάγεται πάνω από το 80% της ακαθάριστης διαθέσιμης ποσότητας ενέργειας, κυρίως για πετρέλαιο, προϊόντα διύλισης πετρελαίου και φυσικό αέριο, με το 8%, το 43% και το 44%, αντίστοιχα, να εισάγεται από τη Ρωσία.
Σε επίπεδο προϊόντων, με βάση την ανάλυση της Alpha Bank αξιοσημείωτες αυξήσεις σημειώθηκαν, τον περασμένο μήνα, στο αλεύρι και τα δημητριακά (10,7% σε ετήσια βάση έναντι αύξησης 3,6%, αντίστοιχα, τον Φεβρουάριο του 2021), τον ηλεκτρισμό (71,4%, από -0,9%, τον ίδιο μήνα πέρυσι), το φυσικό αέριο (78,5%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης, τα καύσιμα και τα λιπαντικά (28,7%, συνολικά, σε ετήσια βάση, από -6,2%, πέρυσι).
Επιπλέον, σημαντική άνοδο κατέγραψαν, τον Φεβρουάριο, οι τιμές σε έλαια και λίπη (16,8%), λαχανικά (15,1%) αλλά και αεροπορικά εισιτήρια (22,5%) και υπηρεσίες καταλυμάτων (11,3%).
Όπως τονίζει το τμήμα μελετών της Alpha άνοδος των τιμών στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο έχει ξεκινήσει ήδη από την άνοιξη του 2021, με τους ρυθμούς μεταβολής να βαίνουν, σε γενικές γραμμές, αύξοντες. Ειδικότερα για το φυσικό αέριο σημειώνεται ότι οι ετήσιες αυξήσεις ξεπέρασαν το 100%, από τον Σεπτέμβριο του 2021, μέχρι και τον Ιανουάριο του 2022.
Μάλιστα τονίζεται ότι τον Φεβρουάριο, η άνοδος ήταν ελαφρώς πιο ήπια, υπερβαίνοντας, ωστόσο, την αντίστοιχη άνοδο του ΕνΔΤΚ – φυσικό αέριο, στην ΕΕ-27 (42%). Σε ό,τι αφορά στο αλεύρι και στα δημητριακά αλλά και στον ηλεκτρισμό, οι τιμές κινήθηκαν ανοδικά, κατά τους τελευταίους τέσσερις και πέντε μήνες, αντίστοιχα, με τις ετήσιες μεταβολές να είναι εντονότερες τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο.
Ακρίβεια και πολίτες
Πάντως με βάση δημοσκόπησης της MARC για τον ΑΝΤ1, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών εμφανίζεται εξαιρετικά ανήσυχη για τις επιπτώσεις από την ακρίβεια και τις συνεχείς ανατιμήσεις.
Το 15,5% λέει πως δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες της και περίπου το 40»% ότι έχει αναγκαστεί να περιορίσει βασικές ανάγκες.
Πολλά είναι επίσης τα νοικοκυριά (73,4%) που εμφανίζονται να έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, σε λογαριασμούς ενέργειας, σε τράπεζες αλλά και ενοίκια.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις