Άρειος Πάγος για μη καταβολή δεδουλευμένων. Τι σημαίνει η απόφαση
Το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου, σχετικά με τους ασυνεπείς εργοδότες, που δεν καταβάλλουν μισθούς στους εργαζόμενους.
- 06 Ιουλίου 2017 11:41
Δύο είναι τα βασικά σημεία της πρόσφατης απόφασης του Αρείου Πάγου με ιδιαίτερη σημασία για εργαζόμενους και εργοδότες, καθώς αφορούν στο πότε υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας και κάτω από ποιες προϋποθέσεις η μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, δηλαδή του μισθού, δεν συνιστά από μόνη της αιτία βλαπτικής μεταβολής των όρων σύμβασης εργασίας.
Σύμφωνα με την απόφαση όταν ένας εργοδότης δεν καταβάλλει τις δεδουλευμένες αποδοχές σε έναν μισθωτό, έστω και μακροχρόνια, αυτή η ενέργεια από μόνη της «δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του μισθωτού, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει αυτόν (τον μισθωτό) σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σ’ αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης».
Αυτό προβλέπει πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου (677 / 2017), σύμφωνα με το σκεπτικό της οποίας (από τον συνδυασμό διατάξεων της νομοθεσίας) προκύπτει ότι η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται τη λύση της, αλλά δίνει στο μισθωτό τα εξής δικαιώματα: α) είτε ο μισθωτός να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, και β) είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.
Όμως, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «Μόνη η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική, υπό την εκτεθείσα έννοια, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, εκτός αν γίνεται δολίως και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του (ΑΠ 381/2012, ΑΠ 795/2007)».
Ποιο είναι το βασικό γνώρισμα της «εξαρτημένης εργασίας»
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και «ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη».
Η εξάρτηση αυτή του εργαζόμενου από τον εργοδότη εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Αντίθετα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του.
Και στη σύμβαση αυτή πάντως, όπως αναφέρει η απόφαση του Α.Π., υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την έννοια που προαναφέρθηκε. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο.