Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Στο 29,6% η ‘πραγματική’ ανεργία
Στο 29,6% προσδιορίζει την «πραγματική» ανεργία το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ. Στην ετήσια έκθεσή του το Ινστιτούτο θεωρεί ότι η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό άνω του 70%
- 13 Μαρτίου 2017 19:43
Μπορεί η ανεργία, κατά την ΕΛΣΤΑΤ, να είναι στο 22,6% το γ’ τρίμηνο του 2016, όμως το ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκτιμά ότι το πραγματικό ποσοστό της είναι πολύ υψηλότερο. Για το λόγο αυτό, προσθέτει στους ανέργους, τους αποθαρρυμένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση.
Η αρνητική πορεία της αγοράς εργασίας, επιβεβαιώνεται και από το επίπεδο του μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Όπως καταγράφεται στην έκθεση, σε επίπεδο καθαρών μηνιαίων αποδοχών, διαπιστώνεται ότι κάτω από 800 ευρώ λαμβάνει το 51,6% του συνόλου των εργαζομένων. Ειδικότερα, μέχρι 499 ευρώ εισπράττει το 15,2% των εργαζομένων, από 500 έως 699 ευρώ το 23,6% και από 700 έως 800 ευρώ το 12,8% των εργαζομένων.
Από τα υπόλοιπα στοιχεία που αναδεικνύει η έκθεση, φαίνεται ότι για έβδομη συνεχή χρονιά οι επιχειρησιακές συμβάσεις υπερτερούν σημαντικά των συλλογικών. Ειδικότερα, το 2016 υπογράφηκαν μόλις 10 συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ έφτασαν τις 318 οι επιχειρησιακές συμβάσεις (ή 95,21% του συνόλου) που υπογράφηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα. Είναι προφανές ότι η πίεση που ασκείται στους μισθούς, είναι αποτέλεσμα αυτής της κυριαρχίας των επιχειρησιακών συμβάσεων στην αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή, οι προσλήψεις με καθεστώς πλήρους απασχόλησης έχουν υποχωρήσει το 2016 στο 45,3%, από 79% που ήταν το 2009.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ παραθέτει στοιχεία που δείχνουν ότι η οικονομική κρίση από το 2010 έως το 2015 είχε ως αποτέλεσμα να παρουσιαστούν ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στους δείκτες φτώχειας και ανισότητας.
Ειδικότερα, ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε, από 27,7% το 2010, σε 35,7% το 2015. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ειδικά στους μισθωτούς, το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε από το 2011 και μετά και έφτασε στα επίπεδα του 18%. Μόνο στους συνταξιούχους το ποσοστό φτώχειας μειώθηκε κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι οι συνταξιούχοι, ως σημαντική μονάδα της κοινωνίας, κατάφεραν να συγκρατήσουν το συνολικό ποσοστό φτώχειας. Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι το ποσοστό φτώχειας σε εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, είναι σχεδόν τριπλάσιο από εκείνο των εργαζόμενων με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Άλλωστε μόνο στην κατηγορία των εργαζόμενων που έχουν υπογράψει συμβάσεις αορίστου χρόνου, διαπιστώνεται μείωση του ποσοστού φτώχειας από το 2010 έως το 2015.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ παρατηρεί επίσης ότι ο δείκτης οικονομικής ανισότητας αυξήθηκε κατά 38,5% κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση έπληξε περισσότερο τα χαμηλά τμήματα της εισοδηματικής κατανομής. Μόνο στους δημόσιους υπαλλήλους και στους συνταξιούχους, δεν καταγράφηκε όξυνση της οικονομικής ανισότητας. Το Ινστιτούτο κρίνει ως «ιδιαίτερα ανησυχητική» την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας μεταξύ των ανέργων. Το στοιχείο αυτό αποδίδεται στη μείωση του αριθμού των δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας σε συνδυασμό με την εκτόξευση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων. Τονίζεται μάλιστα ότι η συγκεκριμένη ανισότητα θα ήταν οξύτερη εάν δεν υπήρχαν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις και ειδικά οι συντάξεις.
(Πηγή: dikaiologitika/ Του Βασίλη Αγγελόπουλου, Φωτογραφία SOOC)