ΕΣΕΕ: Χάνει δυναμική το μικρομεσαίο λιανεμπόριο

Διαβάζεται σε 3'
ΕΣΕΕ: Χάνει δυναμική το μικρομεσαίο λιανεμπόριο
EUROKINISSI

Παρά την αύξηση του κύκλου εργασιών σε αξία το 2022 και το α’ εξάμηνο του 2023, που αποδίδονται στις ανατιμήσεις, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπσχολούμενοι στο εμπόριο συνεχώς μειώνονται.

Η μείωση των εργαζομένων στο εγχώριο μικρομεσαίο λιανεμπόριο όπως προκύπτει από διαχρονικά στοιχεία αλλά και τα τελευταία δεδομένα της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου της ΕΣΕΕ για το 2022 καταδεικνύει τη συρρίκνωση των μικρών επιχειρήσεων και τις τάσεις συγκέντρωσης.

Παρά τους ρυθμούς ανάπτυξης και την αίσθηση της οικονομικής ανάκαμψης το μικρομεσαίο λιανεμπόριο δεν φαίνεται να καρπώνεται αυτή την τάση. Ειδικότερα, στο α’ εξάμηνο του 2023 το 33% των εμπόρων ανάφεραν πως ο τζίρος τους μειώθηκε ενώ το 49% πως παρέμεινε στάσιμος.

Νωρίτερα το 2022 συνολικά το μικρομεσαίο λιανεμπόριο εμφάνισε αύξηση τζίρου κατά 26,2%  και κερδοφορίας κατά 14,1%, η οποία εν πολλοίς στηρίζεται στις πληθωριστικές ανατιμήσεις των πωληθέντων προϊόντων.  Η αύξηση κόστους στην αλυσίδα αξίας είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση της μέσης εξαμηνιαίας αξίας αγοράς εμπορευμάτων από πλευράς επιχειρήσεων κατά 69% στο πρώτο εξάμηνο του 2023.

Την ίδια ώρα, όλο και περισσότερο μειώνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, δείγμα της εξελισσόμενης συγκέντρωσης στα χέρια λιγότερων επιχειρήσεων και του περιορισμού των εταιρειών που κατατάσσονται στον τομέα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Σημειώνεται ότι το 26% των εργοδοτών στην Ελλάδα δραστηριοποιείται στο εμπόριο, ενώ το 16,1% των μισθωτών απασχολείται σε αυτό. Το μερίδιο των αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο του εμπορίου ανέρχεται σε ποσοστό 14,5% και έχει μειωθεί σωρευτικά από το 2004 κατά 46,5%. Η συγκεκριμένη εξέλιξη εκφράζει τη μείωση των μικρών και μεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων και επικρατεί η συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια μεγαλύτερων παικτών. Πλέον σε κάθε εργοδότη αντιστοιχούν 6 μισθωτοί από 5,3 που ήταν το 2022, γεγονός που επίσης καταδεικνύει ότι υφίσταται συγκέντρωση σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις του εμπορικού κλάδου.

Επίσης την τελευταία δεκαετία το ποσοστό ίδρυσης νέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο εμπόριο περιορίστηκε στο 14%, ένδειξη που υπογραμμίζει την έλλειψη διάθεσης και σκοπού ενασχόλησης με τον κλάδο.

Στην έρευνα καταγράφονται σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά τους κλάδους του εμπορίου αλλά και τη γεωγραφική κατανομή των πωλήσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως ο κλάδος τροφίμων διατηρεί από το 2020 και μετά μερίδιο κατανάλωσης άνω του 20% (20,9% το 2022), ενώ αντίθετα το μερίδιο της ένδυσης έχει σταθεροποιηθεί από το 2020 σε ποσοστό πέριξ του 3,5% (3,6% το 2022), όταν το 2008 το μερίδιο της ήταν σχεδόν διπλάσιο.

Η δε καταναλωτική δαπάνη αυξάνει μόνο στην Αττική και το Νότιο Αιγαίο από το 2018 και μετά, ως απόρροια τόσο της συγκέντρωσης πληθυσμού στο μεγάλο αστικό κέντρο της Αθήνας, όσο και των τουριστικών ροών που σαφώς ευνοούν τις περιοχές της νησιωτικής χώρας.

Τα βασικά ζητήματα που καλούνται δε να αντιμετωπίσουν οι μικρές επιχειρήσεις δεν είναι μόνο οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις ( οι οποίες παρέμειναν σταθερές το 2022)  ή τα μέσα λειτουργικά έξοδα, τα οποία οριακά μειώθηκαν το 2022, αλλά κυρίως οι αυξήσεις τιμών στα εμπορεύματα που προμηθεύονται. Χαρακτηριστικά αναφέρθηκε πως αποτελεί πλέον «δομική πρόκληση» η διαχείριση των ανατιμήσεων, καθώς αυτές δεν μπορούν να απορροφηθούν – στερώντας ανταγωνιστικότητα- αλλά και ως εκ τούτου να εξυπηρετηθούν όταν οι τζίροι μένουν σταθεροί.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα