Φόροι στην εργασία – Τέλος επιτηδεύματος: Δύο μεγάλες “πληγές”
Τα θέματα της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας στην Ελλάδα μπαίνουν στο επίκεντρο οργανσιμών καθώς αποτελούν ένα από τα δομικά προβλήματα της οικονομίας. Μάλιστα αναδεικνύεται, μέσα από στοιχεία, οι μεγάλες διαφορές με τη φορολογία επιχειρήσεων.
- 25 Μαΐου 2022 11:44
Μισθωτοί και μικροεπιχειρηματίες αντιμετώπισαν καθόλη τη διάρκεια των μνημονίων μεγάλη φορολογική πίεση. Καθώς μάλιστα αποτελούν κομβική “κοινωνική μάζα” βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Στο φόντο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι η Κομισιόν, σύμφωνα με όσα αναφέρει στην Έκθεση Αξιολόγησης του Προγράμματος Σταθερότητας, σε αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει για νομικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, σχολιάζει αρνητικά το Τέλος Επιτηδεύματος, που επιβλήθηκε τα χρόνια των μνημονίων ως ένα μινιμουμ διασφάλισης εσόδων από μια τάξη επαγγελματιών που θεωρήθηκε ότι φοροδιέφευγε συστηματικά.
“Ο συντελεστής για τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε στο 22% το 2021 από 28% το 2019, αλλά στους επιτηδευματίες η Ελλάδα επιβάλει ετήσιο τέλος 650 ευρώ, ανεξαρτήτως αν δημιούργησαν κέρδη ή όχι και πάνω από το φόρο εισοδήματος και άλλους φόρους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολύ υψηλούς πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές, σε επιχειρήσεις με χαμηλό τζίρο και λειτουργεί ως φραγμός στην επιχειρηματικότητα”, σημειώνει η Κομισιόν, που τονίζει ότι θα πρέπει να υπάρξει επαναξιολόγηση του Τέλους Επιτηδεύματος, που δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στους επαγγελματίες, αλλά βέβαια φέρνει και στο κρατικό ταμείο 350 εκατ. ευρώ. Όπως αναφέρεται μια δομική αλλαγή θα μπορούσε να βελτιώσει τη δομή των φορολογικών τους βαρών, να ενθαρρύνει τη φορολογική αυτοσυμμόρφωση και να υποστηρίξει τις επενδύσεις.
Ο ΟΟΣΑ
Την ίδια ώρα ο ΟΟΣΑ χθες στις προβλέψεις του ανέφερε ότι η φορολογική επιβάρυνση των μισθών στην Ελλάδα (tax wedge) μειώθηκε το 2021 περισσότερο από τις χώρες του ΟΟΣΑ, λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών.
Ο ΟΟΣΑ υπολογίζει το φορολογικό βάρος -τον φόρο εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών μείον τα οικογενειακά επιδόματα- ως ποσοστό του κόστους εργασίας.
Η φορολογική επιβάρυνση για τον μέσο άγαμο μισθωτό στην Ελλάδα μειώθηκε πέρυσι κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες στο 36,7% από 38,9% το 2020, ενώ η μέση μείωση στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν οριακή (0,06 της ποσοστιαίας μονάδας), με το ποσοστό της επιβάρυνσης να διατηρείται στο 34,6%.
Μεγαλύτερη μείωση του φορολογικού βάρους για τη συγκεκριμένη κατηγορία μισθωτών είχε μόνο η Τσεχία (4,12 π.μ.).
Την υψηλότερη επιβάρυνση είχαν το Βέλγιο (52,6%), η Γερμανία (48,1%), η Αυστρία (47,8%), η Γαλλία (47%) και η Ιταλία (46,5%), ενώ τη χαμηλότερη η Κολομβία (μηδενική), η Χιλή (7%) και η Νέα Ζηλανδία (19,4%).
Λόγω της μεγαλύτερης μείωσης του tax wedge, η Ελλάδα είχε πέρυσι το 19ο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ το 2020 βρισκόταν στη 17η θέση.
Η μείωση του tax wedge κατά 2,23 ποσοστιαίες μονάδες οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και συγκεκριμένα οι 1,30 π.μ. προκύπτουν από την περικοπή των εργοδοτικών εισφορών και οι 0,93 π.μ. από τη μείωση των εισφορών των εργαζομένων.
Για οικογένειες με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο με μέσο μισθό, η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 2,38 π.μ. στο 33,2% έναντι μείωσης κατά 0,42 π.μ. στο 24,6% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα είχε στην κατηγορία αυτή το ένατο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ το 2020 είχε την έβδομη υψηλότερη επιβάρυνση.
Μεγαλύτερη μείωση του tax wedge στην κατηγορία αυτή είχαν η Χιλή (25,52 π.μ.) και η Τσεχία (5,04 π.μ.).
Ο Χρήστος Σταϊκούρας
“Οι προβλέψεις που ανακοίνωσε σήμερα ο ΟΟΣΑ για τη χώρα μας αποτελούν ακόμα ένα σήμα εμπιστοσύνης στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας”, αναφέρει σε δήλωσή του ο Υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας, προσθέτοντας ότι “με τις προβλέψεις αυτές, ο ΟΟΣΑ προστίθεται σε μια μακρά σειρά θεσμών, οίκων αξιολόγησης, τραπεζών και αναλυτών, που αναθεωρούν επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας”.
Αναλυτικά η δήλωση του κ. Σταϊκούρα:
“Οι προβλέψεις που ανακοίνωσε σήμερα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για τη χώρα μας αποτελούν ακόμα ένα σήμα εμπιστοσύνης στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Προοπτικές οι οποίες εμφανίζονται σημαντικά βελτιωμένες για τη φετινή χρονιά, σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του διεθνούς Οργανισμού, και ακόμα πιο δυναμικές για το 2022.
Ειδικότερα, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι το 2021 το ΑΕΠ στην Ελλάδα θα αυξηθεί κατά 3,8%, έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 3,4% και έναντι πρόβλεψης για μόλις 0,9% πριν από έξι μήνες.
Όσον αφορά στο 2022, προβλέπει ανάπτυξη ύψους 5%.
Με τις προβλέψεις αυτές, ο ΟΟΣΑ προστίθεται σε μια μακρά σειρά θεσμών, οίκων αξιολόγησης, τραπεζών και αναλυτών, που αναθεωρούν επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, συγκλίνουν στο ότι η Ελλάδα, μέσα στο 2022, θα υπερκαλύψει τις απώλειες που κατέγραψε, εξαιτίας της πρωτόγνωρης, παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, πέρυσι στο ΑΕΠ της.
Η έκθεση του διεθνούς Οργανισμού προβλέπει, επίσης, αποκλιμάκωση της ανεργίας, αύξηση των επενδύσεων και δημοσιονομική προσαρμογή μέσα από την ταχεία ανάκαμψη και ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας.
Επιπλέον, αναγνωρίζει την αποτελεσματικότητα των στοχευμένων μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έλαβε η Κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας και επιβεβαιώνει ότι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” περιλαμβάνει πολλά μέτρα που μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί αύξησης της παραγωγικότητας, ενίσχυσης της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος”.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις