Γ. Σταθάκης: Οι άξονες για την προστασία της πρώτης κατοικίας – Τι προτείνει για το στεγαστικό
Η λύση της δευτερογενούς αγοράς και το πρόγραμμα "Ηρακλής" παραμένουν προβληματικά, καθώς ωθούν το σύστημα στην εκποίηση και όχι στη ρύθμιση αναφέρει ο Γιώργος Σταθάκης με αιχμή το θέμα των πλειστηριασμών.
- 26 Φεβρουαρίου 2023 13:04
“Η γνώμη μου ήταν πάντα θετική υπέρ της «κακής τράπεζας» λόγω της απότομης και άμεσης λύσης του προβλήματος και λόγω των δοκιμασμένων τεχνικών διαχείρισης με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια” Αυτό αναφέρει σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντκακτών για χρόνια υπουργός των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Σταθάκης.
Ο πρώην υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας σημειώνει περιγράφει το όλο πλαίσιο διαχείρισης του θέματος των κόκκινων δανείων και της προστασίας της πρώτης κατοικίας. Δηλώνει, “λόγω των διαδοχικών κρίσεων, απόλυτα σίγουρος στην αναγκαιότητα ύπαρξης συστήματος προστασίας της πρώτης κατοικίας και φυσικά του εξωδικαστικού συμβιβασμού με σαφείς και απλούς κανόνες. Η λύση της δευτερογενούς αγοράς και το πρόγραμμα «Ηρακλής» παραμένουν προβληματικά, καθώς ωθούν το σύστημα στην εκποίηση και όχι στη ρύθμιση. Υπό σαφείς όρους όπου ενθαρρύνεται η ρύθμιση και η λύση της εκποίησης αφορά αποκλειστικά εταιρείες-ζόμπι μπορεί να λειτουργήσει, αλλά ως έχει σήμερα δεν μπορεί.”
Η ιστορία
Ο κ. Σταθάκης περιγράφει και το τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση για την προστασία των πολιτών από το θέμα των πλειστηριασμών.
“Εμείς το 2014 είχαμε τη θέση για μια «κακή τράπεζα», κρατική ή ημικρατική, και το πρώτο εξάμηνο του 2015 είχαμε κάνει στο υπουργείο Ανάπτυξης, σε συνεργασία με μια εταιρεία που έδρευε στο Λονδίνο με εμπειρία στο θέμα αυτό, μια σχετική μελέτη. Περιελάμβανε τη χαρτογράφηση των «κόκκινων» δανείων, το κόστος μεταφοράς και το θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης. Στις διαπραγματεύσεις του Αυγούστου οι θεσμοί δεν θεωρούσαν τη λύση αυτή βάση για συζήτηση.
Αντίθετα, πρότειναν μια ελεύθερη αγορά funds χωρίς περιορισμούς και έναν νέο πτωχευτικό κώδικα. Πρακτικά αυτό που επέλεξε να κάνει η Ν.Δ. μετά το 2020, την οποία με τη σειρά μας δεν θεωρούσαμε ως βάση για συζήτηση. Οπότε καταλήξαμε σε μια γενικόλογη διατύπωση για «μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τα “κόκκινα” δάνεια» και επανήλθαμε τον Σεπτέμβριο με τις προτάσεις μας.
Το φθινόπωρο του 2015 καταλήξαμε σε συμφωνία, αφού πετύχαμε να ικανοποιηθεί η δική μας επιμονή για τα στεγαστικά δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας και τα μικροεπιχειρηματικά δάνεια.
Η προστασία της πρώτης κατοικίας έγινε με νέο νόμο (ο νόμος Κατσέλη είχε λήξει στα τέλη του 2014) που προέβλεπε αντικειμενική αξία ακινήτου τις 240.000 ευρώ και εισόδημα νοικοκυριού από 36-42.000. Πρακτικά καλύφθηκε το 80% των ελληνικών νοικοκυριών. Η διάρκεια ήταν μέχρι τέλους του 2018. Και το 2019 επεκτάθηκε μέχρι τέλους του έτους. Συνολικά 200.000 νοικοκυριά εντάχθηκαν στους δύο νόμους (σε σύνολο 600.000 στεγαστικών δανείων) και περίπου τα δύο τρίτα δικαιώθηκαν στα δικαστήρια.
Στα μικροεπιχειρηματικά δάνεια ιδρύθηκε η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους ως διαχειριστής του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Μια επιχείρηση ή επαγγελματίας θα προσέφευγε με όλες τις κατηγορίες χρεών: Εφορία, ασφαλιστικός οργανισμός, τράπεζες. Στον νόμο προσέφυγαν περίπου 40.000 επιχειρήσεις και επαγγελματίες και ολοκληρώθηκαν δυστυχώς μικρός αριθμός υποθέσεων -περίπου 2.500 επί ΣΥΡΙΖΑ και 3.500 επί Ν.Δ.- καθώς υπήρξε απροθυμία των τραπεζών.
Η δευτερογενής αγορά ιδρύθηκε αποβλέποντας κατ’ ουσίαν κυρίως στα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια. Σε κάθε περίπτωση προβλέφθηκε ένα αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας αυτής της αγοράς. Η αδειοδότηση των εταιρειών και ο έλεγχος να γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, να εδρεύουν στην Ε.Ε. και για κάθε δάνειο προς πώληση να έχει ενημερωθεί ο δανειολήπτης 12 μήνες πριν και να έχει γίνει αποδέκτης από την τράπεζα πρότασης αναδιάρθρωσης του δανείου.
Τέλος, υπήρξε και ο κώδικας δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος που ολοκληρώθηκε την ίδια περίοδο και πρακτικά ωθούσε τις ίδιες τις τράπεζες να διαρθρώνουν τα δάνεια αναγνωρίζοντας τις «εύλογες δαπάνες διαβίωσης» σύμφωνα με την ετήσια αποτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ (1.750 ευρώ για τετραμελή οικογένεια). Αρα πάνω από το ποσό αυτό θα ήταν το διαθέσιμο εισόδημα για την αποπληρωμή του δανείου.
Συνεπώς η τελική συμφωνία κατοχύρωσε την προστασία της πρώτης κατοικίας, διέθεσε όλα τα εργαλεία για την αναδιάρθρωση των δανείων από τις ίδιες τις τράπεζες και τον εξωδικαστικό μηχανισμό και ίδρυσε μεν τη δευτερογενή αγορά, αλλά με περιορισμούς.”
Οι τράπεζες
“Οι τράπεζες δεν αξιοποίησαν αυτό το φάσμα εργαλείων. Η πώληση των δανείων έγινε μαζικά μετά το 2020 με κυβερνητική βούλα και με την παράκαμψη της νομοθεσίας του 2015. Το πρόγραμμα «Ηρακλής» προσέφερε δημόσιες εγγυήσεις στην πώληση δανείων όχι με τον νόμο του 2015, αλλά με τον νόμο του 2003 ο οποίος δεν είχε κανέναν περιορισμό. Μόνο που αυτό ήταν νομικό άλμα στο κενό, το οποίο οδήγησε στις δικαστικές περιπέτειες του τελευταίου χρόνου και στην απόφαση του Αρείου Πάγου, προβληματική κατά τη γνώμη μου” συμπληρώνει ο κ. Σταθάκης και αναφέρεται παράλληλα και στην ανάγκη για λύσεις στο στεγαστικό θέμα.
Στεγαστική πολιτική
“Η στεγαστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ όπως ξέρετε περιορίστηκε στην επιδότηση του ενοικίου πολλών κατηγοριών νοικοκυριών που βρίσκονταν υπό μεγάλη πίεση. Το μέτρο ήταν αναμφίβολα θετικό και αναγκαίο, καθώς το ενοίκιο αποτελούσε ένα από τα βασικότερα στοιχεία των νοικοκυριών που ήταν στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας. Υπενθυμίζω ότι το 2015 αυτά τα νοικοκυριά ήταν 4 στα 10 και χωρίς ένα ισχυρό κοινωνικό πακέτο άμεσων μέτρων δεν υπήρχε δυνατότητα αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας. Εντούτοις τότε δεν τέθηκε το θέμα της μακροχρόνιας αντιμετώπισης της στεγαστικής κρίσης, το οποίο απαιτεί μια πολύ πιο σύνθετη πολιτική και το οποίο σήμερα εκ των πραγμάτων έχει απόλυτη προτεραιότητα.”
“Η γενική αρχή είναι ότι η αναδιάρθρωση των δανείων είναι καλύτερη λύση έναντι της εκποίησης. Η αρχή αυτή είναι πρωταρχική και καθολική για την κατοικία λόγω της κοινωνικής διάστασης και είναι καθοριστική για την εκτεταμένη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα λόγω και των ισχυρών επιπτώσεων στην απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Είναι ακόμα ισχυρή και στη μεγάλη επιχειρηματικότητα λόγω των οικονομικών επιπτώσεων. Συνεπώς η πολιτική διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους καλείται να εξισορροπήσει αυτή την αρχή με την αναγκαιότητα λειτουργίας των τραπεζών χωρίς «κόκκινα δάνεια», που επηρεάζουν τη χρηματοδότηση στην οικονομία, και φυσικά χωρίς τη συντήρηση εταιρειών-ζόμπι χωρίς προοπτική επιβίωσης, που επιβαρύνουν την οικονομία.
Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις