Γιάννης Τσιφόρος: Θετική, αλλά με ελλείψεις η Έκθεση Πισσαρίδη για τον αγροδιατροφικό τομέα
Ο Γιάννης Τσιφόρος, στέλεχος της "Γαία Επιχειρείν" γράφει για την Έκθεση Πισσαρίδη και τις προτάσεις που αφορούν στον αγροδιατροφικό τομέα.
- 14 Δεκεμβρίου 2020 08:39
Διαβάζοντας την Έκθεση Πισσαρίδη δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον κεντρικό στόχο της έκθεσης για την ελληνική οικονομία στην επόμενη δεκαετία, που είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σε θετική κατεύθυνση άλλωστε κινούνται και ορισμένοι επιμέρους στόχοι, όπως η αύξηση των πάγιων επενδύσεων, η αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη, η σταδιακή αύξηση των εξαγωγών, η ενδυνάμωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας από τους νέους και τις γυναίκες και η προσέλκυση ανθρώπινου κεφαλαίου.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει για τη γεωργία είναι με ποιο τρόπο (και μέσα) θα συγκλίνουν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ορισμένα βασικά οικονομικά μεγέθη, όπως είναι η αξία της γεωργικής παραγωγής και το γεωργικό εισόδημα, που βρίσκονται σε μεγάλη απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ. Να υπενθυμίσουμε ότι στην Ελλάδα ο δείκτης ακαθάριστης αξίας του γεωργικού κλάδου (Δείκτης 2010=100) βρίσκεται το 2019 σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο (109,0) από τον αντίστοιχο της ΕΕ-28 (120,6) από τον οποίο υπολείπεται κατά 11,6 μονάδες. Στο επίπεδο εξάλλου του “Δείκτη Α” της Eurostat, που αποτιμά το γεωργικό εισόδημα σε πραγματικές τιμές και όρους πλήρους απασχόλησης, το γεωργικό εισόδημα στην Ελλάδα, αν και βελτιώθηκε αισθητά το 2019 (106,7 μονάδες), εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου στην ΕΕ-28 (128,7 μονάδες).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πάντως δεν φαίνεται αισιόδοξη, μια και σύμφωνα με την τελευταία μεσοπρόθεσμη έκθεσή της (European Commission, EU Agricultural Outlook for market and Income 2019-2030, December 2019), το γεωργικό εισόδημα στην ΕΕ, σε πραγματικούς όρους, με βάση το σχετικό δείκτη (2017-2019=100) από 105 μονάδες το 2020 προβλέπεται να μειωθεί το 2030 σε 82,6 μονάδες. Με αυτή την εκτίμηση, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί άνοδο του γεωργικού εισοδήματος της χώρας με ρυθμό ταχύτερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ώστε να επιτευχθεί η σύγκλιση. Το αντίθετο, η μεγαλύτερη εξάρτηση του γεωργικού εισοδήματος της χώρας από τις επιδοτήσεις και η αρνητική επίδραση της μείωσης των ενισχύσεων της νέας ΚΑΠ στην ελληνική γεωργία (-12% σε σταθερές τιμές), το πιθανότερο είναι να οδηγήσουν στη διατήρηση της απόκλισης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χωρίς να αποκλείεται η περαιτέρω διεύρυνσή της.
Στα μεγέθη της απασχόλησης και της προστιθέμενης αξίας τα στοιχεία της Έκθεσης Πισσαρίδη αναφέρονται ενιαία στον πρωτογενή τομέα και στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών στο διάστημα της περιόδου 2009-2019, χωρίς ανάλυση των επιμέρους μεταβολών, που παρουσιάζουν εντελώς διαφορετική εξέλιξη. Σημειώνεται ότι η απασχόληση στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών παρουσίασε ιδιαίτερα σημαντική άνοδο (+29%) στο διάστημα της 5ετίας 2014-2018 (στοιχεία Eurostat, Annual statistics for industry, 2020), ενώ αντίθετα, στον πρωτογενή τομέα οι απασχολούμενοι, σε όρους ετήσιας ισοδύναμης απασχόλησης, παρουσίασαν μείωση (-2,2%) στο ίδιο διάστημα (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Το 2019 εξάλλου σημειώθηκε νέα μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα ως προς το προηγούμενο έτος (-3,4%), με αποτέλεσμα την απώλεια 12.000 θέσεων εργασίας στο διάστημα της τελευταίας πενταετίας (2015-2019). Δυσμενέστερη ήταν η εξέλιξη στη γεωργία σε όρους Ετήσιων Μονάδων Εργασίας (ΕΜΕ) πλήρους απασχόλησης, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση στο διάστημα της 5ετίας 2014-2018 (-7,2%) που συνεχίστηκε το 2019, με συνέπεια την απώλεια 39.500 ΕΜΕ στο διάστημα της τελευταίας πενταετίας (στοιχεία Eurostat, Agricultural labour input statistics, 2020). Πρόκειται προφανώς για εξαιρετικά δυσμενείς εξελίξεις που προκαλούν προβληματισμό και φυσικά απέχουν από την εκτίμηση της Έκθεσης Πισσαρίδη περί “ανθεκτικότητας” του αγροτικού τομέα στην απασχόληση. Σημαντικές αποκλίσεις όμως σημειώνονται και στην προστιθέμενη αξία, με τη σημαντική άνοδό της στη βιομηχανία τροφίμων και ποτών στην 5ετία 2014-2018 (+10%), έναντι της πολύ μικρότερης αύξησης (+3,5%) στον πρωτογενή τομέα (στοιχεία Eurostat, Gross value added by industry, 2020). Φαίνεται συνεπώς ότι ο πρωτογενής τομέας και η γεωργία ειδικότερα, παρά τη μεγαλύτερη συνεισφορά τους σε όρους όγκου απασχόλησης και προστιθέμενης αξίας, αποτελούν το πιο αδύναμο μέρος, και η μη αποτίμηση των μεταβολών τους, προκειμένου να εκτιμηθεί η επίδρασή τους στις αναπτυξιακές δυνατότητες της αγροδιατροφής, συνιστά έλλειμμα.
Τα στοιχεία της Έκθεσης Πισσαρίδη στο εξωτερικό εμπόριο του τομέα της αγροδιατροφής παρουσιάζουν χρονική υστέρηση (στοιχεία 2017), ενώ χαρακτηρίζουν ως ελλειμματικό το εμπορικό ισοζύγιο του τομέα. Σύμφωνα πάντως με νεότερες εκτιμήσεις (στοιχεία ΚΕΠΕ, Εξωτερικό Εμπόριο Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων, Περιοδικό Οικονομικές Εξελίξεις, τ.42, Ιούνιος 2020) οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων της χώρας, αν και παρουσίασαν μικρή άνοδο το 2019 (+1%), ανήλθαν σε 6,56 δισ. ευρώ, μέγεθος που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ δεκαετίας. Με βάση εξάλλου πρόσφατες εκτιμήσεις του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ, Αύγουστος 2020) οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (τρόφιμα, ποτά και καπνός, έλαια και λίπη) στο 1ο εξάμηνο του 2020 σημείωσαν σημαντική άνοδο ως προς το αντίστοιχο διάστημα του 2019 (+11,7%) ανερχόμενες σε 3.238 εκατ. ευρώ, μέγεθος μεγαλύτερο των εισαγωγών (3.097 εκατ. ευρώ), με αποτέλεσμα για πρώτη φορά επί σειρά ετών το εμπορικό ισοζύγιο του αγροτικού τομέα να αποκτήσει θετικό πρόσημο (+141 εκατ. ευρώ).
Από την άλλη πλευρά, το εξωτερικό εμπόριο της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών είναι ελλειμματικό, μια και η αξία εισαγωγών (4.628 εκατ. ευρώ το 2018) υπερβαίνει εκείνη των εξαγωγών (3.341 εκατ. ευρώ) με αποτέλεσμα το έλλειμμα (-1.287 εκατ. ευρώ), αν και μειώθηκε σημαντικά ως προς το προηγούμενο έτος (-24,7%), να εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό (στοιχεία ΙΟΒΕ, Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών 2019, Μαίος 2020). Φαίνεται συνεπώς ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της αγροδιατροφής προέρχεται από τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών, μια και ο αγροτικός τομέας έχει ήδη αποκτήσει θετικό πρόσημο.
Στις διαρθρωτικές αδυναμίες και ειδικότερα στην αναποτελεσματική οργάνωση, διατυπώνεται στην Έκθεση Πισσαρίδη η άποψη ότι “οι συνεταιρισμοί στην Ελλάδα δεν αποτέλεσαν ενώσεις παραγωγών επιχειρηματικού χαρακτήρα, αλλά μηχανισμούς διανομής εθνικών και κοινοτικών πόρων και εργαλεία άσκησης πολιτικής πίεσης”. Πρόκειται για παρωχημένη άποψη που δεν αξίζει κριτικής μια και δεν αναφέρεται σε κάποια επιστημονική τεκμηρίωση. Υπάρχει πάντως εκτεταμένη βιβλιογραφία με πολυάριθμες αναφορές και αναλύσεις μελετητών, θεωρητικών του συνεργατισμού, έγκριτων νομικών και άλλων που έχουν επισημάνει τα αίτια της κρίσης που αντιμετώπισαν στο παρελθόν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί. Συνιστάται ειδικότερα το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Παπαγεωργίου, στο οποίο καταγράφονται αναλυτικά οι εξελίξεις και οι επιπτώσεις των κρατικών παρεμβάσεων στους συνεταιρισμούς, με την απαιτούμενη επιστημονική – και κυρίως αντικειμενική ενημέρωση.
Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι σήμερα καταγράφεται ένας σημαντικός αριθμός αγροτικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων, με διεύρυνση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, που διαθέτουν συγκροτημένο management, αξιόλογο κύκλο εργασιών με κερδοφόρες χρήσεις, δυναμική παρέμβαση στην αγορά και εξωστρεφή προσανατολισμό. Να σημειωθεί ότι μεταξύ των 800 συνεταιριστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν σήμερα στη χώρα, οι 200 μεγαλύτερες πραγματοποιούν κύκλο εργασιών που υπερέβη το 2018 το ύψος των 900 εκατ. ευρώ (στοιχεία Gaia-Επιχειρείν, 2020). Ξεχωρίζουν ο Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός-ΠΙΝΔΟΣ στα Ιωάννινα, με κύκλο εργασιών 250 εκατ. ευρώ, η Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδος-ΣΕΚΕ ΑΕ στην Ξάνθη (75 εκατ. ευρώ), ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Βέροιας “VENUS GROWERS” (61,7 εκατ. ευρώ) και σειρά πολλών άλλων επιχειρήσεων με μικρότερο κύκλο εργασιών.
Επιπλέον, το 2018 αναγνωρίστηκε ένας σημαντικός αριθμός Οργανώσεων Παραγωγών (190 περιπτώσεις) η στήριξη της λειτουργίας των οποίων πραγματοποιήθηκε το 2019 στο πλαίσιο ειδικού μέτρου του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020 με την έγκριση χρηματοδότησης των 5ετών επιχειρηματικών τους σχεδίων σε ένα ευρύ πεδίο τομέων, όπως τα φρούτα και λαχανικά (19% του συνόλου των ΟΠ), το αιγοπρόβειο και αγελαδινό γάλα (17,9% και 14,7% αντίστοιχα), το βαμβάκι (9,5%), το ρύζι (6,8%), τα σιτηρά (6,3%) και άλλοι.
Επισημαίνεται πάντως ότι οι προτάσεις πολιτικής που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Πισσαρίδη (μεγέθυνση και εκσυγχρονισμός των εκμεταλλεύσεων, κατάρτιση ανθρώπινου δυναμικού, ενίσχυση της συνεργασίας με πανεπιστήμια και την ερευνητική κοινότητα, αύξηση της προστιθέμενης αξίας του αγροδιατροφικού τομέα και καλύτερη διασύνδεσή του με τον τουρισμό) θεωρούνται θετικές και μπορούν να συμβάλλουν, με την εφαρμογή σχεδίου επιχειρησιακού χαρακτήρα, στη βελτίωση των επιδόσεών του. Ξεχωριστή σημασία όμως αποκτά η πρόταση μεγέθυνσης των εκμεταλλεύσεων που όπως σημειώνεται στην Έκθεση μπορεί να πραγματοποιηθεί με χορήγηση ενισχυμένων οικονομικών κινήτρων για συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα (επιχειρηματικές ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμοί).
Η πρόταση αυτή, εκτιμώντας ότι η συμβολή των συνεταιρισμών και των οργανώσεων παραγωγών συνδέεται στενά με τη σταθερότητα στην αγορά, με τη μείωση του κόστους παραγωγής, με τη δημιουργία οικονομίας κλίμακας και με τη διαμόρφωση καλύτερων τιμών για τους παραγωγούς, αποτελεί ίσως την πλέον κρίσιμη μεταρρύθμιση για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας, αλλά και για τη βελτίωση του εισοδήματος των παραγωγών. Η υλοποίησή της εξάλλου θεωρείται επωφελής για τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών, μια και η ενίσχυση των συναλλαγών της με συνεργατικά σχήματα περιορίζει την εξάρτησή της από εισαγωγές, μειώνει το κόστος συγκομιδής σε σχέση με εκείνο των μεμονωμένων παραγωγών, περιορίζει τη δαπάνη μεσολάβησης ενδιάμεσων εμπόρων, διευκολύνει τον έλεγχο της ποιότητας των προϊόντων και βελτιώνει τη διείσδυσή τους στις αγορές. Διαφορετικά, οι αναπτυξιακές δυνατότητες της αγροδιατροφής, με μειωμένο γεωργικό εισόδημα και την επακόλουθη έξοδο σημαντικού μέρους των παραγωγών από τη γεωργική δραστηριότητα, παραμένουν, αντικειμενικά, περιορισμένες.
*Ο Γιάννης Τσιφόρος, είναι στέλεχος της “Γαία Επιχειρείν”