Γιατί δεν βλέπουμε “φως” παρά τις όποιες αυξήσεις μισθών
Διαβάζεται σε 5'Η Ευγενία Φωτονιάτα αναλύει στο NEWS 24/7 τα οικονομικά αδιέξοδα που βιώνουμε μετά την πρόσφατη κρίση και τις επιπτώσεις της που δεν έχουν ακόμα αποκατασταθεί.
- 12 Νοεμβρίου 2024 13:47
Η Συντονίστρια του Κύκλου Οικονομικής & Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ Ευγενία Φωτονιάτα, μιλά στο NEWS 24/7 για την ελληνική οικονομία και της προοπτικές της, ενόψει του επερχόμενου συνεδρίου που διοργανώνει το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών «1974 – 2024: H εποχή της δημοκρατίας & το μέλλον της» (15 & 16 Νοεμβρίου, κτίριο ΕΣΗΕΑ – Ακαδημίας, 20 Αθήνα).
Πως βλέπετε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και ποιες πιστεύετε ότι είναι οι προοπτικές για το μέλλον;
Η θετική πλευρά είναι πως η ελληνική οικονομία κατάφερε να βγει από τη σοβαρή κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και να μπει σε τροχιά οικονομικής ανάκαμψης, με ταχύτερο ρυθμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το 2023, για παράδειγμα, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ ήταν 2,3% ενώ στην Ευρωζώνη περιορίστηκε σε 0,4%. Η αρνητική πλευρά είναι πως οι οικονομικές απώλειες που προκάλεσε η πρόσφατη κρίση δεν έχουν ακόμα αποκατασταθεί και η Ελλάδα είναι από τις φτωχότερες χώρες στην Ευρώπη. Για την ακρίβεια, έχει το χαμηλότερο κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Ευρωζώνη και το δεύτερο χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μετά τη Βουλγαρία).
Συνεπώς, ακόμα κι αν διατηρηθούν οι σχετικά υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης, θα χρειαστούν πολλά χρόνια μέχρι να επιστρέψει η Ελλάδα σε συγκρίσιμα επίπεδα εισοδήματος με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Πιστεύω ότι ένα από τα κρίσιμα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι η δομή της και συγκεκριμένα η σύνθεση του ΑΕΠ. Έχουμε το υψηλότερο μερίδιο κατανάλωσης, περίπου 88%, και το χαμηλότερο μερίδιο επένδυσης, περίπου 14%, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν οι αντίστοιχοι μέσοι όροι είναι κοντά στο 68% και 22%.
Θα έλεγα ότι ένα ζητούμενο της οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι η προσέγγιση του μέσου ευρωπαϊκού όρου στη σύνθεση του ΑΕΠ. Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνει με τους όρους του παρελθόντος, όπως οι μαζικές επενδύσεις σε ακίνητα, αλλά με παραγωγικές επενδύσεις που αφενός δημιουργούν θέσεις εργασίας και αφετέρου βελτιώνουν τη μακροχρόνια δυναμικότητα της ελληνικής οικονομίας με βιώσιμο τρόπο. Παρότι η χώρα μας έχει στη διάθεσή της τα εργαλεία για να προχωρήσει σε ένα τέτοιο εγχείρημα, όπως το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν τα αξιοποιεί στον βαθμό που θα έπρεπε.
Ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά, ωστόσο παραμένει υψηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Θεωρείτε πως εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα;
Πράγματι, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που καταγράφουν υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού από τον μέσο όρο. Ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο ήταν 3,2% έναντι 2% στην Ευρωζώνη ενώ στις τιμές των τροφίμων (Σεπτέμβριος) ήταν 3,2% αλλά στην Ευρωζώνη 1,4%. Παρότι ο πληθωρισμός έχει ιδιαίτερα ευνοϊκή επίδραση στα δημοσιονομικά μεγέθη, όπως είδαμε άλλωστε στη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, προκαλεί σοβαρές απώλειες στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Αν και ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τα διψήφια ποσοστά που είχαμε πριν δυο χρόνια, η μείωσή του δεν σημαίνει, φυσικά, μείωση των τιμών. Αν δει κανείς τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ θα διαπιστώσει ότι από το 2020 ο δείκτης μισθολογικού κόστους έχει αυξηθεί 9% ενώ ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει αυξηθεί 18%. Με απλά λόγια, οι μισθολογικές αυξήσεις καλύπτουν μόνο τη μισή απόσταση από τις αυξήσεις των τιμών, αυξάνοντας σημαντικά το πραγματικό κόστος διαβίωσης των μισθωτών.
Αυτή η συσσωρευμένη απώλεια αγοραστικής δύναμης δεν θα διορθωθεί αυτόματα.
Η πρόσφατη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στη προεδρία των ΗΠΑ αναμένεται να έχει οικονομικές συνέπειες για την Ευρώπη και την Ελλάδα;
Οι οικονομικές ανησυχίες για την πολιτική που θα εφαρμόσει ο Τραμπ εστιάζουν κυρίως σε δυο σημεία, στους δασμούς και στην άμυνα. Η αύξηση των δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγουν οι ΗΠΑ αναμένεται να πλήξει ιδιαίτερα τις χώρες που έχουν ανεπτυγμένη βιομηχανία και ειδικότερα αυτοκινητοβιομηχανία, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία.
Από αυτό η Ελλάδα δεν θα πληγεί άμεσα αλλά μόνο έμμεσα, στον βαθμό που η οικονομική επιβράδυνση των άλλων χωρών περιορίσει τις δικές τους αγορές ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών.
Η άμυνα, από την άλλη πλευρά, δεν είναι οικονομικό ζήτημα αλλά μπορεί να έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες. Αν οι ευρωπαϊκές χώρες αναγκαστούν να αναλάβουν οι ίδιες μεγαλύτερο μέρος της γεωπολιτικής τους ασφάλειας, θα απαιτηθεί αύξηση των αμυντικών δαπανών. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να ενισχύσει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία αλλά με υψηλό δημοσιονομικό κόστος και χαμηλή πολλαπλασιαστική επίπτωση.
Ειδικά για την Ελλάδα, που δεν έχει αμυντική βιομηχανία, απομένει μόνο η δημοσιονομική επιβάρυνση από την αύξηση των αμυντικών δαπανών, που είναι ήδη από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.