Γιατί ο Fitch αναβάθμισε την Ελλάδα – Τι αναφέρει στην αιτιολογική του έκθεση
Αναβάθμιση έκπληξη της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης Fitch. Πώς την αιτιολόγησε, δίνοντας ξανά την υψηλότερη βαθμολογία στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε σχέση με τους άλλους οίκους.
- 25 Ιανουαρίου 2020 07:46
Την πολιτική σταθερότητα αλλά και την στόχευση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη στις μειώσεις φόρων, τις αποκρατικοποιήσεις που συνέτειναν στην αύξηση της εμπιστοσύνης και την υπέρβαση των μακροοικονομικών προβλέψεων, “απολαμβάνει” η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Fitch. Ο τελευταίος προχώρησε το βράδυ της Παρασκευής σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας κατά μια βαθμίδα στη ΒΒ από ΒΒ-, αναβαθμίζοντας και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας από σταθερή σε θετική.
Με την αναβάθμιση η Fitch δίνει ξανά την υψηλότερη βαθμολογία στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδα από όλους τους οίκους αξιολόγησης.
Συγκεκριμένα αιτιολογώντας την αναβάθμιση ο οίκος τόνιζε ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους βελτιώνεται λόγω της συνεχιζόμενης υπεραπόδοσης των προϋπολογισμών αλλά και της επιταχυνόμενης ανάκαμψης της οικονομίας που εκτιμά ότι θα φτάσει στο 2,2% του ΑΕΠ το 2019 (από 1,8% του υπολογίζονταν) και 2,5% του ΑΕΠ για φέτος.
Ο οίκος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να φθάσει στο 4% του ΑΕΠ για το 2019, δηλαδή υψηλότερα από τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Θα είναι η τέταρτη διαδοχική χρονιά που η Ελλάδα ξεπερνά τον στόχο που της έχει τεθεί από τους Ευρωπαίους πιστωτές της.
Υποστήριξη για μείωση των πλεονασμάτων
Στην αιτιολογική του έκθεση ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα υποχωρήσει στο 3,5% και 2,5% του ΑΕΠ για τα έτη 2020 και 2021 αντίστοιχα. Σημειώνει ότι η κυβέρνηση έχει την πρόθεση να επαναδιαπραγματευτεί τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2021 και μετά και τονίζει ότι μια μείωση αυτού του στόχου κατά 1% του ΑΕΠ θα ήταν σημαντικός παράγοντας στήριξης της οικονομίας.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί σταθερά από το ιστορικό υψηλό του 181,2% του ΑΕΠ το 2018 στο 161% μέχρι το 2021. Αν και το απόθεμα του δημόσιου χρέους θα παραμείνει υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο, υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που στηρίζουν ότι αυτό θα διατηρηθεί σε βιώσιμη πορεία.
Ο ευνοϊκός χαρακτήρας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό. Το 94% του χρέους της γενικής κυβέρνησης έχει σταθερά επιτόκια, γεγονός που υποδηλώνει χαμηλή ευαισθησία στις διακυμάνσεις των επιτοκίων, ενώ η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους (21 έτη) είναι από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών που εξετάζει ο οίκος Fitch. Οι πληρωμές τόκων στα έσοδα κατά 6,2% είναι αρκετά χαμηλότερες από τους κανόνες που ισχύουν για τις χώρες που λαμβάνουν αξιολόγηση «ΒΒ» και «ΒΒΒ» (7,8 και 7,1% αντίστοιχα).
Το ονομαστικό πραγματικό επιτόκιο του χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων ομολόγων της ευρωζώνης. Επιπλέον, η Ελλάδα ενίσχυσε περαιτέρω την παρουσία της στις διεθνείς κεφαλαιαγορές το 2019 και αυτό στηρίζει την ευελιξία της δημοσιονομικής χρηματοδότησής της.
Η πορεία της οικονομίας και των τραπεζών
Όπως τονίζεται “η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και το 2019, με τη ενίσχυση του ΑΕΠ να φθάνει στο 2,2% από 1,9% που ήταν το 2018 και μάλιστα εν τω μέσω ενός δύσκολου εξωτερικού περιβάλλοντος. Ο τομέας των εξαγωγών αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανθεκτικός.
Οι δείκτες εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων έχουν ενισχυθεί σε ιστορικά υψηλά, ενώ υπήρξε πλήρης άρση των κεφαλαιακών ελέγχων τον Σεπτέμβριο 2019.
Θεωρούμε ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα ενισχυθεί κατά 2,5% τόσο το 2020 όσο και το 2021.Η ανεκμετάλλευτη επενδυτική ζήτηση, η μείωση του ποσοστού ανεργίας, η σταδιακή μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μπορούν να στηρίξουν περαιτέρω και την εγχώρια ζήτηση.
Οι προοπτικές για μεσοπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ εξαρτώνται από την ανάκαμψη των ακαθάριστων επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου, η οποία παραμένει κατά 62% χαμηλότερη από το επίπεδο του 2008 και είναι η χαμηλότερη μεταξύ όλων των κρατών μελών της ΕΕ (σε σχέση με το ΑΕΠ). Η τρέχουσα επενδυτική τάση παραμένει ασθενής. Ο σχηματισμός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 2% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2009. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η μεσοπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη θα κυμανθεί μεταξύ 0,6% και 2%, ενώ η εκτίμηση του ΔΝΤ είναι 0,9%.
Στο μεσοπρόθεσμο υπολογισμό της δυναμικής του χρέους χρησιμοποιούμε την υπόθεση ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σταδιακά θα επιβραδυνθεί στα 1,2% μέχρι το 2027. Η ποιότητα του ενεργητικού στον τραπεζικό τομέα συνεχίζει να βελτιώνεται”.