Η αναγκαιότητα δημιουργίας δομών στήριξης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων
Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν έγκειται στην ύπαρξη πολλών ΜΜΕ (που απασχολούν μέχρι 250 εργαζομένους), καθώς σε όλες σχεδόν τις χώρες οι επιχειρήσεις αυτού του μεγέθους συνιστούν πάνω από 95% (μ.ό ΟΟΣΑ 99,7%) του συνόλου των επιχειρήσεων
- 26 Απριλίου 2018 07:10
*Του Λόη Λαμπριανίδη
Το “πρόβλημα” στην Ελλάδα εντοπίζεται στο πολύ υψηλό ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων μέχρι 9 απασχολούμενους). Σε σχέση μάλιστα με τις χώρες του ΟΟΣΑ με τις οποίες συγκρινόμαστε, παρατηρείται μία υπεραντιπροσώπευση των π.μ.ε. (96,4% έναντι 90,4%). Αντίθετα, στις επιχειρήσεις όλων των επόμενων κατηγοριών με βάση τον αριθμό των εργαζομένων η χώρα μας βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ και μάλιστα με ολοένα και δυσμενέστερη σχέση (Πίνακας).
Το πολύ μικρό μέγεθος που κατά μέσο όρο μάλιστα, αδυνατεί να μετασχηματισθεί σε κάτι μεγαλύτερο, αποτελεί αυτοτελή αιτία δυσλειτουργιών, καθώς οδηγεί σε δυσκολίες χρηματοδότησης, αδυναμίες διαφήμισης, μάνατζμεντ, προώθησης πωλήσεων, ιδίως δε εξαγωγών, εργασιακής πολιτικής, ερευνητικής δραστηριότητας. Ποιες, όμως, είναι οι αιτίες της υπερβολικής εκπροσώπησης της πολύ μικρής επιχειρηματικότητας;
1ον Βασική αιτία συνιστά η απουσία κοινωνικού κεφαλαίου, αφού η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης. Η απουσία εμπιστοσύνης δυσχεραίνει τη συνεργασία και τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, τα συναλλακτικά κόστη εκτοξεύονται και τελικά όλοι αρκούνται στη μίζερη πραγματικότητα του ελάχιστου επιχειρηματικού μεγέθους και των χαμηλών πτήσεων.
2ον Ακόμη, όμως, και σε κοινωνίες με παρεμφερές κοινωνικό κεφάλαιο, μία μικρή επιχείρηση, αναπτύσσεται πολύ δυσκολότερα σε χώρες με χαμηλή θέση στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας, όπως η Ελλάδα, καθώς βρίσκεται μακρύτερα από την παραγωγική και καινοτομική πρωτοπορία, δεν επωφελείται από τη διάχυτη στη χώρα γνώση, όπως στις χώρες με υψηλή σχετική θέση, αλλά υποχρεώνεται να ανταγωνίζεται χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις σε έναν μάλλον αδιέξοδο αγώνα.
3ον Τέλος, σημαντική συμβολή έχει το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο δηλαδή οι πολιτικές του κράτους, του κομματικού συστήματος και των πάσης φύσης φορέων εκπροσώπησης της επιχειρηματικότητας, ανάλογα με το εάν οι παραπάνω φορείς έχουν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και έχουν προχωρήσει σε σχεδιασμούς για την αντιμετώπισή του. Στην Ελλάδα, το κράτος πρόσφατα κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση (π.χ. τα κίνητρα συγχώνευσης και συνεργασιών – clusters και η μείωση του κατώτατου ορίου της απαιτούμενης επένδυσης, παρέχοντας δυνατότητα ένταξης και πολύ μικρών επιχειρήσεων του Αναπτυξιακού Νόμου), ενώ ελάχιστα γίνονται από την πλευρά του φορέων επιχειρηματικότητας.
Βέβαια, μία άλλη όψη της πραγματικότητας της πολύ μικρής ελληνικής επιχειρηματικότητας συμπεριλαμβάνει τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες (νομικούς, μηχανικούς, οικονομολόγους, γιατρούς κ.ά), αλλά και τεχνίτες (υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, ταξιτζήδες κ.ά.). Συνδυασμένα οι δύο κατηγορίες (μικροεπιχειρηματίες και αυτοαπασχολούμενοι) αποτέλεσαν τον κύριο κορμό της μεσαίας τάξης, καθοριστικό κρίκο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και συνετέλεσαν στην κοινωνική ειρήνη που επικράτησε σε γενικές γραμμές τα μεταπολεμικά και ιδίως τα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Οι θεσμοί στα 8 χρόνια της κρίσης, στοχεύοντας στη μέσω της αύξησης του ανταγωνισμού αύξηση του μεγέθους και της στενά συνδεόμενης με αυτό παραγωγικότητας της οικονομίας, πίεσαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν την απορρύθμιση των διάφορων αγορών όπου ανθούσε η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Δεν δόθηκε όμως σημασία στις συνέπειες της ισχυρής συγκέντρωσης ιδιοκτησίας και ελέγχου σε λίγες μεγάλες εταιρίες – πολύ συχνά υπό ξένο έλεγχο- που ολιγοπωλώντας τις αγορές, διατηρούν τις τιμές σε τεχνικά υψηλά επίπεδα, καταστρέφουν τον υγιή ανταγωνισμό, αφαιρούν ένα μέρος του πλεονάσματος μεταφέροντας το εκτός χώρας.
Έτσι την παλιά ταξική δομή με τη μικρομεσαία λαοθάλασσα τείνει να αντικαταστήσει μία νέα όπου τις δύο ακραίες τάξεις των πλούσιων και των φτωχών δεν γεφυρώνει μία αριθμητικά αξιόλογη μέση τάξη. Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχουν πια ανησυχητικές ενδείξεις λόγω της δημιουργίας μίας τάξης εξαιρετικά πλουσίων ανθρώπων που κατέχει μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του παγκόσμιου πλούτου (το 1% πληθυσμού το 2017 κατείχε το 50,1% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το 2008 το 42,5%). Τούτο συνεπάγεται τεράστια οικονομική αλλά και πολιτική δύναμη, όπως έδειξε χαρακτηριστικά η πρόσφατη περίπτωση της χειραγώγησης εκλογικών αποτελεσμάτων μεγάλων χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία) από τη Facebook.
Η λύση έγκειται στην αύξηση του επιχειρηματικού μεγέθους, με παράλληλη αποφυγή της ολιγοπωλιακής εκμετάλλευσης και της διαφυγής των κερδών στο εξωτερικό. Προς τούτο υπάρχουν δύο δυνατές, αλλά όχι αμοιβαία αποκλειόμενες, επιλογές:
– η πρώτη σχετίζεται με την οργανωμένη διαδικασία επαγγελματικής-επιχειρηματικής συνεργασίας, με χρήση της κάθε φορά κατάλληλης εταιρικής μορφής: συνεταιριστικής, συμπράξεων –συνεργειών, καθώς υφίσταται δυνητικά τεράστιο πεδίο συνεργασιών, ίσως δε και να συμβάλει αποφασιστικά στην επέκταση αυτού που θα ονομάζαμε οικονομική δημοκρατία, ώστε να ενισχυθεί η επαπειλούμενη σήμερα πολιτική δημοκρατική τάξη.
– η δεύτερη είναι η βελτίωση των πάσης φύσης ρυθμιστικών-ελεγκτικών αρχών ώστε να περιορίζονται ή αποφεύγονται οι καταστάσεις εκμετάλλευσης. Δυστυχώς η ελληνική πραγματικότητα, αλλά και η διεθνής εμπειρία, πιστοποιεί ότι τούτο μόνο μερικά αποδίδει, καθώς εμφανίζονται φαινόμενα «αιχμαλώτισης» των ρυθμιστικών αρχών από μέρους των εποπτευομένων, ή «περιστρεφόμενες πόρτες» για τα στελέχη των επιχειρήσεων και των ρυθμιστικών οργάνων.
Η επιλογή έχει και μία σαφή ιδεολογικο-πολιτική διάσταση. Εάν στο πρόβλημα του μικρού επιχειρηματικού μεγέθους απαντήσουμε με συνεργασία, εκκινούμε από την πίστη στην ‘’συνεργατική’’ και επιδεχόμενη διαρκούς βελτίωσης ανθρώπινη φύση, ενώ μέσω της συνεργασίας αντιμετωπίζεται και το πρόβλημα της ανισότητας και της υπερσυγκέντρωσης του πλούτου. Αντίθετα, η (νεο-)φιλελεύθερη επιλογή, περισσότερο ατομικιστική (‘’χομπσιανή’’), στηρίζεται στην καχυποψία απέναντι στην ανθρώπινη συνεργασία. Μέσω της θεωρίας περί της σταδιακής και αυτόματης διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω, είτε δεν αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα τη συγκέντρωση, είτε τη θεωρούν τεχνικό θέμα που αντιμετωπίζεται μέσα από τη θεσμοθέτηση ρυθμιστικών–ελεγκτικών αρχών.
Σε κάθε περίπτωση, σημαντική παράμετρο της αντιμετώπισης του προβλήματος αποτελεί η δημιουργία δομών για την υποστήριξη των ΜΜΕ. Γιατί στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που ζούμε κάθε ΜΜΕ, ακόμη και το κατάστημα της γειτονιάς μας θα πρέπει να μπορεί να πωλεί τα προϊόντα του σε τιμές που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Σήμερα, σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και της απαίτησης για ψηφιακό μετασχηματισμό, οι ΜΜΕ πρέπει να υποστηριχθούν αποτελεσματικά για να αυξήσουν την παραγωγικότητα, την καινοτομική τους ικανότητα, να ενταχθούν σε αλυσίδες αξίας, να ενσωματώσουν ψηφιακές τεχνολογίες και νέες δεξιότητες και να ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους. Επομένως, καθίσταται αναγκαία η δημιουργία μιας συνεκτικής δομής δημοσίου συμφέροντος που θα λειτουργήσει ολοκληρωμένα ώστε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, θα αναζητήσει συνεργασίες με Επιμελητήρια, ΑΕΙ και ερευνητικά κέντρα ., θα συντονίσει και θα διευρύνει τις υπηρεσίες που σήμερα παρέχονται από διάφορους θεσμικούς φορείς, ώστε να σταθεί αρωγός στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Έτσι, η τελευταία θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας αλλά και στη δημοκρατική προοπτική της.
Μια τέτοια δομή θα μπορούσε ενδεικτικά να δραστηριοποιηθεί στην ευρύτερη συμβουλευτική και δικτύωση, την τεχνολογική αναβάθμιση μέσω πρόσβασης στις κατάλληλες πληροφορίες (data), την υποβοήθηση της εξαγωγικής διείσδυσης μέσω ενημέρωσης για διεθνείς τάσεις ή τη διευκόλυνση πρόσβασης σε διεθνείς επιχειρηματικές εκθέσεις και αγορές, καθώς και την προτυποποίηση και απόκτηση ονόματος (brand name). Γενικότερα, θα προσφέρει υπηρεσίες για τη νέα επιχειρηματικότητα που απαιτεί μεγαλύτερη πληροφόρηση τόσο για τα επιτεύγματα της επιστήμης όσο και για το διεθνές και εθνικό γίγνεσθαι.
Η δομή αυτή θα πρέπει να μπορεί να παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες κεντρικά και να έχει αντένες στις Περιφέρειες όπου θα μπορούν οι επιχειρήσεις να προστρέχουν. Με αυτό τον τρόπο, αφενός θα προσφέρονται και σε τοπικό επίπεδο υπηρεσίες υψηλού επιπέδου στηριζόμενες σε εξειδικευμένες αναλύσεις που θα γίνονται από ειδικούς κεντρικά. Αφετέρου, ως χώρος συνεύρεσης (Knowledge hub) αναμένεται να έχει καταλυτική λειτουργία στην ανάπτυξη και ώσμωση των επιχειρήσεων με καινοτομική δυναμική (innovation relevance) και θα δημιουργεί ευκαιρίες συνεργασίας.
Αυτά είναι κάποια από όσα μπορούμε να κάνουμε για να στηρίξουμε και να μεγαλώσουμε τις μικρές επιχειρήσεις στη χώρα μας. Έχουμε ήδη ξεκινήσει, επείγει να επιταχύνουμε.
* Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών & Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης