Υποβάθμιση της προοπτικής της Ελλάδας από DBRS και S&P
Το δρόμο της Fitch ακολούθησαν το βράδυ της Παρασκευής οι οίκοι αξιολόγησης DBRS και Standard & Poors υποβαθμίζοντας τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
- 25 Απριλίου 2020 00:11
Υποβάθμιση των προοπτικών διατήρησης του αξιόχρεου, εύσημα για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης από DBRS S&P και ύφεση 5% του ΑΕΠ βλέπει η DBRS, 9% του ΑΕΠ η S&P.
Το δρόμο της Fitch ακολούθησαν το βράδυ της Παρασκευής οι οίκοι αξιολόγησης DBRS και Standard & Poors υποβαθμίζοντας τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αλλά όχι και το αξιόχρεο. Ειδικότερα η DBRS διατήρησε την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας στην βαθμίδα σε ΒΒ ( low ) αλλά υποβάθμισε τις προοπτικές από θετικές σε σταθερές.
Καθώς το ξέσπασμα του κορονοϊού κορυφώνεται, η ελληνική οικονομία οδηγείται σε ύφεση με το ΑΕΠ να μειώνεται πιθανώς πάνω από 5% μέσα στο 2020
Πριν από το ξέσπασμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% το 2020 και το 2021, υποστηριζόμενη από υψηλότερη κατανάλωση και έντονη αύξηση των επενδύσεων. Την Πέμπτη η Fitch είχε επίσης υποβαθμίσει τις προοπτικές της χώρας από θετικές σταθερές διατηρώντας την αξιολόγηση της στο ΒΒ και εκτιμώντας ότι η Ελλάδα θα έχει ύφεση 8,1% του ΑΕΠ για φέτος.
DBRS
Στο σχόλιο του ο οίκος παραδέχεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει σχεδιάσει μια γρήγορη αντίδραση και έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής. Τονίζει ότι τα έκτακτα φορολογικά μέτρα θα μειώσουν τη σοβαρότητα του οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας ωστόσο, η οικονομία είναι πιθανό να συρρικνωθεί το 2020. Ταυτόχρονα, ο χρόνος οικονομικής ανάκαμψης και, επομένως, οι προοπτικές ανάπτυξης του 2021 παραμένουν ασαφείς.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο δείκτης δημόσιου χρέους και το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα επιδεινωθούν και η διάρκεια της επιδείνωσης είναι εξαιρετικά αβέβαιη. Η Ελλάδα εξήλθε από την κρίση με τρία χρόνια ανάπτυξης και πέντε χρόνια πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η επιβάρυνση από το δημόσιο χρέος
Ωστόσο, η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους είναι μεγάλη στο 176,6% του ΑΕΠ στα τέλη του 2019 και τώρα αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω.Το υψηλό απόθεμα δημόσιου χρέους μετριάζεται σε κάποιο βαθμό από την πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια του χρέους και από το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος.
Επίσης, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου περιλαμβάνονται πλέον στο Πρόγραμμα Αγορών (PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Από τις 23 Απριλίου, έχουν επιβεβαιωθεί 2.463 κρούσματα κορονοϊού και 127 θάνατοι στην Ελλάδα από τη νόσο COVID-19. Η ταχεία αντίδραση της κυβέρνησης στην επιδημιολογική κρίση έχει αποτρέψει μια σοβαρή κρίση υγείας μέχρι στιγμής.
Σε μια προσπάθεια να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού και να υποστηριχθεί το σύστημα υγείας, η κυβέρνηση στις 2 Μαρτίου έκλεισε σχολεία και πανεπιστήμια, ακολουθούμενη από κλείσιμο μη απαραίτητων επιχειρήσεων.
Τα μέτρα της κυβέρνησης
Στις 23 Μαρτίου επιβλήθηκε εθνικό lockdown. Σε απάντηση στην κρίση της υγείας, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έκτακτα φορολογικά μέτρα για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων και για την παροχή ρευστότητας σε εταιρείες και νοικοκυριά.
Καθώς το ξέσπασμα του κορονοϊού κορυφώνεται, η ελληνική οικονομία οδηγείται σε ύφεση με το ΑΕΠ να μειώνεται πιθανώς πάνω από 5% μέσα στο 2020. Πριν από το ξέσπασμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 2% το 2020 και το 2021, υποστηριζόμενη από υψηλότερη κατανάλωση και έντονη αύξηση των επενδύσεων.
Ο αντίκτυπος της εξάπλωσης του COVID-19 αναμένεται να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η χαμηλότερη παγκόσμια και εγχώρια ζήτηση θα επηρεάσει σημαντικά τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών.
Επιπλέον, τα αυστηρά μέτρα περιορισμού και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί αποτελούν αυξημένο κίνδυνο για τον τουριστικό τομέα της Ελλάδας, ο οποίος συμβάλλει άμεσα πάνω από το 10% του ΑΕΠ.
Η υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό είναι επίσης εμφανής στην αγορά εργασίας με περίπου το 16% του συνολικού εργατικού δυναμικού να απασχολείται στον τουριστικό κλάδο. Δεδομένης της υψηλής εποχικότητας του τουριστικού τομέα, με σχεδόν το 77% των τουριστικών αφίξεων συγκεντρωμένο το γ’ τρίμηνο του 2020, οι απώλειες για τη τουριστική βιομηχανία θα μπορούσαν να περιοριστούν εάν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί χαλαρώσουν το β’ εξάμηνο του 2020.
Η οικονομία αναπτύχθηκε το 2019 σημειώνοντας σταθερό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1,9%, υποστηριζόμενο και πάλι κυρίως από την ισχυρή αύξηση των εξαγωγών και την ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Από τον Ιούλιο του 2019, η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκρίνει έναν αριθμό μέτρων για την υποστήριξη της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανάπτυξης μειώνοντας τη γραφειοκρατία που στο παρελθόν μείωσε τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Ωστόσο, το επιδεινούμενο επενδυτικό κλίμα πιθανότατα θα καθυστερήσει το σχέδιο της κυβέρνησης για ενίσχυση των ξένων επενδύσεων. Μετά από πέντε διαδοχικά έτη απόδοσης δημοσιονομικού στόχου, η DBRS αναμένει ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικό το 2020, καθώς το ξέσπασμα του κορονοϊού έχει τον αντίκτυπο.
Σε απάντηση στον COVID-19, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά φορολογικών μέτρων, ύψους 3,5% του ΑΕΠ, με στόχο τη στήριξη της οικονομίας και τη μείωση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Το δημοσιονομικό πακέτο που έχει ανακοινωθεί μέχρι στιγμής περιλαμβάνει:
(1) αναβολή του ΦΠΑ και πληρωμές κοινωνικών εισφορών για εταιρείες έως τα τέλη Αυγούστου, μείωση του ΦΠΑ σε αγαθά που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της επιδημίας,
(2) οικονομική υποστήριξη προς τους εργαζομένους και τους αυτοαπασχολούμενους που καλύπτουν το 81% των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα και την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας,
(3) πληρωμή κρατικών καθυστερήσεων για παροχή ρευστότητας και
(4) αυξημένες δαπάνες για τη στήριξη του συστήματος υγείας.
Το κόστος του δημοσιονομικού πακέτου εκτιμάται σε 6,8 δισεκατομμύρια ευρώ (3,5% του ΑΕΠ).
Το ΔΝΤ προβλέπει ένα γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα το 2020 στο 9% του ΑΕΠ σε σύγκριση με ένα μικρό πλεόνασμα 0,4% το 2019.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε ότι ο πρωτογενής δημοσιονομικός στόχος του 3,5% του ΑΕΠ για το 2020 δεν αποτελεί πλέον απαίτηση για την Ελλάδα, δεδομένου ότι παρέχεται ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες.
Από το 2010, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή.
Διάφορες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής βελτίωσαν τη δημοσιονομική διαχείριση της Ελλάδας και διόρθωσαν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2015 αντικατοπτρίζουν τη δέσμευση της Ελλάδας για δημοσιονομική εξυγίανση. Κατά την άποψη της DBRS, η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή, ωστόσο, ένα παρατεταμένο σοκ που απαιτεί σημαντικά μεγαλύτερα φορολογικά μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας.Το 2019, το έλλειμμα ανήλθε στο 1,4% του ΑΕΠ από 2,8% το 2018. Αυτό οφείλεται στη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών, καθώς και στις αυξημένες εισπράξεις των λογαριασμών πρωτογενούς και δευτερογενούς εισοδήματος.
Συνολικά, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά, λόγω της βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας. Η ισχυρή απόδοση του ισοζυγίου υπηρεσιών, η οποία οφείλεται κυρίως στη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου με τις αφίξεις ξένων να αυξάνονται κατά σχεδόν 20% την περίοδο 2016-2018, αναμένεται να επηρεαστεί σοβαρά από την παγκόσμια κρίση υγείας.
Standard & Poor΄s
Ο οίκος αποδίδει τα εύσημα για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης ενώ θεωρεί ως αναχώματα για μονιμότερες ζημιές στην ελληνική οικονομία και το δημοσιονομικό μαξιλάρι για το οποία γίνεται πολύς λόγος τελευταία αλλά και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE, παράλληλα με την αποδοχή τους ως εγγυήσεις για την χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών .
Από την άλλη, η αναθεώρηση του outlook αντικατοπτρίζει την προσδοκία για απότομη επιδείνωση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων της Ελλάδας λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 και των αντιμέτρων που λαμβάνει η Ελλάδα.
Η Standard and Poor’s αναφέρει ότι θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις βαθμολογίες εάν η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι αναμενόταν, διαβρώνοντας τα δημοσιονομικά αποθέματα και οδηγώντας σε σημαντική απόκλιση από τις τρέχουσες δημοσιονομικές προβλέψεις.
Σε αντίθετο κλίμα, θα εξετάσει μια αναβάθμιση εάν ο αντίκτυπος της πανδημίας στην οικονομική απόδοση της Ελλάδας αποδειχθεί βραχύβιος και αντιστραφεί η τρέχουσα διάβρωση των δημοσιονομικών επιδόσεων λόγω της κρίσης.
Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσει τις βαθμολογίες στο πλαίσιο της συνεχούς εφαρμογής πολιτικής προσανατολισμένης στην οικονομική σταθερότητα για την αντιμετώπιση των υπόλοιπων διαρθρωτικών προκλήσεων στην οικονομία.
Μια άλλη πιθανή ώθηση για αναβάθμιση μεσοπρόθεσμα θα ήταν η σημαντική μείωση των NPEs στο υποβαθμισμένο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας. Ο οίκος αναμένει ανάκαμψη το 2021, συνοδευόμενη από μια σταθερή δημοσιονομική προσαρμογή. Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης βασίζεται στην πολύ ισχυρή δημοσιονομική του απόδοση, τη διατήρηση σημαντικών αποθεμάτων ρευστότητας και την ευνοϊκή δομή δημόσιου χρέους.
Η ευελιξία χρηματοδότησης ενισχύθηκε από την πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σχετικά με την επιλεξιμότητα των ομολόγων της ελληνικής κυβέρνησης για το πρόγραμμα PEPP. Όσον αφορά τη λήξη και το μέσο κόστος των τόκων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο πλεονεκτικά προφίλ χρέους, υπογραμμίζει ο οίκος.
Αντίθετα, οι αξιολογήσεις περιορίζονται από το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της χώρας, ένα τραπεζικό σύστημα που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό πίεση με μεγάλα NPE και έναν αμφισβητούμενο μηχανισμό νομισματικής μετάδοσης.
Θεσμικό και οικονομικό προφίλ
Όπως τονίζεται η πανδημία και οι επιπτώσεις της στην οικονομική δραστηριότητα θα οδηγήσει σε απότομη κάμψη φέτος, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά περίπου 9% πριν από την ανάκαμψη το 2021. Ο μειωμένος κίνδυνος που προκύπτει από τη διάρκεια του lockdown και τον επακόλουθο ρυθμό ανάκαμψης παραμένει, ειδικά στον μεγάλο τουριστικό τομέα της Ελλάδας, απειλώντας έτσι το ΑΕΠ.
Για να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα αρκετά μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο, το οποίο βοήθησε το ουσιαστικό απόθεμα ρευστότητας, καθώς και από την πρόσφατη παραίτηση της ΕΚΤ για να συμπεριλάβει ομόλογα ελληνικού δημοσίου στο PEPP. Οι ελληνικές αρχές έχουν επιτύχει νωρίς με επιτυχία τη σταθεροποίηση των ποσοστών μόλυνσης και θνησιμότητας.
«Οι οικονομικές μας προβλέψεις είναι ασυνήθιστα αβέβαιες, καθώς εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας».
Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες πληγείσες χώρες, τα μέτρα που επιβλήθηκαν στις 23 Μαρτίου για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του ιού περιορίζουν τις καταναλωτικές δαπάνες και την οικονομική δραστηριότητα γενικότερα. Περαιτέρω περιορισμοί της κυβέρνησης στο κίνημα της εργασίας, και ιδίως η διάρκεια αυτών των μέτρων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βαθύτερη ύφεση. Για παράδειγμα, προβλέπουμε ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά περίπου 7,3% στη ζώνη του ευρώ φέτος».
«Οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συρρικνωθούν σημαντικά φέτος, με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στον σημαντικό τουριστικό τομέα της χώρας. Οι εισπράξεις από τρεχούμενους λογαριασμούς το 2019 αντιπροσώπευαν σχεδόν το 10% του ΑΕΠ και περίπου το 22% των συνολικών εσόδων τρεχουσών λογαριασμών της οικονομίας.
Για να αντιμετωπίσει τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και να προστατεύσει τις βιώσιμες επιχειρήσεις και τους υπαλλήλους από ένα προσωρινό αλλά σοβαρό σοκ ρευστότητας, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα αρκετά μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο», αναφέρει ο οίκος, υπογραμμίζοντας εκ νέου τη σημαντικότητα από την επιλογή της ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικούς τίτλους.
Το 2021, ο οίκος αναμένει οικονομική ανάκαμψη, της τάξης του 5,5% του ΑΕΠ. Τα επόμενα τρία χρόνια, αναμένει η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας να ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αναμένει επίσης ότι η οικονομική απόδοση θα παραμείνει ισορροπημένη, τροφοδοτούμενη κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές. Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένουμε μια σταθερή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω υψηλότερης απασχόλησης, μετά τη μείωση του 2020.
Τα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2020, όπως η μείωση του φόρου προσωπικού εισοδήματος για άτομα με χαμηλό εισόδημα, η μείωση του φόρου ιδιοκτησίας , και το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα για την πληρωμή καθυστερούμενων φόρων, θα πρέπει να υποστηρίζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Μετά από μια πτώση το 2020, λόγω της πανδημίας και των αντιμέτρων COVID-19 και των επιπτώσεών τους στη ζήτηση και στα κέρδη των εταιρειών, η επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται επίσης να βελτιωθεί το 2021 παράλληλα με την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων.
Παρά την οικονομική ύφεση που προέκυψε από την πανδημία, η κυβέρνηση εμμένει στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεών της, διευκολύνοντας τα προγραμματισμένα έργα του ιδιωτικού τομέα, όπως η ανακατασκευή του χώρου όπου βρισκόταν στο παρελθόν το Αεροδρόμιο Αθηνών.
Αναγκαία η μείωση των NPEs
Ωστόσο, κατά τη γνώμη του οίκου, το κλειδί για μια ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη είναι η πτώση των NPEs των τραπεζών, η οποία θα προωθούσε τις πιστώσεις του ιδιωτικού τομέα. Ο οίκος εκτιμά ότι ο θετικός αντίκτυπος προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, όπως στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, είναι απίθανο να εμφανιστεί σε συνθήκες ύφεσης ή χαμηλής ανάπτυξης.
Χωρίς πρόσβαση στο κεφάλαιο κίνησης, ο τομέας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων – ο μεγαλύτερος εργοδότης της οικονομίας – παραμένει σε διάφορους βαθμούς κινδύνου. Η αθέτηση υποχρεώσεων του ιδιωτικού τομέα εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένη, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής οφειλής. Η έναρξη της ύφεσης θα περιπλέξει περαιτέρω τις προσπάθειες μείωσης του μεγάλου αποθέματος NPE, δεδομένης της επίδρασής της στους εταιρικούς ισολογισμούς.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να συγκρίνεται ελάχιστα με τις χώρες ίδιας βαθμολογίας, λόγω εμποδίων στον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και επαγγελματικών υπηρεσιών, σχετικά αδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, περίπλοκες διαδικασίες πτώχευσης, ανεπαρκή δικαστική εξουσία και χαμηλή προβλεψιμότητα της εκτέλεσης των συμβάσεων.
Η εργασιακή μεταρρύθμιση από την προηγούμενη κυβέρνηση, η οποία θα μπορούσε να επαναφέρει τις εθνικές συλλογικές μισθολογικές διαπραγματεύσεις, αντιστράφηκε πέρυσι. Θεωρούμε τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης ως προσανατολισμένες στη βελτίωση της ευελιξίας των εταιρειών.
Δημοσιονομικά
Ο οίκος αναμένει έλλειμμα προϋπολογισμού περίπου 7,7% του ΑΕΠ το 2020, σε σύγκριση με πλεόνασμα προϋπολογισμού το 2019.
Προβλέπει το χρέος να αυξηθεί προσωρινά το 2020, αλλά η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κρίση COVID-19 με ένα μεγάλο απόθεμα μετρητών και ένα ευρύ φάσμα επιλογών χρηματοδότησης χωρίς να διακυβεύεται η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Η κρίση COVID-19 περιπλέκει τα σχέδια μείωσης του NPEs των τραπεζών.
Οι δυσμενείς οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις του COVID-19 θα διακόψουν το πρόσφατα ισχυρό ιστορικό της Ελλάδας για υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων μετά από μια μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2010.
Ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων διακριτικών δημοσιονομικών μέτρων της κυβέρνησης και του αντίκτυπου της ύφεσης στα κρατικά έσοδα και δαπάνες, αναμένουμε επί του παρόντος έλλειμμα προϋπολογισμού το 2020 περίπου 7,7% του ΑΕΠ, από πλεόνασμα περίπου 1,5% το 2019. Αυτό συνεπάγεται πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 5% του ΑΕΠ, σημαντικά χαμηλότερο από τον προηγούμενο στόχο ενός πλεονασματικού 3,5% που συμφωνήθηκε με επίσημους πιστωτές.
Εκτός από τα μέτρα για τον μετριασμό του αντίκτυπου του COVID-19, ο προϋπολογισμός του 2020 περιελάμβανε μια σειρά μέτρων για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για την οικονομία. Η απότομη επιδείνωση του ισοζυγίου θα οδηγήσει σε αύξηση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης σε περίπου 197% του ΑΕΠ φέτος από περίπου 177% πέρυσι, πριν μειωθεί ξανά το 2021.
Ο οίκος προβλέπει το καθαρό χρέος να αυξηθεί το 2020 σε περίπου 181% του ΑΕΠ από περίπου 157% του ΑΕΠ το 2019, πριν μειωθεί στη συνέχεια. Παρά το μέγεθος του χρέους της Ελλάδας, το κόστος εξυπηρέτησης του ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,5% στο τέλος του έτους 2019, σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για την πλειονότητα των κρατικών κεφαλαίων στην κατηγορία «BB».
Τράπεζες
Σύμμφωνα με την S&P οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο στη μείωση των NPEs, τα οποία στο τέλος του 2019 ανήλθαν σε περίπου 68 δισεκ. ευρώ (εξαιρουμένων των στοιχείων εκτός ισολογισμού), μειωμένα λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο από 107,2 δισεκατομμύρια ευρώ τον Μάρτιο του 2016. Οι ελληνικές αρχές ξεκίνησαν ένα σύστημα προστασίας περιουσιακών στοιχείων που ονομάζεται Ηρακλής.
«Πιστεύουμε ότι τέτοια μέτρα θα βοηθήσουν στην επισκευή του νομισματικού μηχανισμού μετάδοσης και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη. Σημειώνει ο οίκος ο οποίος εκτιμά ότι για φέτος τα κόκκινα δάνεια θα αυξηθούν λόγω της κρίσης. Πιστεύουμε επίσης ότι, σε αυτό το περιβάλλον, η πρόσφατη εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής είναι επίσης απίθανο να επιταχύνει τον αναμενόμενο ρυθμό της προβληματικής διάθεσης περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, η απόφαση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού να δώσει στις τράπεζες μεγαλύτερη ευελιξία για την ταξινόμηση NPE θα πρέπει να οδηγήσει σε λιγότερη πίεση στις αναφερόμενες μετρήσεις ποιότητας περιουσιακών στοιχείων.
Παρομοίως, η ΕΚΤ ανακοίνωσε αρκετά έκτακτα μέτρα για την παροχή προσωρινών κεφαλαίων και λειτουργικής αρωγής σε ευρωπαϊκές τράπεζες, καθώς και υποστήριξη ρευστότητας σε περίπτωση ανάγκης, σε ένα βαθμό ανακούφιση των κινδύνων για τα προφίλ χρηματοοικονομικού κινδύνου των ελληνικών τραπεζών.
Η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Από πριν από ένα χρόνο, οι τράπεζες δεν βασίζονται πλέον στην δαπανηρή βοήθεια ρευστότητας έκτακτης ανάγκης το ELA από την ΤτΕ και την ΕΚΤ.