Υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης για το 2007

default image

Οι πρώτες ενδείξεις για το 2007 συνηγορούν στην πρόβλεψη ότι και φέτος η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα απ’ ότι έχει προβλεφθεί

Οι πρώτες ενδείξεις για το 2007 συνηγορούν στην πρόβλεψη ότι και φέτος η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα απ’ ότι έχει προβλεφθεί, με ρυθμό υψηλότερο του 4% συμπληρώνοντας 14 χρόνια αδιατάρακτης μεγέθυνσης. Κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης παραμένει και αυτό το χρόνο η εγχώρια ζήτηση και ιδιαίτερα η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία, παρά την πίεση από την άνοδο των επιτοκίων, θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα. Οι επενδύσεις έχουν ανακάμψει, ενώ σημειώνεται και η ταχεία άνοδος των εξαγωγών, οριακά ταχύτερη μάλιστα από την αντίστοιχη άνοδο των εισαγωγών, αναφέρεται στην τελευταία τριμηναία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία.

“Οι επιδόσεις της οικονομίας τα τελευταία χρόνια, οφείλονται εν μέρει και στην εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική, η επίδραση της οποίας εκτιμάται συνολικά θετική”, τονίζει το Ινστιτούτο. Όμως, προσθέτει, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις όσον αφορά τις μέσο- μακροπρόθεσμες προοπτικές της. Ως βασικές ξεχωρίζουν η απόκλιση του πληθωρισμού από το μέσο επίπεδο της Ευρωζώνης, η υψηλή ακόμα ανεργία, το συνεχώς διογκούμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και τα εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα, που εμμένουν παρά την πρόοδο που έχει συντελεσθεί. 

Σύμφωνα με την έκθεση, πρόκειται για συμπτώματα χρόνιων διαρθρωτικών μακροοικονομικών αδυναμιών στις αγορές εργασίας και προϊόντων και στη λειτουργία του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που πρέπει να αντιμετωπιστούν το συντομότερο για να διασφαλιστούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Το ΙΟΒΕ τονίζει ότι “είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να προωθηθούν αποτελεσματικές διαρθρωτικές πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν τις χρόνιες αδυναμίες θα περιορίσουν τα υφιστάμενα προσκόμματα στην επιχειρηματικότητα και θα συμβάλουν στον αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια μορφή ανάπτυξης που θα στηρίζεται περισσότερο στην παραγωγή διεθνώς ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών και λιγότερο στον δυναμισμό της εγχώριας ζήτησης, ο οποίος υπόκειται στις διακυμάνσεις της συγκυρίας”.

Στο πλαίσιο αυτό, το Ινστιτούτο εισηγείται ταχύτερη και πιο αποφασιστική προώθηση των μεταρρυθμίσεων (που έχουν ούτως ή άλλως εξαγγελθεί), συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος του μηδενισμού των ελλειμμάτων και, τρίτον, πολιτικές που θα στοχεύουν στη δημιουργία ενός πιο αποτελεσματικού Κράτους.

Η έκθεση αναφέρει ακόμα ότι “το τρέχον έτος είναι προεκλογικό, ενδεχομένως και εκλογικό, γεγονός που εγείρει ανησυχίες όσον αφορά τις επιπτώσεις του πολιτικού κύκλου, στο ρυθμό πραγματοποίησης των μεταρρυθμίσεων κυρίως όμως στις προγραμματισμένες δημόσιες δαπάνες, οι οποίες ενδέχεται να υπερβούν τους στόχους του προϋπολογισμού. Ήδη από το α΄ τρίμηνο του 2007 εντοπίζονται ενδείξεις ανόδου των δημοσίων δαπανών με ρυθμούς ταχύτερους από τον αναμενόμενο. Η απόκλιση αυτή δημιουργεί αυξημένη αβεβαιότητα για την επίτευξη των ετήσιων στόχων του προϋπολογισμού, στη διάρκεια του έτους, όταν η αντίσταση στα αιτήματα για αυξημένες παροχές εμφανίζεται μειούμενη”.

Επισημαίνεται επίσης ότι ναι μεν το 2006 η εξαγωγική δραστηριότητα της Ελλάδας ενισχύθηκε σημαντικά (τάση που συνεχίζεται και το 2007), ενώ την τριετία 2004-2006 η σωρευτική αύξηση των εξαγωγών ήταν ταχύτερη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, όμως το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, ωστόσο, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα την τελευταία εξαετία, αντανακλώντας τα χαμηλά επίπεδα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. 

Σχετικά με τον πληθωρισμό, αναφέρεται ότι εμφανίζει τάσεις επιβράδυνσης το 2007 λόγω της ηπιότερης πορείας των τιμών του πετρελαίου, ωστόσο ο πυρήνας του ακολουθεί αντίθετη πορεία και επιταχύνεται. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί κυρίως στο διεθνές περιβάλλον, επιτρέπουν με σχετική ασφάλεια την εκτίμηση για επίπεδο του ΓΔΤΚ στην περιοχή του 2,7% το 2007 και του Εναρμονισμένου λίγο κάτω από το 3%, σημαντικά υψηλότερα πάντως από τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη.

(Πηγή: ΑΠΕ)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα