Καύσιμα – Πλαφόν κερδοφορίας: Η “ασφυξία”, ο παραβατικός “χώρος” και ο “φερετζές” προστασίας
Διαβάζεται σε 7'Οι όποιες αυξήσεις του κόστους λειτουργίας, δεν συνυπολογίζονται στον προσδιορισμό του πλαφόν, που έχει επιβληθεί άρα, όπως τονίζεται, υπάρχει ένα “οξύμωρο”. Το ίδιο το Κράτος δεν αναγνωρίζει στις εταιρίες ότι επιβαρύνονται από το 2021 με αυτά τα πρόσθετα νέα κόστη.
- 11 Νοεμβρίου 2024 07:45
“Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού”. Αυτό είναι μια διαχρονική βασική αρχή της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα, που παρά την περιπέτεια των μνημονίων και τις όποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού φαίνεται να μην αλλάζει. Έτσι, το γνωστό ρητό ταιριάζει “γάντι” και στην περίπτωση του πλαφόν που επιβλήθηκε από το Μάρτιο του 2020 στην αγορά καυσίμων και με συνεχείς παρατάσεις, ισχύει μέχρι τέλους του έτους. Μέχρι τότε, δε, θα πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει το τι θα γίνει για το 2025.
Υπενθυμίζεται, ότι το πλαφόν είχε εξαρχής τεθεί ως μέτρο έκτακτο, επείγον και εξαιρετικό, με στόχο αρχικά, την αντιμετώπιση έκτακτων περιστάσεων στην πανδημία, και στην συνέχεια της ανάσχεσης της ακρίβειας στα καύσιμα, που επέφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ωστόσο έκτοτε έχει “κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι”. Δηλαδή, η πανδημία έφυγε, όπως και οι έκτακτες συνθήκες στην αγορά ενέργειας ένεκα Ουκρανίας, όπως καταμαρτυρά και η νέα δομή στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και οι οι νέες κινήσεις μετασχηματισμού της.
Όμως το πλαφόν παραμένει στην αγορά καυσίμων, οδηγώντας σε “ασφυξία” του κρίκους της αγοράς, αλλά και λειτουργώντας ως “καύσιμο” στην παραβατικότητα, και μάλιστα αυτήν της βαριάς μορφής, που αναπτύσσεται στον κλάδο. Ουσιαστικά, με το πλαφόν οι νόμιμα λειτουργούντες την αγορά, σε κάθε στάδιο της αλυσίδας αξίας, αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα, “παραδίδοντας” χώρο στους παραβατικούς.
Δεν είναι τυχαία η παρατήρηση από στελέχη της αγοράς, για τα “λουκέτα” σε νόμιμα πρατήρια, και “εγκαίνια” σε σημεία “γκρίζας” διακίνησης. Αυτό που τονίζουν είναι ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορεί να τα βγάλουν πέρα, την ώρα, μάλιστα, που αντιμετωπίζουν και αθέμιτο ανταγωνισμό από άλλους “επιχειρηματίες” που είτε “πειράζουν” αντλίες, είτε διακινούν λαθραία προϊόντα, όπως έδειξε και πρόσφατα δημοσιευθείσα στην Καθημερινή μελέτη του ΕΜΠ.
Τα ποσοστά
Με βάση τα όσα ισχύουν, λοιπόν, το πλαφόν δεν επιτρέπει να υπάρχει στις εταιρείες εμπορίας και στα πρατήρια μεγαλύτερο περιθώριο, από το έτος αναφοράς που είναι το 2021. Όμως, όπως αναφέρεται από τον κλάδο, μια ματιά στο τι έχει μεσολαβήσει από τότε, αλλά και στα αποτελέσματα των εταιρειών, δείχνει του τι έχει συμβεί.
Συγκεκριμένα, μεταξύ όμως του 2021 και του 2024, έχουν μεσολαβήσει μια σημαντική αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες. Από 2,5% τότε έχει φτάσει στο 6,3% σήμερα (κεφάλαια κίνησης κτλ), μια αύξηση της τάξης του 152%. Επίσης καταγράφεται αύξηση του μεταφορικού κόστους τόσο στα βυτιοφόρα όσο και στα δεξαμενόπλοια, αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, που επηρεάζουν συνολικά το λειτουργικό κόστος των εταιρειών του κλάδου, αλλά και μια αύξηση του πληθωρισμού.
Το ενδιαφέρον είναι ότι όλες οι παραπάνω αυξήσεις του κόστους, δεν περιλαμβάνονται στο πλαφόν, άρα, όπως τονίζεται,το ίδιο το Κράτος με το να μην αναγνωρίζει στις εταιρίες ότι επιβαρύνονται από το 2021 με αυτά τα πρόσθετα νέα κόστη, στην ουσία ακυρώνει την ίδια του απόφαση, να επιχειρούν οι εταιρείες με το περιθώριο του 2021.
Ουσιαστικά, όπως αναφέρεται, οι εμπλεκόμενοι στην αγορά εμπορίας επιχειρούν με πολύ χαμηλότερο περιθώριο, με βάση και την έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αλλά και από τη μελέτη του ΙΟΒΕ με τίτλο «Συγκεντρωτικά Στοιχεία και Αριθμοδείκτες του Κλάδου Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το έτος 2023».
Συγκεκριμένα, με βάση το ΙΟΒΕ, τα καθαρά κέρδη προ φόρων των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών περιορίστηκαν στα €33,6 εκατ. το 2023 από €82,2 εκατ. το προηγούμενο έτος (μείωση σε ποσοστό 59,1%). Αντιστοίχως τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους υποχώρησαν στα €24 εκατ. το 2023 από 64,7 εκατ. το 2022 (μείωση σε ποσοστό 63,1%).
Μάλιστα, με βάση το ΙΟΒΕ, εάν απομονωθούν οι επιδόσεις των εταιριών εμπορίας που πωλούν αεροπορικά καύσιμα ή δραστηριοποιούνται σε διεθνείς πωλήσεις και εμπόριο (trading) προκύπτει ότι το 2023 τα κέρδη του κλάδου μετατρέπονται σε ζημιές ύψους €-16,8 εκατ. προ φόρων και €-19,8 μετά από φόρους. Ουσιαστικά, οι επιδόσεις στη δραστηριότητα εμπορίας αεροπορικών καυσίμων και άλλων διεθνών πωλήσεων και εμπορίας συμβάλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση των συνολικών οικονομικών αποτελεσμάτων του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών.
Με βάση, επίσης, τη μελέτη του ΙΟΒΕ, το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων ήταν συνολικά οριακά θετικό (0,2%) το 2023, μειωμένο σε σύγκριση με το 2022. Μάλιστα, η πλειονότητα των εταιρειών σημείωσε οριακή κερδοφορία. Το συνολικό, δε, περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων ήταν αρνητικό για τις πωλήσεις εσωτερικού το 2023 και γίνεται οριακά θετικό με τη συμπερίληψη των πωλήσεων αεροπορικών καυσίμων και του διεθνούς trading.
Ο ανταγωνισμός και η εικόνα σήμερα
Με αυτήν την εικόνα είναι προφανές ότι οι εταιρείες δυσκολεύονται να πραγματοποιήσουν νέες επενδύσεις και να διοχετεύσουν νέα προϊόντα, κάτι που αποβαίνει σε βάρος της εικόνας της αγοράς.
Ουσιαστικά, όπως αναφέρεται, η επιβολή πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, λειτουργεί ουσιαστικά ως σημείο αναφοράς για τις εταιρείες και τις “ενθαρρύνει” να τιμολογούν στο μέγιστο επιτρεπτό σημείο, στρεβλώνοντας την ομαλή λειτουργία της ανταγωνιστικής διαδικασίας.
Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι οι εταιρείες, βάσει του πώς η Πολιτεία ερμηνεύει το πλαφόν, που δε λαμβάνει υπ’ όψιν τα λειτουργικά τους έξοδα, π.χ. χρηματοοικονομικό κόστος κτλ, οδηγούνται σε πωλήσεις κάτω του κόστους.
Έτσι, με βάση στελέχη του κλάδου, σήμερα, δοθέντος του όλου πλαισίου με το πλαφόν, η αγορά καυσίμων βρίσκεται σε περίοδο κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς οι εταιρείες εμπορίας προσπαθούν να επιβιώσουν, χωρίς να είναι διατεθειμένες να επενδύσουν με δεδομένες τις νέες ανάγκες, ενώ δεν μπορούν και να συνδράμουν τους επιχειρηματίες – πρατηριούχους στα επενδυτικά τους σχέδια, τα οποία τους είναι αναγκαία, προκειμένου να αναβαθμίσουν στο πρατήριο την εικόνα και να εντάξουν τις νέες υπηρεσίες.
Εκχωρείται χώρος στην παραβατικότητα
Αποτέλεσμα, αυτών, επίσης, είναι να γίνεται μια μάχη “οπισθοφυλακών” στο πεδίο της τιμής, όπου αποτελεί το μόνο μέτρο σύγκρισης μεταξύ των σημείων εμπορίας. Δεδομένου, όμως, ότι το φαινόμενο της παραβατικότητας, σύμφωνα με το ΕΜΠ, συνεχώς αυξάνει και επεκτείνεται εκτός των 2 αστικών κέντρων, και στις μεγάλες πόλεις της περιφέρειας, οι πρατηριούχοι πλέον είναι αναγκασμένοι να πουλήσουν, ή να νοικιάσουν την επιχείρησή τους, και οι μόνοι που για ευνόητους λόγους έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα πάρουν, είναι οι παραβατικοί, αφού αντλούν τεράστια έσοδα από τα καύσιμα.
Ουσιαστικά, το “πλαφόν”, με τα 4 χρόνια διαρκούς εφαρμογής, λειτουργεί ως “θερμοκήπιο” παραβατικότητας καθώς με τα μηδενικά περιθώρια κερδοφορίας, η μόνη έξοδος είναι το ‘λαθραίο”, καθώς μάλιστα η υπερφορολόγηση δίνει άλλο ένα “κίνητρο” παραβατικότητας.
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα σε συνδυασμό ΦΠΑ και ΕΦΚ, έχει την υψηλότερη φορολόγηση στην Ευρώπη και αναπόφευκτα καταλαμβάνει την πρώτη θέση από πλευράς ακριβών τιμών. Όπως φαίνεται το πλαφόν, με βάση την αγορά, δεν “κουρεύει” την τιμή, δεν προστατεύει τον καταναλωτή, αλλά λειτουργεί συχνά ως “φερετζές” για την υπερφορολόγηση, που όμως φέρνει τεράστια έσοδα από τους υψηλούς φόρους των καυσίμων, στον κρατικό “κουμπαρά”.