Κατώτατος μισθός: Τα σενάρια, τα “αναχώματα” στον πληθωρισμό και τα “απόνερα” στο ΑΕΠ
Με βάση τη ΓΣΕΕ η απορρύθμιση της ελληνικής αγοράς εργασίας στη διάρκεια της κρίσης χρέους έχει διαταράξει τη στατιστική κατανομή των μισθών, ενώ η προστασία των εργαζομένων και των αμοιβών τους από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι αξιοσημείωτα πολύ χαμηλή στη χώρα μας.
- 03 Φεβρουαρίου 2023 07:36
Μια συνολική πρόταση για τις μισθολογικές εξελίξεις στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, με αιχμή τον κατώτατο μισθό κατέθεσε χθες η ΓΣΕΕ, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού.
Να σημειωθεί ότι ο κατώτατος μισθός είχε υποστεί δραματική συρρίκνωση τον Φεβρουάριο του 2012, με την 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), από τα 751 ευρώ (συμφωνία των κοινωνικών εταίρων) στα 586 ευρώ. Τότε, δημιουργήθηκε για πρώτη φορά ο υπο-κατώτατος μισθός των 511 ευρώ, ειδικά για νέους έως 25 ετών. Με την αύξηση του 2019, ο υπο-κατώτατος καταργήθηκε. Άρα, εάν επανέλθει στα 751 ευρώ ο κατώτατος μισθός το 2023, τότε θα επιστρέψει έπειτα από 11 χρόνια στα επίπεδα που ήταν προ μνημονίων.
Στο φόντο αυτό η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό το 2023 είναι η εξής:
- Αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ (703 καθαρά), από 713 μικτά, που είναι σήμερα, με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του. Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
- Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
- Άμεση επαναφορά των τριετιών.
- Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).
- Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας.
- Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο κατώτατος μισθός ανέρχεται σήμερα στα 713 ευρώ, με τη Συνομοσπονδία να προτείνει αύξηση 15,8%.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό σύμβουλο του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Γιώργο Αργείτη, αν ο κατώτατος μισθός φτάσει στα 826 ευρώ, εκτός από το γεγονός πως το συγκεκριμένο ποσό ξεπερνά το κατώφλι του ορίου της φτώχειας σήμερα στη χώρα μας, θα υπάρξει θετική επιβάρυνση στο ΑΕΠ της τάξης του 1%, με θετικό αποτύπωμα τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην απασχόληση, ενώ δεν ενισχύεται ο πληθωρισμός και μειώνεται κατά 2,5% η υλική στέρηση των εργαζομένων, με ότι αυτό σημαίνει στην καταναλωτική δυνατότητα των απασχολούμενων.
Σε δεινή θέση οι εργαζόμενοι
Με βάση τα όσα αναφέρει στην τεκμηρίωσή της το ΙΝΕ ΓΣΕΕ “είναι ζωτικής σημασίας η ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής συνοχής με μέτρα επαρκών μισθολογικών και θεσμικών πολιτικών που θα μείωναν παράλληλα τις ανισότητες στον κόσμο της εργασίας. Ένα από τα κατεξοχήν εργαλεία για την προώθηση αυτών των στόχων είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με την ουσιαστική θεσμική ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας που θα διασφάλιζαν την τιμαριθμοποίηση όλης της κλίμακας κατανομής των αμοιβών στην τρέχουσα πληθωριστική συγκυρία.”
Παράλληλα αναφέρει ότι η Ελλάδα να κατέχει την 11η θέση μεταξύ των 21 κρατών-μελών της ΕΕ που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό. Επιπλέον, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το ύψος του κατώτατου μισθού σε όρους PPS (δηλαδή με ισοτιμία αγοραστικής δύναμης ΙΑΔ- purchasing power parity, PPP) στην Ελλάδα ήταν οριακά υψηλότερο έναντι της Πορτογαλίας και της Ρουμανίας, ενώ υπολειπόταν άλλων χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης (Λιθουανία, Πολωνία, Σλοβενία).
Αναλυτικά, με βάση την Eurostat η χώρα μας κατατάσσεται στη 13η θέση μεταξύ 22 χωρών της ΕΕ ως προς το ύψος του κατώτατου μισθού, με το Λουξεμβούργο να βρίσκεται στην 1η θέση με 2.387 ευρώ και τη Βουλγαρία στην τελευταία με 399 ευρώ.
Me βάση την πραγματική αγοραστική δύναμη του μισθού κάθε πολίτη, αν δηλαδή ληφθεί υπόψη το επίπεδο των τιμών, τότε η χώρα μας βρίσκεται στη 19η θέση με 947,26 μονάδες και βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με την Τσεχία (947,91 μονάδες) και πάνω μόνο από τις Βουλγαρία (717,14 μονάδες), Λετονία (776,38 μονάδες) και Σλοβακία (779,96 μονάδες).
Μάλιστα σημειώνεται ότι “σε κράτη-μέλη της ΕΕ που είχαν την περίοδο 2012-2020 τον χαμηλότερο μέσο μηνιαίο κατώτατο μισθό σε όρους PPS (π.χ. η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Λιθουανία) το μέσο ποσοστό των μισθωτών που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης ήταν από τα υψηλότερα. Η χώρα μας, μάλιστα, συγκαταλέγεται στην ίδια ομάδα χωρών, με το μέσο ποσοστό των μισθωτών που αντιμετώπιζαν την περίοδο 2012-2020 σοβαρή υλική στέρηση να ανέρχεται στο 13,1%. Αντίθετη είναι η εικόνα σε οικονομίες της ΕΕ που κατέγραψαν υψηλότερα επίπεδα κατώτατων μισθών. Έτσι, ενδεικτικά, στο Λουξεμβούργο και στην Ολλανδία, όπου ο μέσος κατώτατος μηνιαίος μισθός ανήλθε την περίοδο 2012-2020 στα 1.963,5 PPS και 1.543,1 PPS αντίστοιχα, το ποσοστό των μισθωτών που ζούσε σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης δεν ξεπέρασε το 1,1%. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν τον υψηλό κίνδυνο φτωχοποίησης των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό σε συνθήκες ατελούς τιμαριθμοποίησης της αμοιβής τους και απόκλισης του ύψους του κατώτατου μισθού από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης.“
Ο πληθωρισμός
Όπως σημειώνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ λόγω του πληθωρισμού υπάρχει βίαιη μείωση του πραγματικού εισοδήματος και υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης των νοικοκυριών και των εργαζομένων.
Μάλιστα καταγράφει την πολύ μεγάλη αύξηση του ΕνΔΤΚ στη χώρα μας στις συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών, η οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει εκείνη του μέσου όρου της ΕΕ. “Η εξέλιξη αυτή αφορά κυρίως την κατηγορία «Στέγαση», στην οποία ο ρυθμός πληθωρισμού με εξαίρεση τον μήνα Νοέμβριο του 2022 ήταν σε επίπεδα υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ τον Δεκέμβριο του 2021 και τον Ιούνιο του 2022 σε επίπεδα διπλάσια αυτού. Όσον αφορά την κατηγορία «Ένδυση & υπόδηση», η αύξηση του ΕνΔΤΚ στη χώρα μας, αν και πιο ήπια, ήταν επίσης μεγάλη, ειδικά τον Νοέμβριο του 2022, κατά τον οποίο ξεπέρασε κατά πολύ την αντίστοιχη στον μέσο όρο της ΕΕ (11,2% στην Ελλάδα έναντι 4,2% στην ΕΕ). Στην ομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά», η εικόνα παραμένει ίδια, με τον ρυθμό πληθωρισμού στη χώρα μας να αυξάνεται διαρκώς και να διαμορφώνεται τον Νοέμβριο του 2022 στο υψηλό 14,9% (συγκριτικά με 12,5% τον Ιούνιο του ίδιου έτους και 4,3% τον Δεκέμβριο του 2021), αν και ελαφρά χαμηλότερος συγκριτικά με εκείνον στην ΕΕ” αναφέρει.
“Κομβικής σημασίας είναι ότι από το 2021 κι ύστερα το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει σταθερά αρνητική επίδραση στις εγχώριες τιμές (-2,5% κατά μέσο όρο το 2021 και -1,5% το πρώτο εννιάμηνο του 2022). Τα παραπάνω στοιχεία αποτυπώνουν την ποσοστιαία συμβολή του μοναδιαίου κόστους και των έσοδων των επιχειρήσεων στις εγχώριες τιμές. Ωστόσο, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμβολή των μεγεθών αυτών στην εξέλιξη του δείκτη αποπληθωριστή ΑΕΠ” σημειώνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ που προσθέτει:
“Οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων έχουν μια διαρκώς αυξανόμενη συμβολή στον δείκτη (από 22,2 μονάδες το α’ τρίμηνο του 2021 σε 31,5 μονάδες το γ’ τρίμηνο του 2022). Η αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας, που έχει ως συνέπεια τη σημαντική εξάρτηση από εισαγωγές, συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση της εγχώριας οικονομίας στον εισαγόμενο πληθωρισμό.”
Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα της ΓΣΕΕ, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού έχει καταγράψει πληθωριστικές απώλειες 19%, ενώ ο μισθός μερικής απασχόλησης των 390 ευρώ καθαρά , έχει χάσει το 28% της αγοραστικής του δύναμης.
Η διαδικασία και τα σενάρια
Να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα θα πρέπει οι κοινωνικοί εταίροι αλλά και εμπλεκόμενοι επιστημονικοί φορείς και ερευνητικά ινστιτούτα να υποβάλουν τις εκθέσεις-προτάσεις τους. Ήδη, βέβαια, η ΓΣΕΕ έχει καλέσει τους εργοδοτικούς φορείς σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή νέας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που θα περιλαμβάνει για πρώτη φορά και έναν συμβολικό κατώτατο μισθό.
Αναλυτικά, με βάση το υφιστάμενο πλαίσιο προβλέπεται η εξής διαδικασία
- Σύνταξη και υποβολή της έκθεσης από τους εμπλεκόμενους φορείς,έως την 3η Φεβρουαρίου 2023.
- Πρόσκληση για προφορική διαβούλευση έως τη 10η Φεβρουαρίου 2023.
- Διαβίβαση όλων των υπομνημάτων και της τεκμηρίωσης των διαβουλευόμενων καθώς και της έκθεσης των φορέων στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τη σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης το αργότερο έως την 20ή Φεβρουαρίου 2023.
- Ολοκλήρωση σχεδίου πορίσματος διαβούλευσης, το αργότερο έως την 28η Φεβρουαρίου 2023.
- Εισήγηση του υπουργού Εργασίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο για καθορισμό του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών, το αργότερο έως τη 10η Μαρτίου 2023.
Όπως έχει αναφέρει ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας αλλά και άλλα μέλη της κυβέρνησης κριτήριο για τον κατώτατο μισθό θα είναι οι αντοχές των επιχειρήσεων αλλά και η ανάγκη για μια γενναία κάλυψη των αναγκών των εργαζομένων. Οι εκτιμήσεις, δε, ποικίλουν και παραπέμπουν σε μια κυβερνητική πρόταση κοντά στα 800 ευρώ, από μια μια αύξηση στο 5,5% που επαναφέρει τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ μέχρι μια αύξηση στο 9,5% ώστε να καλυφθεί η απώλεια του πληθωρισμού. Υπάρχει βέβαια και το “σημάδι” του 7,75% που είναι το ποσοστό αύξησης των συντάξεων. Αυτό οδηγεί σε νέο κατώτατο μισθό κοντά στα 768 ευρώ (αύξηση κατά 55 ευρώ). Για «δικαιοσύνη παντού», μιλάει, από την πλευρό του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας προτείνοντα κατώτατη αμοιβή –με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή– στα 880 ευρώ.
Η ΤτΕ
Σύμφωνα, παράλληλα, με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, για καθεμία ποσοστιαία μονάδα που θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, πρέπει να αυξηθεί αντίστοιχα 0,44 της μονάδας και ο μέσος μισθός, ώστε να υπάρχει ισορροπία. Αυτό σημαίνει πως:
– Με αύξηση του κατώτατου στο 7,75% το 2023, ο μέσος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί κατά 3,41%.
– Με αύξηση κατά 9,6% του βασικού μισθού το 2023, ο μέσος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί κατά 4,22%.
Για παράδειγμα, ένας μέσος μισθός της τάξης των 1.000 ευρώ θα πρέπει να αυξηθεί 42,2 ευρώ, ώστε να φτάσει στα 1.042 ευρώ, ενώ ένας μισθός 1.200 ευρώ θα πρέπει να αυξηθεί 50,6 ευρώ για να φτάσει στα 1.250 ευρώ.
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» του υπουργείου Εργασίας (2022), επί συνόλου 2.249.599 εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (συν 111.743 που απασχολούνται σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις) οι 839.392 ή 35,54% του συνόλου λαμβάνουν έως 800 ευρώ.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις