Κώστας Μελάς: Η αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί πρόσθετο κόστος (και κινδύνους) στην ελληνική οικονομία

Κώστας Μελάς: Η αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί πρόσθετο κόστος (και κινδύνους) στην ελληνική οικονομία
Χρηματιστήριο istock

Ο καθηγητής Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικής στο Πάντειο, Κώστας Μελάς αναλύει στο NEWS 24/7 την κίνηση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια για πρώτη φορά από το 2011 και τον κίνδυνο για νέα κρίση χρέους.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πιο εκτεταμένη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες. Οι κεντρικές τράπεζες εγκαταλείπουν, η μια μετά την άλλη την προηγούμενη περίοδο της συνεχούς νομισματικής επέκτασης, που υιοθετήθηκε λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008 και ενισχύθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού.

Οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής σε όλο τον κόσμο έχουν ανακοινώσει περισσότερες από 65 αυξήσεις στα τρέχοντα βασικά επιτόκια τους τελευταίους τρεις μήνες. Κάτι που συνιστά ρεκόρ τουλάχιστον από την αρχή του 2000.

Η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής έρχεται καθώς ο πληθωρισμός έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα σε πολλές χώρες, τροφοδοτούμενος από το σπάσιμο της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και τροφίμων λόγω της πανδημίας, και το οποίο υπερακοντίστηκε από τον Φεβρουάριο που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία.

Όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων. Η μόνη εξαίρεση αποτελεί η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας η οποία δεσμεύτηκε να διατηρήσει τα επιτόκια στο μηδέν, και να προχωρήσει σε επέκταση του ισολογισμού της εάν χρειαστεί.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τα επιτόκια για πρώτη φορά από το 2011 από τον Ιούλιο και να ολοκληρώσει το οκταετές πείραμά της με τα αρνητικά επιτόκια τον Σεπτέμβριο.

Η συνεδρίαση της ΕΚΤ την Πέμπτη 09.06.2022, όταν η Κριστίν Λαγκάρντ περιέγραψε τα σχέδια για άρση των μέτρων στήριξης χωρίς να μοιράζεται περαιτέρω πληροφορίες για ένα πιθανό νέο μέσο για την αντιμετώπιση των εντάσεων στην αγορά, οδήγησε σε sell-off στα ομόλογα της Ευρωζώνης και ειδικά αυτών της περιφέρειας με υψηλό δημόσιο χρέος. Ήδη εμφανίζεται, ένας κατακερματισμός στις αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνης, με την η αγορά ομολόγων της περιφέρειας βρίσκεται ήδη σε κρίση, δεδομένης της ταχύτητας με την οποία έχουν αυξηθεί τα spreads.

Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου εκτινάχθηκε στο 4,72% σε υψηλά 4,5 ετών, την Τετάρτη 15.06.2022, ενώ το spread έσπασε το φράγμα των 300 μονάδων βάσης και διαμορφώθηκε στις 305 μ.β. για πρώτη φορά από τον Μάρτιο του 2020, ενώ ακριβώς πριν από την ενεργοποίηση του PEPP στις 18 του ίδιου μήνα είχε κορυφωθεί ταχύτατα στις 420 μ.β.

Παράλληλα, η κατάσταση είναι ακόμα πιο κρίσιμη στην Ιταλία. Το ιταλικό spread ξεπέρασε τις 250 μονάδες βάσης, αγγίζοντας τα επίπεδα του Μαρτίου 2020 και του Μαΐου 2018, όταν η χώρα βίωνε πολιτική κρίση, με την απόδοση του 10ετούς να κινείται στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη του 2013 και στο 4,18%.

Παρά τις διαβεβαιώσεις του ESM ( Κλάους Ρέγκλινγκ) ότι οι ευρωπαϊκές χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος δεν αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμο κίνδυνο από την αύξηση των επιτοκίων και ότι οι συζητήσεις για νέα κρίση χρέους είναι «εντελώς υπερβολικές», διότι παρά τα υψηλά επίπεδα χρέους σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, το κόστος εξυπηρέτησης είναι ιστορικά χαμηλό και τα χρέη έχουν μακρά λήξη, εντούτοις η αύξηση του κόστους δανεισμού που προκαλεί, μπορεί όμως να αποδυναμώσουν την διαχείριση του, καθώς και τον δημοσιονομικό χώρο των κυβερνήσεων. Για την Ελλάδα αυτό σημαίνει απλά: ότι για να παραμείνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος, η Ελλάδα θα πρέπει, μεσοπρόθεσμα να πετύχει υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από τα προβλεπόμενα. Σύμφωνα με την έκθεση των θεσμών, στο βασικό σενάριο, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται σε περίπου 31,6% το 2060. Ωστόσο, με βάση το εν λόγω σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει το διάστημα 2023-2060 να καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο 2,6% του ΑΕΠ έναντι 2,2% του ΑΕΠ που προβλέπονταν έως τώρα. Όπως τονίζεται η αύξηση του στόχου για τα πλεονάσματα επελέγη ώστε να καθίσταται βιώσιμο το χρέος, δεδομένου του προβλεπόμενου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου για το 2023 και των παραδοχών για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης. Το γεγονός αυτό δηλώνει και τον περιορισμό του δημοσιονομικού χώρου για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα με το γεγονός ότι η αύξηση των επιτοκίων θα επιβραδύνει το ρυθμό μεγέθυνσης συμβάλλοντας επιπλέον αρνητικά στην προσδοκώμενη διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου.

** Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα