Μεσοπρόθεσμο 2019- 2022: Περιθώριο οκτώ δισ ευρώ για ελαφρύνσεις
Δημοσιονομικό χώρο για ελαφρύνσεις ύψους 7, 985 δις ευρώ για φορολογικές και άλλες ελαφρύνσεις αλλά και μέση ανάπτυξη για την πενταετία 2019 -2022 της τάξης του 2,2% προβλέπει το ΜΠΔΣ 2019 -2022, που θα κατατεθεί την Παρασκευή στη Βουλή
- 05 Ιουνίου 2018 21:46
Δημοσιονομικό χώρο για ελαφρύνσεις ύψους 7, 985 δις ευρώ για φορολογικές και άλλες ελαφρύνσεις αλλά και μέση ανάπτυξη για την πενταετία 2019 -2022 της τάξης του 2,2% περιλαμβάνονται στις βασικές προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 -2022.
Στην αξιολόγηση του για τις βασικές μακροοικονομικές προβλέψεις το του ΜΠΔΣ 2019 -2022 το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζεται ότι η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2019 -2022 όπως έχει τεθεί από το Υπουργείο σε συνδυασμό με μεγέθυνση 2,16% σε μέσο ετήσιο ρυθμό μεταξύ 2018 και 2022, προϋποθέτει τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών2 στα επίπεδα των 86-87,5 δισ. ευρώ και τη διατήρηση μιας ελαφράς αυξητικής τάσης των δημοσίων εσόδων με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,35%.
Σημειώνεται ότι για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου όπως έχει τεθεί στη Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (ΣΧΔ) -με δεδομένο το ύψος των δαπανών- θα αρκούσε ηπιότερη αύξηση των δημοσίων εσόδων. Θα μπορούσε συνεπώς να θεωρηθεί ότι το πλεόνασμα των εσόδων που προκύπτει από αυτήν τη διαφορά ισοδυναμεί με αντίστοιχης έκτασης οιονεί «δημοσιονομικό χώρο», (βλ. Πίνακα 1) ο οποίος είναι δυνατό να αξιοποιηθεί σε στοχευμένες, σταδιακές και προγραμματισμένες μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης.
Με βάση της προβλέψεις που έχουν τεθεί στο τελικό κείμενο του ΜΠΔΣ το πρώτογενές πλεόνασμα αναμένεται να φτάσει στο 3,56 % του ΑΕΠ φέτος δημιουργώντας υπερπλεόνασμα 111 εκ ευρώ το 2019 στο 3,96% του ΑΕΠ δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο 866 εκ ευρώ το 2020 στο 4,15% του ΑΕΠ δημιουργώντας υπεραπόδοση 1,287 δις ευρώ το 2021 στο 4,53% δημιουργώντας υπεραπόδοση 2,11 δις ευρώ και το 2022 στο 5,19% δημιουργώντας υπερπλεόνασμα 3,582 δις ευρώ.
Οι προβλέψεις για ανάπτυξη
Το νέο μεσοπρόθεσμο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης ως ποσοστό του ΑΕΠ 2% για το 2018 2,4% για το 2019 , 2,3 % για το 2021 2,1% για το 2021 και 1,8% για το 2022.
Παράλληλα προβλέπει μείωση της ανεργίας από το 19,9% που αναμένεται να κλείσει φέτος στο 14,3% στο τέλος του 2022.
Οδηγοί στην σταθεροποίηση της ανάπτυξης θα είναι η ιδιωτική κατανάλωση οι επενδύσεις και οι εξαγωγές.
Σύμφωνα με την έκθεση ο «πήχυς» τίθεται πολύ ψηλά, προβλέποντας αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1% μεταξύ 2018 και 2022. Η πίεση που ασκούν στο διαθέσιμο εισόδημα οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών δεν φαίνεται να στηρίζουν μια τέτοια αισιοδοξία. Ενδεχόμενη πιστωτική επέκταση με έμφαση στην ιδιωτική κατανάλωση, η σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας και η εξάλειψη του αποθέματος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης, συγκαταλέγονται στους παράγοντες που μπορεί να κάνουν το στόχο για την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης επιτεύξιμο.
Σε ότι αφορά τις προβλέψεις για τις επενδύσεις παραμένουν (σε σχέση με το ΜΠΔΣ 2018-2021) η κινητήρια δύναμη στην αύξηση του Α.Ε.Π., αφού προβλέπεται μεγάλη άνοδος με πραγματικούς ρυθμούς αύξησης που εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν το 11% το 2018 και 2019, ενώ αναμένεται να διατηρηθούν σημαντικά υψηλοί και τα υπόλοιπα χρόνια του προγράμματος (μέσα επίπεδα ετήσιας αύξησης, περίπου 8,7% μεταξύ 2018 και 2022). ¨Όπως παρατηρεί το η Έκθεση το ΠΔΕ θα παραμείνει πρακτικά αμετάβλητο μέχρι και το 2022 Κατά συνέπεια τίθεται επιτακτικότερα από ποτέ άλλοτε το ζήτημα των κινήτρων, της διευκόλυνσης και της ευρύτερης ρύθμισης των όρων επιχειρηματικής δράσης, καθώς και της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων.
Τελος σε ότι αφορά την πρόβλεψη του ΜΠΔΣ για αύξηση των εισαγωγών με ρυθμό που βαίνει μειούμενος μεταξύ 2018 και 2022 σε αντίστιξη με την πρόβλεψη για το ρυθμό της ιδιωτικής κατανάλωσης και με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά αύξησης των επενδύσεων δημιουργεί ορισμένα εύλογα ερωτηματικά. Τονίζεται κατά συνέπεια ότι ο κίνδυνος για αύξηση των εισαγωγών ταχύτερη του 3,6% ετησίως, δεδομένης της υψηλής οριακής ροπής προς εισαγωγές που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, είναι υπαρκτός.