Μέτρα – σοκ 4-5% του ΑΕΠ ζητά από την Ελλάδα ο Τόμσεν
Το διττό μήνυμα του ισχυρού άντρα του ΔΝΤ σε Ελλάδα και Ευρώπη. Κλείνει το μάτι για νέες περικοπές συντάξεων στην κυβέρνηση, αλλά ζητά και από τους Ευρωπαίους να συναινέσουν σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Γιατί μιλά για δύσκολες πολιτικές αποφάσεις
- 11 Φεβρουαρίου 2016 23:30
Μέτρα – σοκ που αντιστοιχούν στο 4-5% του ΑΕΠ, «κλείνοντας το μάτι» σε νέες περικοπές συντάξεων, ζητά από την Ελλάδα ο παλιός γνώριμος της τρόικας – και νυν επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Πολ Τόμσεν.
Ταυτόχρονα τονίζει την άρρηκτη σχέση μεταξύ της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και της βιωσιμότητας του χρέους, στέλνοντας διττό μήνυμα σε Αθήνα – για μεταρρυθμίσεις – και σε Ευρώπη – για ελάφρυνση χρέους.
Όπως επισημαίνει σε άρθρο του στο blog του ΔΝΤ, ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου και υπό τον διακριτικό τίτλο «Greece: Toward a Workable Program (Ελλάδα: Προς ένα πρόγραμμα που μπορεί να δουλέψει», για να κατορθώσει η Ελλάδα να πετύχει τους φιλόδοξους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα στόχους για παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ «θα πρέπει να υιοθετήσει μέτρα που αντιστοιχούν στο 4-5% του ΑΕΠ». «Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πως μπορεί αυτό να συμβεί, χωρίς μεγάλες εξοικονομήσεις (major savings) στις συντάξεις», τονίζει.
Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά «έχοντας κατορθώσει επιτυχώς να βγάλει την Ελλάδα από το χείλος της καταστροφής το περασμένο καλοκαίρι και σταθεροποιώντας την οικονομία της, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα βρίσκεται στην τρέχουσα συγκυρία σε διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους της και το ΔΝΤ για ένα πολυετές πρόγραμμα που θα μπορεί να διασφαλίσει μια ανάκαμψη που θα έχει διάρκεια αλλά και να καταστήσει βιώσιμο το χρέος της χώρας».
Καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, διατυπώνονται κάποιες εσφαλμένες αντιλήψεις για τις θέσεις και τον ρόλο του ΔΝΤ στην όλη διαδικασία, σημειώνει ο Τόμσεν, λαμβάνοντας αυτές ως αφορμή για να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα.
«Λέγεται ότι το ΔΝΤ έχει καταστήσει προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα δρακόντειες μεταρρυθμίσεις, κυρίως μάλιστα όσες συνδέονται με το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Αυτό δεν ισχύει», τονίζει ο ίδιος και εξηγεί «Κάθε πρόγραμμα πρέπει να βγαίνει. Ο συνδυασμός μεταρρυθμίσεων και ελάφρυνσης χρέους πρέπει να είναι ικανός να παράσχει λογικές διαβεβαιώσεις πως μέχρι το τέλος του ελληνικού προγράμματος, μετά από σχεδόν μια δεκαετία εξάρτησης από τη στήριξη Ευρώπης και ΔΝΤ, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να στηριχθεί στα δικά της πόδια».
Συνεχίζοντας ο Τόμσεν σημειώνει πως «για να συμβεί αυτό απαιτούνται φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις και μια γενναία ελάφρυνση χρέους. Μπορούμε να στηρίξουμε ένα πρόγραμμα με λιγότερο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις, αλλά τότε θα είναι μονόδρομος η απαίτηση για μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους».
«Οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό δεν θα καταστήσουν από μόνες τους βιώσιμο το χρέος, χωρίς ελάφρυνση, αλλά ούτε και από μόνη της μια ελάφρυνση, χωρίς μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, θα είναι ικανή να καταστήσει βιώσιμο το χρέος. Χρειάζονται ταυτόχρονα και τα δύο», υποστηρίζει.
Μεταξύ άλλων ο ισχυρός άντρας του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ διαμηνύει πως «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως Ελλάδα αλλά και Ευρώπη θα κληθούν να λάβουν δύσκολες από πολιτικής πλευράς αποφάσεις κατά τους προσεχείς μήνες, ώστε να κατορθώσει το ελληνικό πρόγραμμα να καταστεί βιώσιμο. Να είναι ένα πρόγραμμα που βγαίνει, που αποδίδει».
«Τέτοιου είδους δύσκολες αποφάσεις δεν μπορούν να αναβάλλονται διαρκώς μέσω μη ρεαλιστικών παραδοχών. Παρά το γεγονός πως υπάρχει περιθώριο για αύξηση της παραγωγικότητας μέσω μεταρρυθμίσεων, τα τελευταία έξι χρόνια έχουν δείξει πως ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων που μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την ελληνική κοινωνία δεν συνάδει με μια πρώιμη βελτίωση της παραγωγικότητας, αλλά ούτε και μια βιώσιμη και υψηλή ανάπτυξη», υποστηρίζει, στη συνέχεια ο Τόμσεν.
Μονόδρομος η ελάφρυνση χρέους
Όπως προσθέτει, «η παραδοχή πως η Ελλάδα μπορεί απλά να ξεπεράσει το πρόβλημα χρέους που την ταλανίζει, χωρίς ελάφρυνση – ακόμη κι αν αποκτήσει τον υψηλότερο ρυθμό παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης – δεν είναι αξιόπιστη.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η περιορισμένη επιτυχία που καταγράφεται στην κατεύθυνση πάταξης της φοροδιαφυγής – ήτοι να αναγκάσεις τους εύπορους να πληρώσουν το μερίδιο που τους αναλογεί – σηματοδοτεί πως οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό δεν μπορούν να αποφευχθούν, ακόμη κι αν αυξηθούν οι εισπράξεις φόρων στο μέλλον», σημειώνει, υποδηλώνοντας ξεκάθαρα πως ούτε η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μπορεί να υποκαταστήσει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Υπερβολικά γενναιόδωρο το ασφαλιστικό σύστημα
«Γιατί τόσο ενδιαφέρον για το ασφαλιστικό;» είναι το ρητορικό ερώτημα που διατυπώνει ο Τόμσεν. Και απαντά: «Γιατί παρά τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν το 2010 και το 2012, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα παραμένει υπερβολικά γενναιόδωρο. Για παράδειγμα οι τυπικές συντάξεις σε ονομαστικούς όρους, είναι σε γενικές γραμμές παρόμοιες σε Ελλάδα και Γερμανία, ακόμη και αν η Γερμανία – σε όρους μέσου μισθού – είναι δύο φορές πιο πλούσια από την Ελλάδα. Προσθέστε σε αυτό και το γεγονός πως οι Έλληνες εξακολουθούν να συνταξιοδοτούνται πολύ νωρίτερα από ότι οι Γερμανοί».
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Σύμφωνα με τον Τόμσεν, «ο ελληνικός προϋπολογισμός χρειάζεται να μεταφέρει περίπου το 10% του ΑΕΠ για να καλύψει τη μεγάλη τρύπα στο ασφαλιστικό σύστημα, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου που κινείται στο 2,5%. Ξεκάθαρα, αυτό δεν είναι βιώσιμο».
«Δεν μπορεί όμως η Ελλάδα, για να προστατεύσει τις συντάξεις, να κόψει από κάπου αλλού ή να αυξήσει τους φορολογικούς συντελεστές;» είναι το επόμενο ρητορικό ερώτημα που θέτει ο Τόμσεν. Και απαντά: «Υπάρχει περιθώριο για τέτοιου είδους μέτρα, όμως είναι πολύ περιορισμένο. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών έχει ήδη περικοπεί δραστικά για να προστατευτούν οι συντάξεις και οι κοινωνικές παροχές, ενώ η δυστοκία στη διεύρυνση της βάσης και στη βελτίωση της συμμόρφωσης έχει ήδη προκαλέσει μεγάλη εξάρτηση από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές».
«Οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό είναι βέβαιο πως είναι δύσκολες από κοινωνικής πλευράς για τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι έχουν ήδη σηκώσει μεγάλο βάρος τα τελευταία χρόνια. Για τον λόγο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εξηγήσει στην κοινωνία πως οι συντάξεις στη χώρα έχουν μια ευρύτερη κοινωνική λειτουργία. Αυτό που απαιτείται είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που θα είναι μεσοπρόθεσμα βιώσιμο», συμπληρώνει ο Τόμσεν.
Αναγκαίος ένας συμβιβασμός
Συνεχίζοντας ο Τόμσεν σημειώνει πως «την ώρα που η Ευρωζώνη συνεχίζει να βρίσκεται μακριά από τον στόχο να καταστεί μια πολιτική ένωση, (για το ελληνικό ζήτημα) απαιτείται ένας συμβιβασμός. Το ΔΝΤ είναι έτοιμο να εργαστεί πάνω σε ένα πρόγραμμα που θα συνδυάζει μεταρρυθμίσεις και ελάφρυνση χρέους, το οποίο θα είναι κοινά αποδεκτό από την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της».
«Το ΔΝΤ δεν επιθυμεί μια δρακόντεια δημοσιονομική προσαρμογή από την Ελλάδα για μια οικονομία που βρίσκεται ήδη σε ύφεση», ξεκαθαρίζει και τονίζει πως «αυτό που χρειάζεται είναι μια δημοσιονομική προσαρμογή υποστηρικτική της ανάκαμψης βραχυπρόθεσμα και πιο ρεαλιστική μεσοπρόθεσμα».
Κατά τον Τόμσεν «ακόμη δεν έχει υπάρξει ένα αξιόπιστο σχέδιο για την επίτευξη του υπερβολικά φιλόδοξου στόχου για την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος, ώστε να ανακτηθεί η βιωσιμότητα του χρέους. Η έννοια της αξιοπιστίας είναι κρίσιμη για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, κάτι που είναι απαραίτητο για την ανάκαμψη της Ελλάδας».
Τέλος προειδοποιεί πως κάθε πρόγραμμα βασισμένο σε υπεραισιόδοξες παραδοχές είναι βέβαιο πως «σύντομα θα προκαλέσει αναζωπύρωση των φόβων περί Grexit».
Κατά τον Τόμσεν, κύριος στόχος του ΔΝΤ είναι να στηρίξει την Ελλάδα να επιστρέψει σε ένα μονοπάτι βιώσιμης ανάπτυξης με πολλαπλά οφέλη για τον ελληνικό λαό.
«Πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις, αλλά είναι σημαντικό να ληφθούν για να μην πάνε χαμένες οι προσπάθειες που έχει καταβάλλει η Ελλάδα τα έξι τελευταία χρόνια», καταλήγει ο Τόμσεν.