Οι διαγραφές δανείων σώζουν τις τράπεζες
Αν και μειώθηκαν, τα κόκκινα ανοίγματα των τραπεζών παραμένουν υψηλά. Όπως εκτιμούν τραπεζικοί παράγοντες, σημαντική μείωσή τους αναμένεται τη διετία 2018 – 2019, κυρίως πάλι από διαγραφές.
- 06 Ιουνίου 2017 16:10
Από διαγραφές, κατά κύριο λόγο, έναντι άλλων επιλογών, όπως ρευστοποιήσεις, πωλήσεις ή εισπράξεις, θα προέλθει το «συμμάζεμα» των κόκκινων δανείων. Η εικόνα αυτή, κυριάρχησε και στο πρώτο τρίμηνο του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας, τριμηνιαίας έκθεσης της Τράπεζας Ελλάδος, που αναλύει τους στόχους των τραπεζών ανά κατηγορία δανείων και τους σχετικούς δείκτες των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ – δηλαδή το σύνολο των κόκκινων δανείων και τα ρυθμισμένα).
Αν και μειώθηκαν, τα κόκκινα ανοίγματα των τραπεζών παραμένουν υψηλά. Όπως εκτιμούν τραπεζικοί παράγοντες, σημαντική μείωσή τους αναμένεται τη διετία 2018 – 2019, κυρίως πάλι από διαγραφές.
Η μείωση εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων (δηλαδή την αποκατάσταση της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων που βρίσκονται επί του παρόντος σε καθυστέρηση), από διαγραφές δανείων, καθώς, σε μικρότερο βαθμό, και από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, εισπράξεις και μεταβιβάσεις δανείων. Αντίθετα, αρνητική συμβολή στην περαιτέρω μείωση των υπολοίπων MEA εκτιμάται ότι θα έχει η συσσώρευση νέων MEA, η οποία αναμένεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017. Με βάση τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι στο τέλος του 2019 ο δείκτης ΜΕΑ θα υποχωρήσει στο 33,9%.
Άλλωστε το αρχικό υπόλοιπο των ΜΕΑ (Ιούνιος 2016) για το σύνολο των ελληνικών εμπορικών και συνεταιριστικών τραπεζών αγγίζει τα 106,9 δισ. ευρώ (σημειώνεται ότι στα αναφερόμενα ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται εκτός ισολογισμού στοιχεία ύψους 1,5 δισ. ευρώ περίπου). Οι τράπεζες έθεσαν ως στόχο τη μείωση του υπολοίπου των ΜΕΑ κατά 38% για την περίοδο Ιουνίου 2016 – Δεκεμβρίου 2019, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των ΜΕΑ στα 66,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019.
Το πρώτο τρίμηνο του έτους, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκε κατά 1,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2016, αγγίζοντας τα 105,1 δισ. ευρώ ή το 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όπου τα ΜΕΑ έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 3,3% ή 3,5 δισ. ευρώ.
Παρά την ακόμη ισχυρή ροή νέων ΜΕΑ, ειδικότερα για τους πρώτους δύο μήνες του έτους, οι τράπεζες κατάφεραν να τα μειώσουν περαιτέρω, κυρίως λόγω των εκτεταμένων διαγραφών δανείων που ανήλθαν σε 1,3 δισ. ευρώ για το πρώτο τρίμηνο. Ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από τον ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate). Η διαφορά ανάμεσα στον ρυθμό αθέτησης και στον ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Εντούτοις, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε στα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων ΜΕΑ στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο. Στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ότι το 1/3 των υπολοίπων των ΜΕΑ αφορά σε πιστούχους που έχουν κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς νομικής προστασίας. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη. Όπως προαναφέρθηκε, τον κυριότερο παράγοντα μείωσης αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Μαρτίου του 2017, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 42,2% για το στεγαστικό, το 54,2% για το καταναλωτικό και το 45,0% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Συγκεκριμένα, στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 68,3%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 60,7%). Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 25,9%) και στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35,4%).
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, αγγίζοντας το 49,1% το Μάρτιο του 2017, από 49,7% το Δεκέμβριο του 2016. Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι πλήρης.