Οικονομία: Δυο κρυφές νάρκες – Ελλείψεις προσωπικού και αργόσυρτη δικαιοσύνη

Διαβάζεται σε 8'
Εργαζόμενοι
Εργαζόμενοι ISTOCK

Τα ζητήματα της υποχρησιμοποίησης των πόρων της εργασίας, των ελλείψεων αλλά και της εντεινόμενης “στενότητας” στην αγορά εργασίας, αποτελούν σοβαρά εμπόδια στην προσπάθεια για οικονομική ανάπτυξη.

Με τη χώρα να αναζητά ισχυρό αναπτυξιακό βηματισμό, ώστε να “κλειδώσει” ρυθμούς ανάπτυξης, που υπερβαίνουν το 2%, για να επιτευχθεί ο στόχος κάλυψης του κενού που μας χωρίζει με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, τα ζητήματα της αγοράς εργασίας και της λειτουργίας της δικαιοσύνης αναδεικνύονται ως άκρως σημαντικά.

Ουσιαστικά, μαζί με το επενδυτικό κενό, τα ζητήματα καινοτομίας και ψηφιακού μετασχηματισμού, που επηρεάζουν την παραγωγικότητα, αλλά και τις “αναμονές” παραγωγικού μετασχηματισμού αποτελούν τις βασικές προκλήσεις, που πρέπει να αντιμετωπίσει χώρα άμεσα, για να περάσει στην επόμενη μέρα. Καθημερινές, άλλωστε, είναι αναφορές για το πόσο δυσκολεύει η όλη προσπάθεια σε κάθε τομέα για προώθηση επενδύσεων, υλοποίηση έργων κτλ ένεκα των ελλείψεων προσωπικού αλλά και την αργόσυρτη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά, το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 17ης Ιουλίου, του Τμήματος Αναλύσεων (Economic Research) της Alpha Bank, με θέμα, Ελληνική Οικονομία: «Δυναμική της Αγοράς Εργασίας και Κενές Θέσεις Εργασίας» παρατηρείται εντεινόμενη «στενότητα» στην αγορά εργασίας, όπως αποτυπώνεται στην αύξηση των κενών θέσεων εργασίας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Παράλληλα η Alpha Bank εστιάζει στα ζητήματα της υποχρησιμοποίησης των πόρων της εργασίας, όπως αυτή μετριέται από το ποσοστό «υποτονικότητας» της αγοράς εργασίας της Eurostat.

«Υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας

Να σημειωθεί ότι η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας ορίζεται ως το ποσοστό του ανθρώπινου κεφαλαίου που εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: είτε είναι άνεργοι, είτε υποαπασχολούνται με μερική απασχόληση, είτε είναι διαθέσιμοι για εργασία αλλά όχι σε αναζήτηση εργασίας, είτε βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας υποχώρησε στο 16,1%, το πρώτο τρίμηνο του 2024, έναντι 16,4%, το τέταρτο τρίμηνο του 2023 και 17,3% το πρώτο τρίμηνο του περασμένου έτους. Η μείωση που καταγράφει το εν λόγω ποσοστό την τελευταία τριετία (9,5 ποσοστιαίες μονάδες) είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στη μείωση των ανέργων και, δευτερευόντως, στην υποχώρηση των ποσοστών των λοιπών κατηγοριών. Ωστόσο, παρά την αύξηση της χρησιμοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, το ποσοστό της «υποτονικότητας» της αγοράς εργασίας στη χώρα μας είναι το τέταρτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά από τα αντίστοιχα ποσοστά της Ισπανίας (19,7%), της Φινλανδίας (16,9%) και της Ιταλίας (16,7%), υπερβαίνοντας κατά 3,2 ποσοστιαίες μονάδες τον μέσο όρο αυτής.

Σε ιστορικά υψηλά επίπεδα οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα

Παράλληλα, σημειώνεται σημαντική αύξηση των κενών θέσεων εργασίας από το 2022 και μετά. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο τρίμηνο του 2024 οι κενές θέσεις εργασίας ανήλθαν στα ιστορικά υψηλά επίπεδα των 70.826 θέσεων, καταγράφοντας αύξηση κατά 115,6% σε ετήσια βάση. Επιπρόσθετα, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας διαμορφώθηκε σε 3,1%, ποσοστό υπερδιπλάσιο έναντι του πρώτου τριμήνου του 2023 (1,5%). Σημειώνεται ότι το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα ακολουθεί ανοδική πορεία τα τελευταία τρίμηνα, σε αντίθεση με την πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) στα οποία το εν λόγω ποσοστό υποχωρεί.

Οι κλάδοι με μεγάλες ελλείψεις

Τα υψηλότερα ποσοστά των κενών θέσεων εργασίας, το πρώτο τρίμηνο του 2024, καταγράφονται στους κλάδους των καταλυμάτων και εστίασης (18,4%), στις τέχνες (9,6%), στη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας (7,3%), στην παροχή νερού (6,8%) και στις κατασκευές (6,5%). Αξίζει να αναφερθεί ότι το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας στον κλάδο των καταλυμάτων και της εστίασης είναι το υψηλότερο στην ΕΕ-27, ακολουθούμενο από αυτό της Τσεχίας (8,1%), ενώ σε Μεσογειακές χώρες, στις οποίες ο τουρισμός συμβάλλει καθοριστικά στην οικονομική δραστηριότητα, τα αντίστοιχα ποσοστά των κενών θέσεων εργασίας είναι αρκετά χαμηλότερα (Ισπανία: 0,5%, Γαλλία: 4,9%, Ιταλία 5,3%, Πορτογαλία: 1,7%, Κροατία 4,9% και Κύπρος 7,8%).

Επιπρόσθετα, τα ποσοστά των κενών θέσεων εργασίας στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας και στις κατασκευές είναι το δεύτερο και το τέταρτο υψηλότερο στην ΕΕ-27, αντίστοιχα.

Όπως αναφέρει η ανάλυση της Alpha Bank, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας ορίζεται ως ο λόγος του αριθμού των κενών θέσεων προς το άθροισμα του αριθμού των κατειλημμένων και των κενών θέσεων εργασίας. Περιλαμβάνονται οι κενές θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες (εκτός των δραστηριοτήτων των νοικοκυριών ως εργοδοτών.

Επίσης, όπως αναφέρεται, η εντεινόμενη «στενότητα» («στενότητα» στην αγορά εργασίας είναι η κατάσταση στην οποία οι κενές θέσεις εργασίας υπερβαίνουν τον αριθμό των ατόμων που αναζητούν εργασία) στην αγορά εργασίας (Labour market tightness), η οποία εκφράζεται με τη συνεχή αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού της ανεργίας, περιορίζουν το δυνητικά διαθέσιμο εργατικό δυναμικό. Αυτό, στον βαθμό που θα λάβει μονιμότερα χαρακτηριστικά, δύναται να δημιουργήσει στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα στους προαναφερθέντες κλάδους που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας, κλάδοι οι οποίοι έχουν σημαντική συμμετοχή στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ).

Η δικαιοσύνη

Έτερον ζήτημα, που αποτελεί “κλειδί” που ξεκλειδώνει ή περιπλέκει, ανάλογα, την αναπτυξιακή διαδικασία έχει να κάνει με τη δικαιοσύνη. Με βάση ανάλυση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), που αξιολογεί τη σχετική Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την λειτουργία της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα, χρειάζονται 746 ημέρες για την επίλυση αμφισβητούμενων αστικών και εμπορικών υποθέσεων. Κι αυτό, παρά το ότι η Ελλάδα έχει την 3η μεγαλύτερη αναλογία δικαστών σε σχέση με τον πληθυσμό στην ΕΕ. Ωστόσο, όπως αναφέρεται, η συχνή αλλαγή των νόμων είναι η βασική αιτία της μη αποτελεσματικής προστασίας των επενδύσεων.

Πιο συγκεκριμένα, την αξιολόγηση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης στη χώρα μας αναλύει η μελέτη του Καθηγητή στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ Αντώνη Καραμπατζού και του Επικεφαλής Ερευνών του ΚΕΦΙΜ Κωνσταντίνου Σαραβάκου, η οποία δημοσιεύθηκε στο Syntagma Watch του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.

Η ανάλυση βασίζεται στα στοιχεία της πρόσφατης έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη, στην οποία δημοσιεύονται δείκτες για την αποδοτικότητα, την ποιότητα και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τα βασικά στοιχεία της ανάλυσης της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη:

  • Στην Ελλάδα, ο εκτιμώμενος χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αμφισβητούμενων αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε πρώτο βαθμό είναι 746 ημέρες (κάτι περισσότερο από 2 χρόνια), ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 282 ημέρες (στοιχεία 2022). Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε σχέση με το 2012 ο εκτιμώμενος χρόνος έχει αυξηθεί κατά 60%.
  • Ο αριθμός των δικαστών έχει αυξηθεί σημαντικά στην Ελλάδα σε σύγκριση με το 2012 (+60%), ενώ το 2022 η Ελλάδα είχε την 3η μεγαλύτερη αναλογία δικαστών σε σχέση με πληθυσμό στην ΕΕ. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα στην ταχύτητα απονομής της Δικαιοσύνης δεν είναι ο (υψηλός) αριθμός των δικαστών που έχουμε, αλλά, μεταξύ άλλων, η ανορθολογική κατανομή τους μεταξύ των διαφόρων βαθμών δικαιοδοσίας αλλά και εντός των ίδιων των μεγάλων δικαστηρίων της χώρας.
  • 7 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αρνητική άποψη για την αποτελεσματικότητα της προστασίας των επενδύσεων από τον νόμο και τα δικαστήρια, σε αντίθεση με τον μέσο όρο των πολιτών στην ΕΕ που έχει θετική άποψη.
  • 8 στις 10 ελληνικές επιχειρήσεις αναφέρουν ως βασική αιτία της μη αποτελεσματικής προστασίας των επενδύσεων από τον νόμο και τα δικαστήρια στη χώρα μας τις συχνές αλλαγές στη νομοθεσία και την ποιότητα της διαδικασίας της νομοθέτησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης, τον οποίο δημοσιεύει ετησίως το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, ένας νέος νόμος τροποποιεί κατά μέσο όρο 3,5 νόμους που ψηφίστηκαν τους προηγούμενους 12 μήνες.

Όπως ανέφερε, δε, ο Γενικός Διευθυντής του ΚΕΦΙΜ Νίκος Ρώμπαπας: «Η πρόσφατη ρύθμιση για τη διατύπωση γνώμης από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, στην επιλογή των Προέδρων και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου συνιστά ένα σημαντικό βήμα ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και ευθυγραμμίζεται με τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, συγκεκριμένες παθογένειες που αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη και το ισχυρό κράτος δικαίου, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης ή οι διάφορες παρεμβάσεις στο έργο της, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με περισσότερες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές διατυπώνονται στην Έκθεση Πισσαρίδη και στη βασική δέσμη προτάσεων που κατέθεσαν ειδικοί εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο της Αξιολόγησης της Οικονομικής Ελευθερίας της χώρας μας, όπως η διαφάνεια μέσω της προσωποποιημένης αξιολόγησης του δικαστικού έργου, η ενίσχυση της υποστήριξης του δικαστικού έργου και η ψηφιοποίηση και η αναβάθμιση των υποδομών.»

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα